Μετά τη θερμή ανταπόκριση του κοινού στην παράσταση «Tanz – Οι περιπέτειες μίας νεότητας», που αποτέλεσε την εναρκτήρια παραγωγή του Red Jasper Cabaret Theatre, συνεχίζεται η προσπάθεια να επανασηματοδοτηθεί, μέσα από τις παραγωγές του θεάτρου, η έννοια ενός σύγχρονου θεατρικού καμπαρέ, που μπορεί να συγκεράσει διαφορετικές μορφές τέχνης.

Έτσι λοιπόν, παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη η παράσταση «Calvero», η δεύτερη παραγωγή της νέας θεατρικής σκηνής της Κυψέλης, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τσάρλι Τσάπλιν «Τα φώτα της ράμπας» (Limelight), το μοναδικό βιβλίο που έγραψε σε όλη του την καριέρα ο Βρετανός σκηνοθέτης και ηθοποιός. Μεταγράφοντας έτσι δημιουργικά την ιστορία του και φέρνοντας τον λόγο και το πνεύμα των music halls στην Αθήνα του σήμερα, η παράσταση αποτελεί έναν στοχασμό για τη ματαίωση των ονείρων και τις δυσκολίες που έρχεται να αντιμετωπίσει στη ζωή του ένας εργαζόμενος στον χώρο των τεχνών όταν ο κόσμος γύρω του καταρρέει.

Πέντε ηθοποιοί, οι Θανάσης Βλαβιανός, Ιώ Λατουσάκη, Μάριο Μπανούσι, Αλέξης Κωτσόπουλος και Φοίβος Μαρκιανός, μοιράζονται τους ρόλους της παράστασης και αναμετριούνται με το έργο και τις μουσικές του ίδιου του Τσάρλι Τσάπλιν, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του πολυσχιδούς Γιάννη Παναγόπουλου.

Ο Γιάννης Παναγόπουλος μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον Τσάρλι Τσάπλιν και τα music hall.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Μετά την πρώτη μας συνεργασία, με την παράσταση «Τanz – Οι περιπέτειες μίας νεότητας», που είχε βασιστεί στο μυθιστόρημα του Klaus Mann «Ο ευλαβικός χορός», αποφασίσαμε με τη Χριστίνα Χατζηνικολάου, ιδιοκτήτρια και καλλιτεχνική υπεύθυνη του θεάτρου Red Jasper, να συνεχίσουμε με μία δεύτερη παραγωγή την έρευνά μας πάνω στο θέμα που η ίδια η ονομασία του χώρου, Cabaret theatre, μας έχει ορίσει.  Έτσι, η πρόταση για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήρθε από τη Χριστίνα την άνοιξη του 2020, υπερβολικά αισιόδοξη ούσα για την εξέλιξη των πραγμάτων που αφορούσαν στη διαχείριση της πανδημίας εξαιτίας του Covid-19, η οποία ανέλαβε και να μεταφράσει το υλικό που θα χρησιμοποιούσαμε στην παράσταση. Η πρώτη εκδοχή της παράστασης μαγνητοσκοπήθηκε για να κρατηθεί για αρχειακούς λόγους την άνοιξη του 2021, μιας και τα θέατρα παρέμειναν κλειστά, και σήμερα, μισό χρόνο μετά, φτάνουμε επιτέλους στη στιγμή που κάθε Δευτέρα και Τρίτη «παραδίδεται» στους τελικούς της παραλήπτες, το κοινό.

Πέφτει μεγάλος βάρος στις πλάτες σας προσπαθώντας να ζωντανέψετε λίγο από το έργο ενός τόσο διάσημου ηθοποιού και σκηνοθέτη στο σανίδι;

Με τα χρόνια προσπαθώ να αποτινάζω βάρη, ενοχές και φορτία που παλιότερα ο ίδιος μπορεί να έβαζα πάνω στις πλάτες μου, όπως ωραία λέτε. Κατάλαβα, the hard way, ότι όλα αυτά είναι απόρροιες ενός υπέρμετρου εγωισμού, ότι «ΕΓΩ θα ΠΡΕΠΕΙ να ζωντανέψω το έργο του τάδε συγγραφέα, να φωτίσω όπως κανένας άλλος το τάδε νόημα, να συνομιλήσω με τον μεγάλο σκηνοθέτη», που όμως σίγουρα προέρχονται από φοβερές ανασφάλειες. Είμαστε νάνοι πάνω στις πλάτες γιγάντων, όπως λέει και ο Ουμπέρτο Έκο, και καλά θα κάνουμε να πορευόμαστε με την αλήθεια που ο καθένας και η καθεμία κατέχει. Έτσι, το βάρος στις πλάτες θα είναι ανεκτό και με χαρά για τη δημιουργική διαδικασία θα μπορούμε να «παίζουμε» άνετα παρέα με τους μεγάλους συγγραφείς, σκηνοθέτες, δημιουργούς.

Πριν την παράσταση, η σχέση σας με τον Τσάρλι Τσάπλιν ποια ήταν;

Λάτρης των ταινιών του, θαυμαστής των δεξιοτήτων του. Μα το πιο όμορφο απ’ όλα είναι ότι στην τελευταία παράσταση που συμμετείχα, πριν το κλείσιμο των θεάτρων, τον Ιανουάριο του 2020, στο Εθνικό Θέατρο ως ηθοποιός, σε σκηνοθεσία της Σοφίας Βγενοπούλου, είπα τον ωραιότερο, τον πιο πολιτικό, τον πιο σημαντικό μονόλογο της ζωής μου μέχρι τώρα. Τον μονόλογο από την πρώτη ομιλούσα ταινία του Τσάπλιν «Ο Μεγάλος Δικτάτορας», ο οποίος τελείωνε έτσι : «… Ας αγωνιστούμε για έναν νέο κόσμο, έναν αξιοπρεπή κόσμο που θα δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να εργαστούν, θα σας δώσει ένα μέλλον και στα γηρατειά σας ασφάλεια. Με την υπόσχεση αυτών των πραγμάτων, οι βάρβαροι ανέβηκαν στην εξουσία, αλλά λένε ψέματα. Δεν εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους, ποτέ δε θα το κάνουν. Οι δικτάτορες ελευθερώνουν τους εαυτούς τους αλλά σκλαβώνουν τον λαό. Τώρα ας αγωνιστούμε για να εκπληρώσουμε εμείς αυτή την υπόσχεση. Ας αγωνιστούμε για να ελευθερώσουμε τον κόσμο, να αποτινάξουμε τα εθνικά μας εμπόδια, να κάνουμε πέρα την απληστία, το μίσος και τη μισαλλοδοξία. Ας αγωνιστούμε για έναν κόσμο Λογικής, έναν κόσμο όπου η Επιστήμη και η Πρόοδος θα οδηγήσουν την ανθρωπότητα στην ευτυχία»

«Τα φώτα της ράμπας» για σας ποια μαγεία κρύβουν όταν ανάβουν και όταν σβήνουν;

Τη μαγεία να μπορείς να ξεχνάς την πραγματικότητα και να ζεις στον δικό σου, επί της συνθήκης, χωροχρόνο.

Ο αέρας των λονδρέζικων music hall ταιριάζει στην Αθήνα;

«Στην Αθήνα μπορείς να είσαι δικαιολογημένα μελαγχολικός και απροσδόκητα χαρούμενος», όπως λέει και η φίλη μου Βίβιαν Στεργίου στο βιβλίο της Μπλε Υγρό. Είναι τόσο ετερόκλητα και παράδοξα πολλές φορές τα όσα της συμβαίνουν και μας συμβαίνουν. Πρόσφατα, σε μια βόλτα μου στο κέντρο της πόλης, στο εμπορικό τρίγωνο, που είχα καιρό να επισκεφθώ, είδα πώς το gentrification έχει αλλάξει τη μεγάλη εικόνα. Καινούργια καταστήματα, καφέ, πεζοδρομήσεις και άπειροι τουρίστες. Και λίγα μέτρα πιο κάτω οι «άνθρωποι – φαντάσματα» της Σατωβριάνδου, της Μενάνδρου, της Μάρνη. Για να επιστρέψουμε όμως σε αυτό που με ρωτήσατε, αν τα music halls ταιριάζουν στην Αθήνα. Το αθηναϊκό κοινό έχει αγκαλιάσει μέσα στα χρόνια πολλά παρόμοια εγχειρήματα. Πιο πρόσφατα μπορώ να θυμηθώ τις παραστάσεις της Σπείρα- Σπείρα, ιδίως στην «Αθηναΐδα», κάποιες παραστασεις του Cabaret Voltaire στο Μεταξουργείο, και αν πάμε αρκετά πίσω, τις εμφανίσεις του Γιώργου Μαρίνου στη «Μέδουσα».

Αυτή η ματαίωση των ονείρων του καλλιτέχνη που περιγράφεται στο βιβλίο, σας είναι γνώριμη, ειδικότερα στην περίοδο της πανδημίας;

Όντας στενά συνυφασμένη με την έκφραση, την αυτονομία και τη δημιουργικότητα η καλλιτεχνική εργασία νοείται συχνά ως “εργασία από αγάπη” (Labor of love), όπως λέει και ο Freidson Eliot στο Les professions artistiques comme défi à l’analyse sociologique. Πολλοί όμως ξεχνούν ότι πέρα από την αγάπη για το επάγγελμά μας, υπάρχει και η ανάγκη για τον βιοπορισμό μας. Έτσι, στην περίοδο της πανδημίας, ήρθαμε αντιμέτωποι και αντιμέτωπες με ένα διπλό συμπέρασμα, εν αντιθέσει με την πλειονότητα των εργαζομένων σε άλλους κλάδους. Αφενός με τη ματαίωση «ονείρων», όπως είπατε και σεις, κι από την άλλη με τη συνειδητοποίηση ότι ζούμε διαρκώς σε μια συνθήκη εργασιακής επισφάλειας.

Θα ‘θελα όμως να κλείσω με τα λόγια του Τσάρλι Τσάπλιν, από το μυθιστόρημα «Τα φώτα της ράμπας», που ακούγονται και στην παράσταση. Εκεί, ο Καλβέρο λέει: «Όταν σβήσουν τα φώτα της ράμπας αρχίζει για τον ηθοποιό το μαρτύριο μιας φρικτής απομόνωσης. Μακριά απ’ τη σκηνή -που δέχεται τα χειροκροτήματα του πλήθους, όπως μια ηλιόλουστη ακτή τα κύματα της θάλασσας- τίποτα πια δεν μπορεί να του ζεστάνει την καρδιά… Ν’ αρέσεις για την τέχνη σου. Αυτό έχει σημασία».