«Θερμό» αναμένεται το φθινόπωρο στον χώρο των τροφίμων, με παράγοντες της αγοράς να προβλέπουν νέα deals τους επόμενους μήνες που θα αλλάξουν και πάλι τις ισορροπίες. Το «έξυπνο χρήμα» συνεχίζει με αμείωτη ένταση να σκανάρει τις ελληνικές εταιρείες και εμφανίζεται έτοιμο να προχωρήσει σε νέα επενδυτικά «χτυπήματα», μόλις εντοπίσει κάποια καινούργια ευκαιρία. Η δύσκολη συγκυρία και η αβεβαιότητα που εξακολουθεί να προκαλεί η πορεία της πανδημίας δεν φαίνονται ικανές να σταματήσουν τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, οι οποίοι δείχνουν αποφασισμένοι να υλοποιήσουν τον σχεδιασμό τους. Κάτι που αποτυπώθηκε και στις πολλές και σημαντικές εξαγορές που έλαβαν χώρα στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Από τις πιο ηχηρές και μια από τις μεγαλύτερες στην ιστορία της χώρας ήταν η πώληση της Chipita στη Mondelez, έναντι συνολικού τιμήματος 2 δισ. δολ.

Οι πρώτες συζητήσεις με τη διοίκηση της Chipita υπό τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο ξεκίνησαν πριν από περίπου τρία χρόνια, με τη Mondelez να καταθέτει και συγκεκριμένη πρόταση, η οποία δεν έγινε δεκτή. Οι συζητήσεις αναθερμάνθηκαν πριν από μερικούς μήνες και τελικά τις τελευταίες ημέρες του περασμένου Μαΐου οι δύο πλευρές «έδωσαν τα χέρια», σηματοδοτώντας την αποχώρηση του γνωστού επιχειρηματία ύστερα από τριάντα και πλέον χρόνια από την Chipita. Αίσθηση προκάλεσε και η είσοδος του Σπύρου Θεοδωρόπουλου στη ΜΕΒΓΑΛ με ποσοστό 21,6%. Ο γνωστός επιχειρηματίας, αμέσως μετά την πώληση της Chipita στη Mondelez, συμμετείχε ενεργά στο deal που πέτυχε η Μαίρη Χατζάκου, βασική μέτοχος και επικεφαλής της ΜΕΒΓΑΛ με το CVC Capital για την απόκτηση του ποσοστού 43,2% που κατείχε το αμερικανικό fund στη βορειοελλαδική εταιρεία μέσω της Δέλτα, θυγατρική του ομίλου Vivartia. Ο Θεοδωρόπουλος δηλώνει έτοιμος να οδηγήσει – από κοινού με τη Μαίρη Χατζάκου – ακόμη πιο ψηλά τη ΜΕΒΓΑΛ, τονίζοντας πως πιστεύει στις προοπτικές και στις δυνατότητές της.

«Πρωταθλητές»

Δυναμική είσοδο στην ελληνική γαλακτοβιομηχανία έκανε και το CVC Capital, αποκτώντας μέσα σε διάστημα λίγων μηνών δύο από τις μεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες: τη Δέλτα και τη Δωδώνη. Το αμερικανικό fund σκοπεύει να συνδυάσει τα πλεονεκτήματα και την ηγετική παρουσία των δύο εταιρειών, ενώ παράλληλα σχεδιάζει να αναπτύξει την εξαγωγική δραστηριότητά τους, με όχημα το ελληνικό γιαούρτι και τη φέτα, δύο προϊόντα που αυξάνουν την απήχησή τους στη διεθνή αγορά. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική ομάδα του CVC υπό τον Αλεξ Φωτακίδη διερευνά και άλλες περιπτώσεις εξαγορών στον χώρο των τροφίμων, προκειμένου να οικοδομήσει εταιρείες «εθνικούς πρωταθλητές». Πριν από μερικά 24ωρα ανακοινώθηκε και η εξαγορά της Mediterranean Foods, γνωστή από τα προϊόντα Brava και Delicia από τη βιομηχανία τροφίμων Μινέρβα. Με την εξαγορά αυτή, η Μινέρβα με ιστορία πάνω από 120 χρόνια ενισχύει το χαρτοφυλάκιό της με προϊόντα αρτυμάτων ενώ παράλληλα απέκτησε ένα σύγχρονο εργοστάσιο επιφάνειας 5.200 τ.μ. όπου παράγονται τέσσερις κατηγορίες προϊόντων (μουστάρδες, κέτσαπ, μαγιονέζες και σάλτσες) που απευθύνονται τόσο στη λιανική όσο και στη χονδρική αγορά τροφίμων.

Αλλαγή σελίδας

Στον έλεγχο του SwitzGroup, του ινδού επιχειρηματία Taizoon Khorakiwala, πέρασε στα μέσα Μαΐου το 70% της εταιρείας «Κουλουράδες», η οποία διατηρεί δίκτυο 140 καταστημάτων που παράγουν και εμπορεύονται τα κουλούρια Θεσσαλονίκης. Το 30% παραμένει στον ιδρυτή Δημήτρη Γρίβα. Το SwitzGroup φιλοδοξεί να επεκτείνει το δίκτυο των «Κουλουράδων» στα 250 καταστήματα σε Ελλάδα και εξωτερικό. Σελίδα άλλαξε και η εταιρεία κατεψυγμένων αλιευμάτων Καλλιμάνης, η οποία θα περάσει στον έλεγχο της τουρκικής Dardanel Önentaş. Η συμφωνία, η οποία κυοφορούνταν για πάνω από έξι μήνες μετά την επικράτηση της τουρκικής εταιρείας στον διαγωνισμό πώλησης που υλοποίησαν οι πιστώτριες τράπεζες τελεσφόρησε στα τέλη Μαΐου. Η Dardanel θα αγοράσει χρέος 62,3 εκατ. ευρώ της Καλλιμάνης, καταβάλλοντας 6 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια θα υποβάλει αίτηση στα ελληνικά δικαστήρια για ένταξη σε καθεστώς εξυγίανσης με βάση τον νέο πτωχευτικό κώδικα.