Χρειάστηκε μόλις έξι λεπτά ο Μάσιμο Πουλίνι για να συνειδητοποιήσει ότι η μικρή ελαιογραφία που θα έβγαινε στο σφυρί στη Μαδρίτη στις αρχές Απριλίου, με τιμή εκκίνησης 1.500 ευρώ, θα μπορούσε να αξίζει εκατομμύρια.

Το ημερολόγιο στον υπολογιστή του 63χρονου καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μπολόνια έδειχνε 24 Μαρτίου και ώρα 21.48 όταν έφτασε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ένα αίτημα για αξιολόγηση ενός έργου τέχνης. Αποστολέας ήταν ένας έμπορος με ειδίκευση στις αντίκες και φίλος του Πουλίνι. Επισυναπτόμενη ήταν μια φωτογραφία μιας ελαιογραφίας του Χριστού με ακάνθινο στεφάνι.

Στις 21.54 ο Πουλίνι του έστειλε μια απάντηση η οποία αργότερα αντήχησε σε ολόκληρο τον κόσμο της τέχνης: «Να πάρει! Αυτός είναι Καραβάτζιο! Πού τον βρήκες;».

Η είδηση εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα. Το έργο που αποδιδόταν στον κύκλο ενός ισπανού καλλιτέχνη του 17ου αιώνα θα μπορούσε να είναι δημιουργία του μεγάλου ιταλού ζωγράφου και εκ των κορυφαίων του μπαρόκ Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο.

Μέσα σε δύο εβδομάδες το υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας, ενεργώντας κατόπιν συμβουλών του Μουσείου Πράδο της Μαδρίτης, πραγματοποίησε έκτακτη σύσκεψη για την επιβολή απαγόρευσης εξαγωγής του έργου κι ο πίνακας αποσύρθηκε από τη δημοπρασία.

Αποστολέας του e-mail ήταν ο Τζιανκάρλο Τσιαρόνι, ιδιοκτήτης της γκαλερί Αλτομάνι στο Μιλάνο και ένας από τους πιο γνωστούς εμπόρους έργων τέχνης της Ιταλίας, ο οποίος με τη σειρά του είχε λάβει τη φωτογραφία από έναν έμπορο τέχνης στην περιοχή Μπασιλικάτα της Νότιας Ιταλίας, που την είχε εντοπίσει στον διαδικτυακό κατάλογο του οίκου δημοπρασιών Ansorena. «Εδώ και χρόνια διατηρώ φιλικές σχέσεις με εκατοντάδες συλλέκτες και έμπορους τέχνης», είπε ο Πουλίνι στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν». «Στέλνουν e-mails με φωτογραφίες πινάκων, συχνά χωρίς κείμενο, καθώς το αίτημα υπονοείται: να κοστολογήσω τον πίνακα ή απλά να πω τη γνώμη μου για το έργο».

Ο λάθος ζωγράφος

Στον ηλεκτρονικό κατάλογο του οίκου δημοπρασιών ο εν λόγω πίνακας αποδιδόταν στον κύκλο του καλλιτέχνη του 17ου αιώνα Χοσέ ντε Ριμπέρα, γιο ενός τσαγκάρη και σημαντικού εκ των καλλιτεχνών που επηρεάστηκαν από το έργο του Καραβάτζιο, αλλά ο Πουλίνι ήταν πεπεισμένος ότι ήταν έργο του ίδιου του Καραβάτζιο.

«Οταν είδα τον πίνακα, δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου» είπε. «Ηξερα αμέσως ότι ήταν Καραβάτζιο. Ηταν

σαν να συναντάς κάποιον στον δρόμο που δεν έχεις δει εδώ και πολύ καιρό. Είναι συχνά θέμα ένστικτου».

Ο Τσιαρόνι διάβασε την απάντηση του Πουλίνι και στη συνέχεια τηλεφώνησε στον έμπορο τέχνης της Μπασιλικάτα, ενημερώνοντάς τον για την πρόθεσή του να συμμετάσχει στη δημοπρασία στη Μαδρίτη, χωρίς ωστόσο να κάνει καμία αναφορά στον Καραβάτζιο και ζητώντας να αντιμετωπιστεί το ζήτημα με τη μέγιστη διακριτικότητα. Το αίτημά του δεν βρήκε ανταπόκριση. Αντιθέτως έβαλε σε υποψίες τον έμπορο, ο οποίος με τη σειρά του έστειλε τη φωτογραφία του πίνακα στον Βιτόριο Σγκάρμπι, διάσημο κριτικό τέχνης, βουλευτή του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και στενό φίλο του ηγέτη του κόμματος Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Και ο Σγκάρμπι υποψιάστηκε ότι πρόκειται για έργο του Καραβάτζιο.

«Το βλέπω και συνειδητοποιώ αμέσως ότι ο πίνακας είναι του Καραβάτζιο» δήλωσε ο Σγκάρμπι στον Τύπο. «Σκέφτηκα επίσης ότι με κάποια χρηματοδότηση θα μπορούσα να τον επαναπατρίσω στην Ιταλία».

Απτόητος, ο Τσιαρόνι συνέχισε το κυνήγι του πίνακα και στις 26 Μαρτίου έστειλε τον γιο του στη Μαδρίτη για να τον δει προσωπικά. «Γνωρίζαμε ότι αν θέλαμε να το φέρουμε στην πατρίδα, θα πρέπει να πετύχουμε μια ιδιωτική συμφωνία με τους ιδιοκτήτες πριν ξεκινήσει η δημοπρασία. Ημασταν σίγουροι ότι μόλις εμφανιζόταν δημόσια, και άλλοι ειδικοί θα συνειδητοποιούσαν ότι επρόκειτο για έργο του Καραβάτζιο» λέει.

Οι ιδιοκτήτες

Λίγες μέρες αργότερα ο Τσιαρόνι κατάφερε να συναντηθεί με τους ιδιοκτήτες του πίνακα στο γραφείο του διευθυντή του οίκου δημοπρασιών Ansorena στη Μαδρίτη. Πρόκειται για τρία αδέλφια που υποστηρίζουν ότι έχουν κληρονομήσει τον πίνακα από τον πατέρα τους. Ο Τσιαρόνι υπαινίχθηκε ότι ήταν πρόθυμος να ξοδέψει έως και 500.000 ευρώ, χωρίς όμως να αποκαλύψει τις υποψίες του σχετικά με τον δημιουργό του έργου. Ενημερώθηκε, όμως, ότι η οικογένεια είχε ήδη λάβει δύο ξεχωριστές προσφορές ύψους 3 εκατ. ευρώ η καθεμία. Και τότε συνειδητοποίησε ότι το μυστικό είχε αποκαλυφθεί. Οχι όμως και η ταυτότητα όσων το διεκδικούσαν.

Οι ιδιοκτήτες ήταν πλέον αποφασισμένοι να λύσουν το μυστήριο και να καταλάβουν τι συνέβαινε και ενώ είχαν ξεκινήσει να διαθέσουν το έργο στη δημοπρασία με τιμή εκκίνησης τα 1.500 ευρώ είχαν βρεθεί να συζητούν για εκατομμύρια.

«Μπερδεύτηκαν. Ηταν σχεδόν τρομοκρατημένοι» λέει ο Τσιαρόνι. «Ζήτησα 15 λεπτά από τον χρόνο τους για να τους ξεκαθαρίσω την κατάσταση και εν συνεχεία πρόσβαση σε ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, ώστε να δημιουργήσω αντίγραφα ενός σύντομου δοκιμίου που είχε αρχίσει να γράφει ο Πουλίνι αμέσως μετά τη λήψη της φωτογραφίας του πίνακα».

Σε περισσότερες από 16 σελίδες ο Πουλίνι ταύτιζε το έργο με τη «Στέψη με ακάνθινο στεφάνι» που ζωγράφισε ο Καραβάτζιο για να συμμετάσχει σε διαγωνισμό που διοργάνωσε ο αριστοκράτης Μάσιμο Μάσιμι το 1605.

«Τους παρείχα συγκεκριμένες λεπτομέρειες που επιβεβαίωναν ότι ο πίνακας ήταν έργο του Καραβάτζιο, όπως η κλίση του προσώπου του Χριστού, το φως, το πρόσωπο του στρατιώτη, που μοιάζει με αυτό του «Αρρωστου Βάκχου» – ένα από τα πιο διάσημα έργα του» λέει ο Πουλίνι. «Εγραψα τη μελέτη σε λίγες μέρες και την έστειλα στον Τσιαρόνι».

Η αποκάλυψη

Οταν ο Τσιαρόνι επέστρεψε με αντίγραφα της 16σέλιδης έκθεσης του Πουλίνι στα χέρια του, ο διευθυντής του οίκου δημοπρασιών την πήρε και άρχισε να διαβάζει δυνατά. Στην εισαγωγική πρόταση, γραμμένη στα ιταλικά, υποστηρίζεται ότι ο πίνακας είναι του Καραβάτζιο.

«Οι ιδιοκτήτες έχασαν το χρώμα τους» λέει ο Τσιαρόνι. «Εμειναν άφωνοι. Ηταν περισσότερο μπερδεμένοι παρά συγκινημένοι. Ο πατέρας τους είχε αγοράσει τον πίνακα τη δεκαετία του 1970 και για 50 χρόνια δεν είχαν ιδέα ότι κρεμόταν στο σπίτι τους ένας Καραβάτζιο που θα μπορούσε να αξίζει εκατομμύρια».

Στη μελέτη του ο Πουλίνι προσπάθησε επίσης να εξηγήσει τη σειρά των γεγονότων πίσω από το ταξίδι του πίνακα από την Ιταλία στην Ισπανία. Ο Καραβάτζιο το ζωγράφιζε το καλοκαίρι του 1605. Σε λιγότερο από έναν χρόνο, το απόγευμα της 28ης Μαΐου 1606, σκότωσε έναν άνδρα, τον Ρανούντσιο Τομασόνι, σε μια παράνομη μονομαχία και διέφυγε από τη Ρώμη για να γλιτώσει την εκτέλεση. Ο Πουλίνι πιστεύει ότι το συγκεκριμένο έργο έπεσε θύμα μιας κοινής πρακτικής που ήταν γνωστή ως damnatio memoriae (καταδίκη της μνήμης), σύμφωνα με την οποία τα έργα καλλιτεχνών που είχαν διαπράξει καταστρέφονταν ή αφαιρούνταν από αυτά η υπογραφή τους.

Ο Μάσιμι μπορεί να έχει αποφασίσει να απαλλαγεί από τον πίνακα και να τον πουλήσει στην Ισπανία, εκτιμά ο Πουλίνι. Μια άλλη θεωρία εμπλέκει έναν στενό συγγενή του Μάσιμι, τον καρδινάλιο Ινοκέντιο Μάσιμι, ο οποίος το 1623 έγινε ο παπικός πρεσβευτής στη Μαδρίτη και μπορεί να ήταν ο μεσάζων για τη μεταφορά του πίνακα στην Ισπανία.