Γράφουν οι Αριστείδης Τσατσάκης και Antonio Hernandez Jerez*

H πανδημία του SARS-CoV-2, παρά τη παγκόσμια επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, προκαλεί εξάντληση των συστημάτων υγείας, αύξηση του κόστους  περίθαλψης, σημαντικό αριθμό νεκρών, με καταστρεπτικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Υπάρχει ανάγκη για νέα μοντέλα έρευνας που θα αξιολογούν τις άμεσες και μακροχρόνιες επιπτώσεις από τις εφαρμοζόμενες θεραπείες και ιδιαίτερα των εμβολίων.

Η ανάπτυξη εμβολίων για την προστασία από συμπτωματικές λοιμώξεις COVID-19, και ιδιαίτερα από  σοβαρές μορφές της νόσου, αντιπροσωπεύει το μόνο εφικτό εργαλείο για την έξοδο από την κρίση που έχει επιφέρει ο SARS-CoV-2 παγκοσμίως. Μέχρι στιγμής, έχοντας ως γνώμονα το όφελος της δημόσιας υγείας, δύο εμβόλια mRNA και δύο με αδενοϊό έχουν λάβει υπό όρους έκτακτης ανάγκης άδεια κυκλοφορίας στην  Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και σε άλλες  δυτικές  χώρες. Ωστόσο, η ανάπτυξη και αξιολόγηση των διαφόρων εμβολίων αποτελεί πρόκληση τόσο για τις φαρμακευτικές βιομηχανίες όσο και για τους ρυθμιστικούς οργανισμούς δεδομένου ότι η διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειάς τους ολοκληρώνεται σε μικρό χρονικό διάστημα.

O δρ Τσατσάκης συμπεριλήφθηκε πέρυσι στη λίστα του Reuters για τους επιστήμονες με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως

Από τις εκθέσεις αξιολόγησης που εξέδωσε ο EMA αναφορικά με τις προκλινικές τοξικολογικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε πειραματόζωα (όπως μελέτες τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, μελέτες αναπτυξιακής/αναπαραγωγικής τοξικότητας, γονιμότητας, εμβρυοτοξικότητας και γονιδιοτοξικότητας) δεν προκύπτουν σημαντικοί κίνδυνοι για τον άνθρωπο. Επιπλέον, από τις κλινικές μελέτες σε ανθρώπους (φάσης 3) παρατηρήθηκαν μόνο τοπικές αντιδράσεις και γενικές μη ειδικές αναστρέψιμες παρενέργειες, όπως ηπατικές αντιδράσεις από τα εμβόλια mRNA (Pfizer- BioNTech και Moderna) που αποδόθηκαν στα νανοσωματίδια λιπιδίων στα οποία  ενθυλακώνεται το mRNA.

Ωστόσο, δεδομένου ότι από τις μελέτες εξαιρέθηκαν γυναίκες που ήταν ή σκόπευαν να μείνουν έγκυες ή θήλαζαν, δεν έχουμε δεδομένα σχετικά με πιθανές παρενέργειες των εμβολίων στη γυναικεία γονιμότητα, κύηση, ανάπτυξη εμβρύου μέχρι και την ηλικία απογαλακτισμού. Ακόμα, καθώς τα συστατικά του εμβολίου δεν αναμενόταν να προκαλέσουν γονιδιοτοξικές επιδράσεις δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες γονιδιοτοξικότητας για τα εμβόλια Pfizer και AstraZeneca.

Τα τρία  εμβόλια που μελετήθηκαν έχουν δείξει πολύ υψηλά επίπεδα προστασίας από συμπτωματικές λοιμώξεις COVID-19. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν μετά τη χορήγηση τους εμφανίστηκαν λίγο μετά τον εμβολιασμό  και παρέμειναν για λίγες ημέρες. Σε αυτές συγκαταλέγονται οι τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης (επώδυνη ευαισθησία και ερύθημα) ακολουθούμενη από μη ειδικές συστηματικές παρενέργειες (μυαλγία, ρίγη, κόπωση, κεφαλαλγία και πυρετός). Σε σύγκριση με το εμβόλιο Pfizer- BioNTech, το εμβόλιο Moderna έδειξε υψηλότερη συχνότητα λεμφαδενοπάθειας, ρίγη, αρθραλγία και ναυτία, ιδιαίτερα μετά τη δεύτερη δόση.  Για το εμβόλιο Moderna,  παρατηρήθηκε τοπική  φλεγμονώδης αντίδραση  στο σημείο της ένεσης και σε παρακείμενους ιστούς ή όργανα. Αυτή η υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης αντιδραστικών συμβαμάτων στο εμβόλιο Moderna μπορεί να σχετίζεται με τη μεγαλύτερα ποσότητα mRNA που περιέχει συγκριτικά με εκείνη στο εμβόλιο της Pfizer (100 μg  έναντι 30 μg mRNA). Αντίθετα, οι σοβαρές ανεπιθύμητες παρενέργειες σε διαφορετικά όργανα / συστήματα  που εντοπίστηκαν στην κλινική δοκιμή φάσης 3 ήταν αρκετά ασυνήθιστες και ως επί το πλείστον ισάριθμες μεταξύ των ομάδων που έλαβαν εικονικό εμβόλιο και εκείνων που εμβολιάστηκαν με ένα από τα τρία εμβόλια.

Εξακολουθούν να απουσιάζουν δεδομένα από μακροχρόνιες μελέτες, αλληλεπίδρασης αυτών των εμβολίων με άλλα φάρμακα, χρήσης τους κατά την εγκυμοσύνη/θηλασμό, σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα και σε άτομα με συννοσηρότητες  (π.χ.  χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, διαβήτης, χρόνια νευρολογική νόσος ή καρδιαγγειακές, αυτοάνοσες ή φλεγμονώδεις διαταραχές). Ως εκ τούτου, θα χρειαστούν επιπλέον μελέτες παρακολούθησης και επιτήρησης για τη συνέχιση της παρακολούθησης της ασφάλειας των εμβολίων, ώστε να αξιολογηθούν οι πιθανοί κίνδυνοι τέτοιων ανεπιθύμητων παρενεργειών ή ασθενειών.

Ο αριθμός των περιπτώσεων θρόμβωσης που αναφέρθηκαν μετά από εμβολιασμό  με  Vaxzevria  (εμβόλιο AstraZeneca) σε σχέση με το συνολικό αριθμό των ατόμων που εμβολιάστηκαν είναι μικρότερος από τον αριθμό των θρομβώσεων που καταγράφονται στο γενικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα η χορήγηση αυτού του εμβολίου να μην θεωρείται ότι  σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θρομβωτικών επεισοδίων. Ωστόσο, πολύ σπάνιες περιπτώσεις θρόμβωσης  σε συνδυασμό με  θρομβοπενία, και μερικές φορές  αιμορραγία, έχουν αναφερθεί εντός των πρώτων δύο εβδομάδων μετά τον εμβολιασμό  και ιδιαίτερα σε γυναίκες  ηλικίας κάτω των 60 ετών.

Αυτή η σπάνια κατάσταση δεν παρατηρήθηκε στις κλινικές δοκιμές φάσης 3  και συνίσταται σε φλεβική θρόμβωση κόλπων  εγκεφάλου και  φλεβική θρόμβωση κοιλιακών οργάνων, οι οποίες έχουν αναφερθεί  ως ανοσολογική θρομβωτική θρομβοπενία (VITT) προκαλούμενη από το εμβόλιο.

Συγκεκριμένα, αυτή η διαταραχή έχει αναφερθεί μέχρι στιγμής μόνο σε εμβόλια με αδενοϊούς (εμβόλιο Αstra-Zeneca και Johnson & Johnson), αλλά όχι σε εμβόλια mRNA (Pfizer / BioNTech και Moderna). Ωστόσο, ορισμένες περιπτώσεις θρομβοκυτταροπενίας (ιδιαίτερα ανοσολογικής θρομβοπενίας) που σχετίζονται με αιμορραγία βλεννογόνων έχουν αναφερθεί μετά τη χορήγηση εμβολίων mRNA. Η εκτιμώμενη  επίπτωση αυτής της σπάνιας ανεπιθύμητης  ενέργειας είναι  περίπου 1 στα 100.000 άτομα  ηλικίας κάτω των 60 ετών.

Tα διαθέσιμα στοιχεία  δεν επέτρεψαν την αναγνώριση συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου. Ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί μια αιτιώδης σχέση για το vaxzevria, αυτή η σοβαρή κατάσταση χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Συνεπώς, ο EMA συνέστησε να αναφέρονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες του Vaxzevria ως πολύ σπάνιες. Η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) συνέστησε στις 13/04/2021 να σταματήσει προσωρινά η χρήση του εμβολίου Johnson & Johnson μετά από αναφορές έξι περιπτώσεων θρόμβωσης εγκεφαλικού φλεβικού κόλπου σε γυναίκες κάτω των 50 ετών, μεταξύ 7 εκατομμυρίων περίπου ατόμων που έλαβαν το εμβόλιο στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι εμβολιασμοί διεξάγονται σε διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο των κλινικών δοκιμών φάσης 3, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη ομάδα ελέγχου (με εικονικό εμβόλιο). Ως εκ τούτου, κάθε νέα σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια που μπορεί να συμβεί λίγο μετά τον εμβολιασμό πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με το ιατρικό ιστορικό των ασθενών, τις τρέχουσες και προηγούμενες θεραπείες και τη διερεύνηση του γενετικού υποβάθρου.

Σε αντίθεση με τις περιορισμένες ενδείξεις σοβαρών ανεπιθύμητων επιπλοκών των εμβολίων για τη COVID-19, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι συνέπειες για την υγεία εκτείνονται πολύ μακρύτερα από την οξεία λοίμωξη COVID-19  (επίμονη μορφή COVID-19, σύνδρομο μετά την οξεία φάση COVID-19 ή καθυστερημένα ξεσπάσματα της νόσου) όπως αναφέρθηκε σε ασθενείς που παρακολουθήθηκαν 9 μήνες μετά την ασθένεια. Περίπου το 30% ανέφερε επίμονα συμπτώματα, παρά την ήπια ασθένεια.

Συμπερασματικά, αν και οι αναφερόμενες παρενέργειες των εμβολίων μπορεί να προκαλούν ανησυχία, οι σοβαρές φαίνεται να είναι σχετικά σπάνιες. Έτσι, τα οφέλη και οι πιθανοί κίνδυνοι των υπαρχόντων εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2, πρέπει να σταθμίζονται για κάθε άνθρωπο από το γιατρό του έναντι της πραγματικής πιθανότητας προσβολής από την ασθένεια και ανάπτυξης βραχυπρόθεσμων αλλά και μακροπρόθεσμων επιπλοκών. Όλα αυτά χρειάζεται να αξιολογούνται στη  βάση των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, χωρίς προκαταλήψεις. Δεδομένου του υψηλού δημόσιου ενδιαφέροντος και του κοινωνικού συναγερμού που προκαλούν αυτές οι πληροφορίες όταν εμφανίζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι επαγγελματίες υγείας και οι υγειονομικές αρχές πρέπει να ενημερώνουν επαρκώς και έγκαιρα τον πληθυσμό για ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα, όπως είναι η νόσος  COVID-19.

* O Αριστείδης Τσατσάκης είναι καθηγητής Τοξικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το 2020 συμπεριλήφθηκε στη λίστα Highly Cited Researchers του Thomson Reuters με 939 δημοσιεύσεις και 13.148 αναφορές.

Ο Antonio Hernandez Jerez είναι καθηγητής Τοξικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδας στην Ισπανία.