Η κυβέρνηση Μπάιντεν αρνείται να χρησιμοποιήσει τον όρο «κρίση», προτιμάει τον πιο ουδέτερο «πρόκληση». Γεγονός είναι όμως πως την άφιξη του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ακολούθησε μια νέα μεταναστευτική εισροή στις ΗΠΑ, πρωτίστως από χώρες της Κεντρικής Αμερικής, μέσω των συνόρων με το Μεξικό. Περισσότεροι από 10.000 ασυνόδευτοι ανήλικοι, τους οποίους η νέα κυβέρνηση αρνείται να στείλει πίσω – όπως κάνει με τους περισσότερους ενηλίκους και τις οικογένειες – επικαλούμενη ανθρωπιστικούς λόγους, έχουν καταγραφεί μέσα σε έναν μήνα. Οι μισοί και πλέον παραμένουν σε κέντρα υποδοχής στην κοιλάδα του Ρίο Γκράντε, με την πανδημία να δυσκολεύει περαιτέρω την κατάσταση. Και φυσικά, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Ντόναλντ Τραμπ, σπεύδει να αξιοποιήσει αυτή την ένταση στα σύνορα.

«Το μόνο που είχαν να κάνουν», αποφάνθηκε προχθές ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, «ήταν να διατηρήσουν στον αυτόματο πιλότο ένα σύστημα που λειτουργεί καλά. Αντί για αυτό, μέσα σε μόλις μερικές εβδομάδες, η κυβέρνηση Μπάιντεν μετέτρεψε έναν εθνικό θρίαμβο σε εθνική καταστροφή». Ο «εθνικός θρίαμβος» για τον οποίο έκανε λόγο ήταν μια μεταναστευτική πολιτική ακραία αποτρεπτική, με το διαβόητο πια «τείχος» στα σύνορα με το Μεξικό, που παραμένει μισοτελειωμένο, και τον βεβιασμένο χωρισμό οικογενειών μεταναστών που αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει ο Τραμπ μπροστά στον σάλο. «Ηθική και εθνική ντροπή» έχει χαρακτηρίσει ο διάδοχός του στον Λευκό Οίκο την τακτική αυτή. Οταν ανέλαβε καθήκοντα, τον Ιανουάριο, αναζητούνταν ακόμη οι γονείς 600 παιδιών.

Καταγγέλλοντας μια «τρελή» μεταναστευτική πολιτική, η οποία έκανε τους επίδοξους μετανάστες να στοιβάζονται από τη μεξικανική πλευρά των συνόρων, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε αμέσως μια ολική και φιλόδοξη μεταρρύθμιση, που θα περιλαμβάνει και μαζική οικονομική στήριξη για τις κοινωνίες των πολιτών στις χώρες αφετηρίας. Στο μεταξύ, τα σύνορα παραμένουν επισήμως κλειστά. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν παύουν να το τονίζουν αυτό, στα αγγλικά και στα ισπανικά, χωρίς ωστόσο να επηρεάζουν κατά τα φαινόμενα την αποφασιστικότητα των επίδοξων μεταναστών. Πέρα από τα κέντρα υποδοχής που προϋπήρχαν και τους καταυλισμούς που δημιουργήθηκαν, χρειάστηκε μεταξύ άλλων να μετατραπεί σε χώρο φιλοξενίας ένα συνεδριακό κέντρο του Ντάλας. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Καταστάσεων Εκτακτης Ανάγκης (FEMA) – ένας κυβερνητικός οργανισμός που κινητοποιείται συνήθως ύστερα από φυσικές καταστροφές – κλήθηκε σε βοήθεια. Τα παιδιά που κρατούνται σε αυτά τα κέντρα, και τα οποία δεν πρέπει κανονικά να παραμένουν εκεί για περισσότερες από 72 ώρες, δέχθηκαν την επίσκεψη δικηγόρων. Επιτόπου έσπευσε και μια αντιπροσωπεία του Κογκρέσου, προκειμένου να αξιολογήσει τις – σπαρτιάτικες, συνήθως – συνθήκες.

Συνέβαλε σε αυτή την κατάσταση η αλλαγή ύφους στον Λευκό Οίκο; «Δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο στο γεγονός ότι άνθρωποι θέλουν να έρθουν στις ΗΠΑ» λέει στον ειδικό απεσταλμένο της γαλλικής εφημερίδας «Le Monde» η αδελφή Νόρμα Πίμεντελ, από τη φιλανθρωπική οργάνωση Catholic Charities, υπεύθυνη για ένα κέντρο προσωρινής φιλοξενίας στην πόλη Μακάλεν, «η αλήθεια όμως είναι πως η συμπονετική ρητορική του νέου προέδρου μπορεί να έπαιξε έναν ρόλο». «Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τη χώρα, την οικογένεια και τους φίλους τους», αντιτείνει η δικηγόρος Νόρμα Χερέρα, «κινούνται πάντα περισσότερο με βάση τα όσα συμβαίνουν στην πατρίδα τους παρά τα όσα μπορεί να λέμε εδώ. Αν αποφασίσουν να αψηφήσουν όλους τους κινδύνους που ενέχει το ταξίδι προς τα σύνορα, είναι πρωτίστως για να ξεφύγουν από μια ανυπόφορη κατάσταση» προσθέτει, επισημαίνοντας τη βία των συμμοριών ή και τις επιπτώσεις των κυκλώνων που ενέσκηψαν στην Κεντρική Αμερική το φθινόπωρο του 2020.

Οι Ρεπουμπλικανοί όμως σπεύδουν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση προκειμένου να καταγγείλουν τον Τζο Μπάιντεν ως έναν αδύναμο πρόεδρο, ανήμπορο να προστατεύσει την ασφάλεια των ΗΠΑ. Αφού ακολούθησε κατά γράμμα το προκαθορισμένο της πρόγραμμα, από τις 20 Ιανουαρίου και εξής, η νέα Δημοκρατική κυβέρνηση βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με την πρώτη της κρίση. Αν διαρκέσει, θα μπορούσε να επισκιάσει τα πρώτα επιτεύγματά της – την ψήφιση ενός γιγάντιου πακέτου στήριξης της οικονομίας και την αποτελεσματικότητα της εμβολιαστικής εκστρατείας κατά της COVID-19.