«Κύριοι, νομίζω ότι μόλις κάνατε την πρώτη σας νούμερο 1 επιτυχία».

Ήταν 26 Νοεμβρίου 1962. Τέσσερις νεαροί από το Λίβερπουλ, όλοι τους μεταξύ 20 και 23 ετών, οι Beatles, είχαν μόλις ολοκληρώσει την ηχογράφηση του πρώτου τους άλμπουμ, με τίτλο «Please Please Me», που κυκλοφόρησε σαν σήμερα, στις 22 Μαρτίου 1963.

Η «επανάσταση» των Βeatles που θα κυρίευε ολόκληρο τον πλανήτη είχε ήδη ξεκινήσει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν γράφτηκαν πολλές αναλύσεις και αφιερώματα για το «φαινόμενο Beatles», όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κυρίως οι πρώτες αντιδράσεις του ευρωπαϊκού τύπου.

Μια τέτοια είναι και η ανάλυση του Observer όπως την παρουσίασε κατ’ αποκλειστικότητα, «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 17ης Νοεμβρίου 1963.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.11.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Λονδίνον, Νοέμβριος. Τέσσαρες νεαροί με φουντωμένα μαλλιά που πέφτουν εις το μέτωπο και με την επαγγελματική επωνυμία «Μπητλς» – παραλλαγή της λέξεως που σημαίνει «Σκαθάρια» – προκαλούν έναν άνευ προηγουμένου συναγερμό μεταξύ των νέων της Βρετανίας.

»Οι Μπήτλς παίζουν κιθάρες και τύμπανα και ουσιαστικά αποτελούν τους πρωτοπόρους μιας πρωτογόνου, κατά κάποιο τρόπο, τζαζ από την οποίαν προήλθε ο σπασμωδικός χορός “Γουώκ”.

»Τεράστια πλήθη συγκεντρώνονται έξω από τα θέατρα όπου τραγουδούν και η διεύθυνσις των ξενοδοχείων όπου διαμένουν, στις περιοδείες των, τηρείται μυστική σαν να επρόκειτο για κανένα απόρρητο ασφαλείας.

(…)

»Παρόμοιο φαινόμενο δεν είχε σημειωθή ποτές εις την Βρετανία. Τα κορίτσια λιποθυμούν, ξεφωνίζουν με δάκρυα, ποδοπατούνται κάθε φορά που επιχειρούν να προμηθεύουν ένα εισιτήριο για μια παράστασή τους»

(…)

Εις την ουσία, οι Μπητλς δεν αποτελούν μόνο ένα φαίνομενο, όπως ήταν, επί παραδείγματι ο Έλβις Πρίσλεϋ ή ο Τζόννυ Ραίη, που ξεσήκωναν επίσης διαδηλώσεις σε κάθε τους εμφάνισι. Είναι παραλλήλως και οι εμπνευσταί και “ηγέται” της λατρείας των “μοντερνιστών”,  δηλαδή των νεαρών που ντύνονται κατά ένα ωρισμένο τρόπο, έχουν μια ωρισμένη ηλικία και, κυρίως, λατρεύουν, μέχρις υστερισμού τους Μπητλς…»

Πώς ξεκίνησαν

«Οι τέσσερις αυτοί νεαροί εξεκίνησαν από το Λίβερπουλ, όπου τραγουδούσαν, σ’ ένα μικρό και άσημο κέντρο, τη «Σπηλιά». Τους ανεκάλυψεν ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος δίσκων της πόλεως, ο Μπράιαν Επστάιν».

Όπως περιγράφει ο Επστάιν, όλα ξεκίνησαν από το ερώτημα ενός νεαρού που μπήκε στο δισκοπωλείο του.

«Κάποτε ήλθε εις το κατάστημά μου ένας νεαρός και με ηρώτησε εάν είχα δίσκους των Μπητλς. Μου ήτο τελείως άγνωστον το όνομα αυτό και, φυσικά, δεν είχα ούτε τον παραμικρό δίσκο.

»Μετά από λίγες ημέρες, όμως, ο νεαρός ξαναήλθε με εκέντρισε και έγραψα σε μια μεγάλη εταιρεία δίσκων του Λονδίνου, ζητώντας σχετικές πληροφορίες. Σε λίγες ημέρες ήλθε η απάντησι: ΟΙ Μπητλς, με πληροφορούσε η εταιρεία, ήσαν ένα τραγουδιστικό συγκρότημα, που είχεν έδρα του το Λίβερπουλ.

»Μετά την πρώτη μου έκπληξι, ανεκάλυψα τη «Σπηλία» και είχα την πρώτη μου συνάντησι με τος Μπητλς. Τα μαλλιά τους ήσαν βρώμικα και φοβερά μακριά. Φορούσαν “μπλου – τζηνς” και πέτσινα σακκάκια. Αλλά τραγουδούσαν καλά.

»Ο Επστάϊν φρόντισε να φέρη εις επαφήν τους τέσσερις νεαρούς με τον αντιπρόσωπο μιας εταιρείας του Λονδίνου. Αυτός τους έδερε εις την πρωτεύουσα για μερικές δοκιμαστικές εγγραφές, που δεν είχαν και τόση μεγάλη επιτυχία.

(…)

»Με την παραμικρότερη αγγελία εμφανίσεώς των, χιλίαδες νεαρών τρέχουν με φανατισμό να τους ακούσουν.

(…)

»Οι Μπητλς με τα μακριά πάντοτες μαλλιά τους, που πέφτουν επάνω στο μέτωπό τους με τόση χάρι, ώστε να γίνουν συντομώτατα και αυτά μόδα για τους οπαδούς τους παίρνουν την επιτυχία τους με, έστω φαινομενική, ηρεμία.

«Αισθάνομαι πλουσιώτερος και κολακευμένος για την επιτυχία μας, είπε προ ημερών άς από τους τέσσερις τραγουδιστές. Πάντοτε με συγκινούν τα δώρα που μας στέλνουν συνεχώς οι θαυμασταί μας. Οι θαυμασταί μας αυτοί είναι εκείνοι που μας κρατούν.

»Πολλοί πιστεύουν ότι είμαστε ιδιοκτησία τους, μέχρι δε ενός ωρισμένου σημείου έχουν δίκιο. Γιατί την ημέρα που θα μας εγκαταλείψουν, δεν θα ξέρω πως θα πληρώνω το ουίσκυ και τα 20 τσιγάρα που καπνίζω την ημέρα…»

Οι Beatles όμως σύντομα ξεπέρασαν τα όρια ενός ιδαίτερα δημοφιλούς μουσικού συγκροτήματος.

«Οι χιλιάδες των θαυμαστών αυτών, πάντως, δεν περιορίζονται εις το να συρρέουν στις συναυλίες των Μπητλς μόνον. Έχουν αναγάγει το τραγουδιστικό αυτό συγκρότημα εις ένα είδος προτύπου αρχηγού οι νεαροί και οι νεαρές της σημερινής Αγγλίας και βρίσκουν μια διέξοδο για τον άμετρο θαυμασμό τους, λατρεύοντας τους με πραγματικό φανατισμό. Οι “μοντερνισταί”,  όπως λέγονται, έχουν παραλλήλως φροντίσει να θέσουν ωρισμένους κανόνες, όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να συγκεντρώνη ένα νέο μέλος της τάξεώς τους.

(…)

»Οι νεαροί έχουν, βεβαίως, τους ιδικούς τους χορούς και τις ιδικές τους ιδέες. Μέσα σ’ αυτές βρίσκεται ουσιαστικά η κυρία αιτία της δημιουργίας όλης της λατρείας των Μπητλς. Η φυγή. Φυγή από την καθημερινή ρουτίνα, την οποίαν όλοι ανεξαιρέτως συναντούν εις το οικογενειακόν τους περιβάλλον, εις τους γονείς, τους συγγενείς και εις πολλούς από τους φίλους».