Ενισχυμένη ομάδα δράσης με περίπου 90 αστυνομικούς – ένοπλους φρουρούς και άνδρες της ασφάλειας με πολιτικά – αποκλειστικής απασχόλησης, οι οποίοι θα λάβουν ειδική εκπαίδευση και θα φροντίζουν συνεχώς να ενημερώνουν το επιχειρησιακό κέντρο της ΕΛ.ΑΣ. για ό,τι συμβαίνει στις αποβάθρες των 64 σταθμών του μετρό και του ΗΣΑΠ, ενεργοποιείται τις επόμενες ημέρες. Ταυτόχρονα, μελετάται η «ενοποίηση» σε αυτό το σχήμα φρούρησης και των 20 υπαλλήλων ασφαλείας της ΣΤΑΣΥ, ενώ ίσως επαναληφθούν παλαιότερες ασκήσεις προσομοίωσης, με διάφορα σενάρια, εντός και εκτός συρμών. Ανάμεσα σε αυτά η αντιμετώπιση επιθετικής συμπεριφοράς επιβατών, η διαχείριση άλλης μορφής επεισοδίων, ο εντοπισμός ύποπτων ατόμων κ.ο.κ.

Η παρουσία αυτής της μονάδας φρούρησης στον υπόγειο της Αθήνας, όπου καθημερινά κινούνται περίπου 1.000.000 επιβάτες, θεωρείται ζωτικής σημασίας στο σύστημα αστυνόμευσης της πρωτεύουσας. Μάλιστα, έρχεται σε συνέχεια σχετικής εξαγγελίας του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Καραμανλή αλλά και από την ανάλυση όσων συνέβησαν στις 13 Ιανουαρίου στον σταθμό της Ομόνοιας, με τον άγριο ξυλοδαρμό του 53χρονου υπαλλήλου της ΣΤΑΣΥ από δύο ανηλίκους.

Προβλήματα

Στελέχη του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη διαπίστωσαν ότι η επίθεση στον σταθμάρχη ανέδειξε σειρά προβλημάτων σε ζητήματα ασφαλείας στον ιδιαίτερα «ευαίσθητο» χώρο του μετρό: αφενός, η επίθεση δεν έγινε αμέσως αντιληπτή από όσους επέβλεπαν το ηλεκτρονικό σύστημα επιτήρησης. Αφετέρου, οι υπεύθυνοι δεν κατάλαβαν ότι εκείνος που δεχόταν τα σφοδρά χτυπήματα ήταν υπάλληλος της ΣΤΑΣΥ, θεωρώντας αρχικά ότι πρόκειται περί συμπλοκής μεταξύ θερμόαιμων, ενώ υπήρξε σύγχυση για τη διαδρομή που ακολούθησαν οι δύο νεαροί δράστες κατά τη διαφυγή τους από τον σταθμό. Ετσι διαπιστώθηκε με καθυστέρηση ότι κινήθηκαν προς τον σταθμό του ΗΣΑΠ στην Ομόνοια και εξήλθαν από το δίκτυο των συρμών στο Μοναστηράκι, χωρίς κανείς να επιχειρήσει να τους συλλάβει. Κι αυτό γιατί επικρατούσε γενική σύγχυση και δεν υπήρχε δίαυλος επικοινωνίας με τους αστυνομικούς που βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας προκειμένου να κατευθυνθούν στο σημείο όπου κινήθηκαν οι δράστες.

Στελέχη της Κατεχάκη αναφέρουν στα «ΝΕΑ» ότι «πολλοί υπάλληλοι του μετρό και του ΗΣΑΠ είχαν ακολουθήσει προς εξαετίας δεκάδες ασκήσεις προσομοίωσης σε διάφορα συμβάντα, ανάμεσα στα οποία και η αντιμετώπιση επίθεσης επιβάτη (πιθανόν από άτομο που δεν είχε πληρώσει εισιτήριο). Στις ασκήσεις αυτές συστηνόταν στους ελεγκτές να αποφεύγουν να συμμετάσχουν σε εντάσεις ή προστριβές με επιβάτες και να περιμένουν να φτάσει αστυνομική δύναμη στο σημείο. Υποδείξεις που δεν φαίνεται να ακολούθησε πλήρως ο 53χρονος υπάλληλος που χτυπήθηκε άγρια».

Αστυνομία Μεταφορών

Εξάλλου, την περίοδο 2012-2014 το υπουργείο Μεταφορών σε συνεργασία με στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. είχε μελετήσει τη σύσταση Ειδικής Αστυνομίας Μεταφορών. Το σχέδιο προέβλεπε ότι το αστυνομικό αυτό σώμα θα υπαγόταν μεν υπηρεσιακά στην ΕΛ.ΑΣ., ωστόσο θα είχε μοναδικό τομέα ελέγχου το δίκτυο του μετρό και του ΗΣΑΠ, με τη συνεργασία 300 security που απασχολούνταν τότε στους εν λόγω φορείς. Η εκπαίδευσή τους στη διαχείριση ατυχημάτων, συμπλοκών, κλοπών, ένοπλων επιθέσεων ή ακόμη και απόπειρας αυτοκτονίας θα πραγματοποιούνταν από το Κέντρο Μελετών Ασφαλείας του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Ομως το επιχειρησιακό σχέδιο ατόνησε επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Από τον Αύγουστο του 2019, η νέα ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, παρ’ όλα αυτά, προχώρησε στην τοποθέτηση συνολικά 76 αστυνομικών στους 64 σταθμούς του δικτύου μετρό – ΗΣΑΠ της πρωτεύουσας, με τους αστυνομικούς αυτούς να υπάγονται υπηρεσιακά στα οικεία αστυνομικά τμήματα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η παρουσία τους να μην είναι μόνιμη, να απορροφώνται ταυτόχρονα σε άλλα καθήκοντα και η εποπτεία του δικτύου να μην είναι πυκνή. Τώρα, στον απόηχο και του βίαιου περιστατικού, έχει αποφασιστεί αυτή η αστυνομική δύναμη να ενισχυθεί, να προσηλωθεί αποκλειστικά στον στόχο της φρούρησης των σταθμών, με πρότερη ειδική εκπαίδευση επ’ αυτού του σκοπού. Τέλος, κύριο μέλημά τους θα είναι να δίνεται άμεσα εικόνα όσων συμβαίνουν στη ΓΑΔΑ, ώστε να κινητοποιούνται άμεσα περιφερειακές δυνάμεις που θα εντοπίζουν υπόπτους ή θα επεμβαίνουν σε άλλες περιπτώσεις.