«Η φιλανθρωπία είναι αξιέπαινη, αλλά δεν πρέπει να κάνει τον φιλάνθρωπο να παραβλέπει τις συνθήκες οικονομικής αδικίας που καθιστούν τη φιλανθρωπία απαραίτητη», έγραφε το μακρινό 1963 στο βιβλίο του «Η δύναμη της αγάπης» ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Και αυτό ακούγεται πιο επίκαιρο από ποτέ στα τέλη του 2020, σε μία περίοδο οικονομικά δύσκολη για τους πολλούς, κατά την οποία όμως οι πλούσιοι γίνονται ακόμα πλουσιότεροι. O Τζεφ Μπέζος, για παράδειγμα, ο ιδρυτής της Amazon, και πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο: είδε την περιουσία του να αυξάνεται στη διάρκεια της πανδημίας κατά 90,1 δισεκατομμύρια δολάρια, φτάνοντας τα 203,1 δισεκατομμύρια. Και είναι ο μοναδικός από τους πέντε πλουσιότερους Αμερικανούς που δεν έχει αγκαλιάσει την Giving Pledge, την πρωτοβουλία που ανέλαβαν προ δεκαετίας ο Μπιλ Γκέιτς και ο Ουόρεν Μπάφετ ώστε να ενθαρρύνουν τους ομοίους τους να διαθέσουν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Σημαντικά πλουσιότερη έγινε στη διάρκεια της πανδημίας και η πρώην σύζυγος του Μπέζος, η Μακένζι Σκοτ – αυτή όμως χαρακτηρίστηκε πρόσφατα από τους Times «η πιο γενναιόδωρη γυναίκα στον κόσμο».

H Μακένζι Σκοτ ήταν παντρεμένη με τον Τζεφ Μπέζος από το 1993 έως το 2019 – οπότε το National Enquirer αποκάλυψε την παράλληλη σχέση του συζύγου και πατέρα των τεσσάρων παιδιών της με τη Λορίν Σάντσες, μία πρώην τηλεοπτική παρουσιάστρια. Ο διακανονισμός του διαζυγίου τους προέβλεπε πως θα λάμβανε 35,6 δισ. δολάρια σε μετοχές της Amazon: η περιουσία της αυξήθηκε λοιπόν στη διάρκεια της πανδημίας κατά 29,7 δισ., φτάνοντας τα 65,7 δισεκατομμύρια. Τον περασμένο Ιούλιο, ωστόσο, η Σκοτ – που είχε προσχωρήσει προ πανδημίας στη Living Pledge – αποκάλυψε πως είχε δωρίσει 1,7 δισ. σε 116 φιλανθρωπικές οργανώσεις. «Δεν υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό μου πως η προσωπική περιουσία του οποιουδήποτε είναι προϊόν μιας συλλογικής προσπάθειας και κοινωνικών δομών που παρουσιάζουν ευκαιρίες σε κάποιους και εμπόδια σε αναρίθμητους άλλους», είχε δηλώσει τότε, υποσχόμενη να συνεχίσει να δωρίζει «μέχρι να αδειάσει το χρηματοκιβώτιο».

Προ ημερών, η 50χρονη Σκοτ είπε πως αποφάσισε να «επιταχύνει» την όλη διαδικασία: τους τέσσερις τελευταίους μήνες δώρισε άλλα 4,2 δισ. δολάρια σε 384 οργανώσεις ανά τις ΗΠΑ και το Πουέρτο Ρίκο, φτάνοντας τις συνολικές δωρεές της σε περίπου έξι δισ. δολάρια. «Αυτή η πανδημία», σημείωσε σε ένα ποστ με τίτλο «384 Τρόποι να Βοηθήσουμε», «έχει λειτουργήσει σαν μια μπάλα κατεδάφισης για τις ζωές των Αμερικανών που ήδη δυσκολεύονταν. Τόσο οι οικονομικές απώλειες όσο και οι επιπτώσεις στην υγεία είναι χειρότερες για τις γυναίκες, τις μειονότητες και τους ανθρώπους που ζουν μέσα στη φτώχεια. Στο μεταξύ, έχει αυξήσει σημαντικά τον πλούτο των δισεκατομμυριούχων».

Η Μακένζι Σκοτ αποφεύγει πια τις συνεντεύξεις. Ο δημοσιογράφος των Times Ρις Μπλέικλι, όμως, της είχε μιλήσει το 2013, όταν εκείνος ήταν ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στις ΗΠΑ κι εκείνη ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Μπέζος. Ποτέ άλλοτε, επισημαίνει, δεν έχει γνωρίσει στη ζωή του «δισεκατομμυριούχο φαινομενικά τόσο αδιάφορο απέναντι στον πλούτο και τα λούσα του». Κόρη ενός οικονομικού συμβούλου και μιας νοικοκυράς, μεγαλωμένη στο Σαν Φρανσίσκο, η Σκοτ υπήρξε μαθήτρια της σπουδαίας Τόρι Μόρισον στο Πρίνστον – και ο μόνος λόγος που έπιασε δουλειά στα 23 της στο hedge fund όπου γνωρίστηκε με τον Μπέζος ήταν για να στηρίξει οικονομικά το συγγραφικό της πάθος. Το προφίλ της ως συγγραφέως στην Amazon αναφέρει πως «έχει κάνει ποικίλες δουλειές, μεταξύ άλλων ως λαντζέρισσα, σερβιτόρα, πωλήτρια ρούχων, ταμίας σε ντελικατέσεν, υπεύθυνη υποδοχής σε εστιατόριο, επιτηρήτρια σε βιβλιοθήκη, προγυμνάστρια, νταντά και βοηθός έρευνας για την Τόνι Μόρισον» – ούτε λέξη για τον γάμο της ή τον ρόλο που έπαιξε ώστε να δημιουργήσει ο Μπέζος τη μεγαλύτερη διαδικτυακή εταιρεία πωλήσεων.