Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο αποφαίνονται σήμερα σχετικά με την τύχη, που θα έχουν οι ακανθώδεις διαπραγματεύσεις τους για την εποχή μετά το Brexit, και αναμένεται είτε να διαπιστώσουν μια αποτυχία με βαριές συνέπειες είτε να κρίνουν πως μια συμφωνία εξακολουθεί να είναι δυνατή, είκοσι μόλις ημέρες πριν από την οριστική ρήξη.

Κανένα σενάριο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, περιλαμβανομένης της απροσδόκητης ανακοίνωσης ενός συμβιβασμού, καθώς αυτές οι τεταμένες συνομιλίες, οι οποίες περιλάμβαναν μπλόφες και καταληκτικές προθεσμίες που δεν τηρήθηκαν, ήταν πλούσιες σε διακυμάνσεις αφότου άρχισαν τον Μάρτιο.

Όμως η τάση χθες, Σάββατο, το βράδυ έμοιαζε αρνητική. «Στη σημερινή κατάσταση, η προσφορά της ΕΕ παραμένει μη αποδεκτή», δήλωσε βρετανική κυβερνητική πηγή ενώ οι συνομιλίες συνεχίζονταν στις Βρυξέλλες και μπορεί να συνεχίζονταν και σήμερα.

«Οποιαδήποτε συμφωνία πρέπει να είναι δίκαιη και να σέβεται τη θεμελιώδη θέση, σύμφωνα με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι μέσα σε τρεις εβδομάδες ένα κυρίαρχο έθνος», πρόσθεσε η πηγή.

Σε μια ένδειξη ενίσχυσης της έντασης, ο βρετανός υπουργός Άμυνας ανακοίνωσε την παραμονή αυτής της νέας προθεσμίας πως σκάφη του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού είναι έτοιμα να προστατεύσουν τις εθνικές ζώνες αλιείας, στις οποίες θα μπορούσαν να υπάρξουν εντάσεις σε περίπτωση που δεν συναφθεί συμφωνία.

Η απόφαση για τη συνέχιση ή όχι των συνομιλιών θα ληφθεί από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον έπειτα από τηλεφωνική συνομιλία τους σήμερα, υπό το φως των τελευταίων διαπραγματεύσεων, οι οποίες μπορεί να συνεχισθούν εντός της ημέρας.

Αδύνατος συμβιβασμός

Οι δύο ηγέτες επιχειρούν εδώ και ημέρες να ξεμπλοκάρουν σε πολιτικό επίπεδο τις συνομιλίες, οι οποίες βρίσκονται σε αδιέξοδο.

Στη διάρκεια δείπνου το βράδυ της Τετάρτης στις Βρυξέλλες, το μόνο που μπόρεσαν ήταν να διαπιστώσουν και πάλι πως οι θέσεις τους «απέχουν πολύ μεταξύ τους».

Έδωσαν ωστόσο στον εαυτό τους άλλη μια ευκαιρία: επιπλέον τρεις ημέρες διαπραγματεύσεων για να βρεθεί μια συμφωνία, πριν από μια «οριστική απόφαση» την Κυριακή.

Έκτοτε συναγωνίσθηκαν σε απαισιοδοξία, με τον Τζόνσον να εκτιμά πως μια αποτυχία είναι «πολύ, πολύ πιθανή» και την φον ντερ Λάειν να κρίνει πως είναι «λιγοστές» οι ελπίδες για μια συμφωνία.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε την Πέμπτη στη δημοσιότητα επείγοντα μέτρα για τη συνέχιση, σε περίπτωση «no deal», της αεροπορικής κυκλοφορίας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ για έξι μήνες, καθώς και για την αμοιβαία πρόσβαση στα ύδατα αλιείας για έναν χρόνο.

Τα μέτρα αυτά, τα ζητούσαν τα κράτη μέλη, τα οποία προσπαθούν εδώ και μήνες να παραμείνουν ενωμένα πίσω από τον διαπραγματευτή τους, τον Μισέλ Μπαρνιέ.

Σύμφωνα με υψηλόβαθμο ευρωπαίο αξιωματούχο, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ αρνήθηκαν μάλιστα για τον λόγο αυτό την περασμένη Δευτέρα να συνομιλήσουν καθένας τους χωριστά με τον Μπόρις Τζόνσον.

Παρά τις όλο και πιο εντατικές συνομιλίες, ο συμβιβασμός μοιάζει αδύνατος ανάμεσα στους Βρετανούς, οι οποίοι θέλουν να ανακτήσουν πλήρη εμπορική ελευθερία, και τους Ευρωπαίους, που θέλουν να προστατεύσουν την τεράστια αγορά τους.

Το μόνο βέβαιο είναι πως το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο αποχώρησε επισήμως από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου, θα εγκαταλείψει οριστικά την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση στις 31 Δεκεμβρίου.

«Βρετανική κυριαρχία»

Χωρίς εμπορική συμφωνία, οι ανταλλαγές του με την ΕΕ θα γίνονται βάσει μόνο των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που είναι συνώνυμοι με τελωνειακούς δασμους και ποσοστώσεις, με κίνδυνο ένα νέο σοκ για οικονομίες οι οποίες έχουν ήδη γίνει ευάλωτες εξαιτίας του κορονοϊού.

Οι συζητήσεις σκοντάφτουν σε τρία θέματα: την πρόσβαση των ευρωπαίων αλιέων στα βρετανικά ύδατα, τον τρόπο διευθέτησης των διαφορών στο πλαίσιο της μελλονικής συμφωνίας και κυρίως τις προϋποθέσεις που οι Ευρωπαίοι απαιτούν ώστε να αποφευχθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός.

Η ΕΕ είναι έτοιμη να προσφέρει στο Λονδίνο πρόσβαση χωρίς τελωνειακούς δασμούς ούτε ποσοστώσεις στην τεράστια αγορά της. Όμως θέλει στην περίπτωση αυτή να εξασφαλίσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα επιδοθεί σε ντάμπινγκ παραμερίζοντας περιβαλλοντικές, κοινωνικές ή δημοσιονομικές προδιαγραφές ή τους κανόνες για τις κρατικές αρωγές.

Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θέλει να μπορεί να προχωρήσει γρήγορα σε αντίμετρα, όπως τελωνειακούς δασμούς, χωρίς να περιμένει να κριθεί η διένεξη στο πλαίσιο μιας κλασικής διαδικασίας διαιτησίας, ώστε να προστατεύσει τις επιχειρήσεις της. Το Λονδίνο είναι σταθερά αντίθετο σε κάτι τέτοιο.

«Η υπεράσπιση της ενιαίας αγοράς είναι κόκκινη γραμμή για την ΕΕ», υπογράμμισε ευρωπαϊκή πηγή. «Αυτό που προτείναμε στο Ηνωμένο Βασίλειο σέβεται τη βρετανική κυριαρχία. Μπορεί να είναι η βάση μιας συμφωνίας».