Και ενώ στα βόρεια σύνορα της χώρας σηκώνεται το δεύτερο κύμα πανδημίας αφαιρώντας ανθρώπινες ζωές, το κεντρικό ερώτημα είναι κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να ορθώσει τείχος προστασίας εν μέσω τουριστικής περιόδου. Ο επίκουρος καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκας Μαγιορκίνης απαντά στο κρίσιμο αυτό ερώτημα, αναλύοντας τους κινδύνους αλλά και τα μέτρα προστασίας, μιλώντας στα «ΝΕΑ».

«Ο έλεγχος που διεξάγεται στις πύλες εισόδου της χώρας μπορεί να ρίξει τον κίνδυνο κατά 30%-40% και όπως διαπιστώνουμε στην πράξη, εντοπίζονται εγκαίρως αρκετά από τα εισαγόμενα κρούσματα» σημειώνει ο ειδικός, προσθέτοντας ότι μία εβδομάδα μετά το άνοιγμα του τουρισμού δεν έχει υπάρξει αιφνιδιασμός ή σημαντική ανατροπή συγκριτικά με τα όσα ανέμενε η επιστημονική κοινότητα.

«Το επίπεδο επαγρύπνησης πρέπει και είναι υψηλό ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Διαπιστώσαμε ότι το ποσοστό ροής θετικών κρουσμάτων από τη Σερβία ήταν αυξημένο, γι’ αυτό και αποφασίστηκε το κλείσιμο των συνόρων» εξηγεί, επισημαίνοντας ότι αντίστοιχα μέτρα παραμένουν στο τραπέζι εφόσον διαπιστωθεί αντίστοιχη ανάγκη, με τη Βουλγαρία να είναι ήδη στο μικροσκόπιο.

Στη ζυγαριά των αποφάσεων οι επιστήμονες, σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς, συνυπολογίζουν σημαντικές παραμέτρους, όπως είναι το ποσοστό θετικότητας των ταξιδιωτών ανά χώρα προέλευσης, τη σχέση των θετικών κρουσμάτων μεταξύ τους (εφόσον προκύψει ότι τα κρούσματα αφορούν μια οικογένεια ή παρέα, ο συναγερμός αυτόματα μειώνεται), αλλά και την εξέλιξη της πανδημίας όπως καταγράφεται από τα στοιχεία διεθνών οργανισμών.

Πάντως, το μέλος της Επιτροπής εκτιμά ότι το «απαγορευτικό» σε ταξιδιώτες από χώρες όπου παρατηρείται έξαρση, όπως για παράδειγμα συνέβη με τους Σέρβους, θα οδηγήσει σε ικανοποιητικά αποτελέσματα.

O δείκτης R0

Σε κάθε περίπτωση, όταν ο Γκίκας Μαγιορκίνης ξεδιπλώνει το σύνολο της εικόνας που αφορά την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας, επιμένει ότι προς το παρόν η κατάσταση είναι ελεγχόμενη. Και για μία ακόμη φορά κρίσιμος ρυθμιστής αποδεικνύεται ο δείκτης R0.

«Ο βασικός αριθμός αναπαραγωγής είναι στο 0,5, που στην πράξη σημαίνει το εξής: Τα πέντε θετικά κρούσματα θα δώσουν άλλα δύο, ενώ εάν μπούνε στη χώρα δέκα θετικοί, θα μεταδώσουν τη νόσο σε ακόμη τέσσερις. Συνεπώς γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει το κατάλληλο έδαφος για επέκταση της επιδημίας όσο έχουμε χαμηλό αριθμό R0».

Παρ’ όλα αυτά και σύμφωνα με τον Γκίκα Μαγιορκίνη, την κρίσιμη αυτή περίοδο – και για την οικονομία της χώρας – οι συνθήκες επιβάλλουν από όλους μας την ανάληψη ατομικής ευθύνης. «Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να μην αμελούμε τους κανόνες – δηλαδή τη χρήση μάσκας και την τήρηση των αποστάσεων».

Αλλωστε με την αμυντική αυτή στάση, σύμφωνα με τον ίδιο, επιβραδύνεται η έλευση του δεύτερου κύματος που αναμένεται στο μέλλον να χτυπήσει και τη χώρα μας.

Η επόμενη ερώτηση είναι αυτονόητη: Η πρόσφατη απόφαση για κατάργηση των ορίων στον αριθμό ατόμων ανά τραπέζι στα εστιατόρια και της χρήσης μάσκας στα εμπορικά καταστήματα δεν έρχεται σε αντίφαση με την έμφαση που δίνεται στα μέτρα ατομικής προστασίας;

Ο ειδικός απαντά εστιάζοντας στους χώρους υπερμετάδοσης: «Είναι αναγκαίο να μην υπάρχει χαλάρωση σε κομβικά σημεία όπως είναι τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αφενός γιατί η μετάδοση ευνοείται σε κλειστούς χώρους και αφετέρου επειδή το σημαντικό εργαλείο της ιχνηλάτησης καταργείται».

Προσθέτει εντούτοις ότι το πεδίο της υπερμετάδοσης, αν και μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο, παραμένει αστάθμητος παράγοντας με ό, τι αυτό συνεπάγεται εάν οι πολίτες χαλαρώσουν.