Οι ΗΠΑ μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην επίλυση των τριβών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υποστηρίζει ο Μπεν Χάτζες, ανώτατος ειδικός στρατηγικών μελετών στο κέντρο ανάλυσης ευρωπαϊκής πολιτικής (CEPA) με έδρα την Ουάσιγκτον.

Ο αμερικανός πρώην στρατιωτικός με εκτενή εμπειρία στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, όπου υπηρέτησε μάλιστα ως διοικητής των χερσαίων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη και ακολούθως στο Βίσμπαντ ως διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη μέχρι το τέλος του 2017, θεωρεί ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με την Τουρκία στη βάση μακροπρόθεσμης στρατηγικής, που ξεπερνά τα όρια της σημερινής ηγεσίας στην Αγκυρα. Εκτιμά, πάντως, στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ότι η συνεργασία εντός του ΝΑΤΟ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτρέπει υπό μία έννοια «τα χειρότερα» σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο.

Μοντέλο ψυχρού πολέμου

«Το πλαίσιο των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας και της Τουρκίας με την υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ είναι ξεπερασμένο, βασίζεται στο μοντέλο του Ψυχρού Πολέμου όταν τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη συγκράτηση του σοβιετικού ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα. Τα τουρκικά στενά, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη αποτελούσαν ένα αμυντικό σχήμα τριών επιπέδων, που θα μπορούσε να εμποδίσει το σοβιετικό ναυτικό να περάσει στη Μεσόγειο και από εκεί στον Ατλαντικό. Αλλά σήμερα, στο 2020, Ελλάδα και Τουρκία παραμένουν στο κάτω άκρο του νατοϊκού χάρτη, επηρεάζοντας το πώς βλέπουμε τον ρόλο της Τουρκίας» δηλώνει ο Χάτζες.

Επεξηγεί ότι για το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ τα όρια, που διαχωρίζουν το τμήμα των αμερικανικών δυνάμεων Ευρώπης από το κεντρικό αρχηγείο, που έχει την εύθυνη στρατηγικής για τη Μέση Ανατολή, συμπίπτει με τα σύνορα Τουρκίας – Συρίας, υπονοώντας ότι οι αποφάσεις που αφορούν στρατιωτικά τις ΗΠΑ στη Συρία, δεν λαμβάνουν ουσιαστικά υπόψη τον παράγοντα Τουρκία. Στο πλαίσιο αυτό φέρνει ως παράδειγμα τη στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ στην YPG, την οποία θεωρεί αποτελεσματική ως προς τη δράση της κατά του ISIS, αλλά τη χαρακτηρίζει «στρατηγικό λάθος» που προκάλεσε δυσφορία στην Τουρκία έναντι των ΗΠΑ. «Δεν δικαιολογώ τις κινήσεις της Τουρκίας, την εξαγορά των S-400, για παράδειγμα, αλλά το αρχικό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, το 1.0 έχει πεθάνει και είναι καιρός για ένα νέο μοντέλο συνεργασίας, ένα 2.0» επισημαίνει ο Χάτζες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί ότι ανατολική Μεσόγειος και Μαύρη Θάλασσα θα πρέπει να «τοποθετηθούν σε κεντρικό σημείο στον νατοϊκό χάρτη».

Θεωρεί ότι η σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας έχει ουσιαστικά εισέλθει σε αρνητική τροχιά, γιατί η Δύση και οι ΗΠΑ δεν κατανοούν πώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται την περιοχή γύρω της, από τα Βαλκάνια μέχρι τον Καύκασο, το Ιράν και το Ιράκ, τη Ρωσία και τη Συρία, ενώ αισθάνεται την πίεση του Κρεμλίνου τόσο από τον βορρά όσο και από το νότο λόγω της ρωσικής στήριξης στον Ασαντ στη Συρία. «Η Τουρκία μπορεί να αποτελέσει έναν δύσκολο σύμμαχο, αλλά ΗΠΑ και Τουρκία πρέπει να δουλέψουν σκληρά για να επανακτήσουν αμοιβαία εμπιστοσύνη και να επεξεργαστούν ένα πλαίσιο μακροπρόθεσμης στρατηγικής σχέσης, πέρα από τη σημερινή τουρκική ηγεσία» τονίζει.

Τουρκικό μπλόκο στην Κύπρο

Σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις λέει ότι «πάντα ανησυχούσα, από τότε που άρχισα να εργάζομαι στο ΝΑΤΟ το 1995 ως νεαρός αξιωματικός στο Βέλγιο για τις τριβές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, και αναρωτιόμουν πώς γίνεται να υπάρχουν διαφορές μεταξύ δύο συμμάχων. Ομως, συνειδητοποίησα ότι η συμμετοχή των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ αποτρέπει, ίσως, τα χειρότερα, να γίνουν οι τριβές, συγκρούσεις. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει ανησυχία, αλλά η σχέση εντός του ΝΑΤΟ εμποδίζει ενδεχομένως να ξεφύγει η κατάσταση εκτός ελέγχου». Ομως, κατά τον Χάτζες, μπορεί το ΝΑΤΟ να αποτελεί ένα πλαίσιο για συνομιλίες και επίλυση των διαφορών και στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά «δεν σημαίνει ότι θα μπορούσε να επέμβει επιχειρησιακά» στην περιοχή. «Η Τουρκία μπλοκάρει οτιδήποτε επιδιώκει να κάνει η Συμμαχία που συνδέεται εμμέσως με την Κύπρο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ρόλος για το ΝΑΤΟ εκτός από το να υπενθυμίζει τις αξίες της συμμαχίας» δηλώνει. «Οι ΗΠΑ δίνουν μεγάλη σημασία στη συνεργασία με την Ελλάδα και έχουμε έναν από τους καλύτερους αμερικανούς διπλωμάτες στην Αθήνα, τον πρέσβη Πάιατ. Θα πρέπει ΗΠΑ, Ελλάδα και Τουρκία να βρουν τρόπο συνεργασίας για να επιλύσουν τις τριβές» τονίζει. Θεωρεί ότι προς την κατεύθυνση αυτή θα βοηθήσει «μια σαφέστερη δέσμευση των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή, η οποία θα συνδέει την ανατολική Μεσόγειο με τη Μαύρη θάλασσα, κάτι που κάνει το Κρεμλίνο, αποσταθεροποιώντας την περιοχή».

Γενικότερα σχετικά με τον ρόλο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ εκτιμά ότι «η συνεχής κριτική από την τωρινή αμερικανική ηγεσία προς το ΝΑΤΟ και τους συμμάχους προκαλεί ερωτήματα για τη δέσμευση των ΗΠΑ έναντι του ΝΑΤΟ ειδικά στη σημερινή συγκυρία». Οπως επεξηγεί «η απουσία ισχυρής ηγεσίας από την κορυφή έχει υπονομεύσει το τι είναι η Συμμαχία, ενισχύοντας έτσι τις επιδιώξεις του Κρεμλίνου. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να είναι απολύτως σαφείς για τη δέσμευσή τους και να παράσχουν την απαραίτητη ηγεσία» τονίζει. Παράλληλα, θεωρεί ότι η Γερμανία μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο στη διπλωματία στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, καθώς «είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που μπορεί να επηρεάσει το Κρεμλίνο», ενώ επιπλέον θεωρεί ότι οι ΗΠΑ μπορούν να συμβάλουν «στην ενίσχυση της οικονομικής εξάρτησης της Τουρκίας από τη Δύση, εξέλιξη που θα επηρέαζε ενδεχομένως τις τουρκικές θέσεις στην περιοχή». ΟΌσον αφορά την εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη θεωρεί ότι απαιτείται πιο ξεκάθαρη στρατηγική από την ΕΕ. «Στη Λιβύη είναι ενδιαφέρον ότι η Τουρκία υποστηρίζει την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ λιβυκή κυβέρνηση, ενώ το Κρεμλίνο υποστηρίζει τον Χαφτάρ και το ίδιο οι Γάλλοι. Το Παρίσι θα μπορούσε να ασκήσει καλύτερη διπλωματία αντί να ασκεί κριτική στην Τουρκία. Δεν δικαιολογώ την Τουρκία, το να φέρνει σύρους μισθοφόρους να πολεμήσουν στη Λιβύη δεν βοηθά, αλλά η ΕΕ πρέπει να είναι ξεκάθαρη για το τι θέλει στρατηγικά στη Λιβύη» καταλήγει.