Τι έκανε τη γνωστή ερμηνεύτρια να πει «όχι» στον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη Αραμ Χατσατουριάν; Εχασε μια ευκαιρία για καριέρα ως μέτζο σοπράνο αλλά κέρδισε μια θέση στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Το τραγούδι ήταν η ανάσα και η συντροφιά της τις ατελείωτες ώρες μοναξιάς που βίωσε ως παιδί στον νοσοκομειακό θάλαμο απομόνωσης

Πώς περνάτε τον χρόνο σας την εποχή του εγκλεισμού;

Προσωπικά, μου δίνεται η ευκαιρία να τακτοποιήσω τα χαρτιά μου, τα αρχεία που ήταν παρατημένα, να πετάξω ό,τι είναι περιττό και από μέσα μου και να κρατήσω ό,τι πιο σπουδαίο. Υπάρχουν και οι ώρες που ακούω μουσική, κυρίως κλασική ή τζαζ, και οι ώρες του βιβλίου, το ενδιαφέρον όμως για την πορεία του ιού στην Ελλάδα και στον κόσμο παραμένει αμείωτο, έτσι παρακολουθώ δελτία ειδήσεων και μαθαίνω πληροφορίες μέσω Internet. Το κλείσιμο στο σπίτι μάς αποξένωσε και από τις φίλες, τους φίλους, τους συγγενείς και τους συνεργάτες μου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γι’ αυτό αρκετή ώρα είμαι και στα τηλέφωνα.

Εμειναν πράγματα πίσω…

Στις 31 Μαρτίου ήταν προγραμματισμένη μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με εξαίρετους ξένους συνεργάτες. Θα παρουσιάζαμε το Beyond the borders, ένα μουσικό έργο του Τζιχάν Τούρκογλου, με τραγούδια παραδοσιακά και καινούργια που αποτελούν μουσική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το CD έχει κυκλοφορήσει στην Ευρώπη από την ECM με μεγάλη επιτυχία και καλές κριτικές. Λίγες μέρες πριν θα πήγαινα στην Κύπρο και μετά στο Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία και από εκεί στη Βαρκελώνη. Τώρα τον Απρίλη ήταν προγραμματισμένες επίσης δύο συναυλίες στην Αυστραλία με τη συμφωνική ορχήστρα του Σίδνεϋ. Οπως καταλαβαίνετε, αναβλήθηκαν όλες οι συναυλίες αυτές. Θα δούμε πώς και πότε θα πραγματοποιηθούν. Αλλά, ξέρετε, αυτές τις ώρες δεν μπορώ να μη σκεφτώ π.χ. την ασημαντότητά μας όταν κομπάζουμε για τις κατακτήσεις της ανθρωπότητας, την τεχνολογική επανάσταση, ενώ συνεχίζονται οι πόλεμοι, ή κοινωνική ανισότητα όλο και διευρύνεται και ξαφνικά έρχεται από το πουθενά ένας αόρατος ιός και ανατρέπει τα πάντα, αποδιοργανώνει όλες τις χώρες, και τις πιο ισχυρές, και φονεύει χιλιάδες ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι στιγμές εσωτερικής δύναμης του καθενός απέναντι σε μια δοκιμασία που θα ενισχύσει το ένστικτο της ζωής και, ναι, της δημιουργίας. Είμαι αισιόδοξη ότι θα ξεπεράσουμε και αυτή την οδυνηρή δοκιμασία γιατί ο άνθρωπος έχει απεριόριστες θετικές δυνάμεις, που είμαι σίγουρη αλλά και εύχομαι να επικρατήσουν.

Ησασταν πάντα έτσι αισιόδοξη;

Νομίζω ναι. Aπό τις γειτονιές της Νέας Ιωνίας στις μεγάλες γειτονιές του κόσμου βρέθηκα αγκαλιά με το τραγούδι μεγάλων μουσικών και μεγάλων ποιητών, ένα τόσο βαρύ φορτίο που τότε ως νέα δεν συνειδητοποιούσα, ένα ταξίδι με υπέροχες εμπειρίες και βιώματα, δημιουργία και γνωριμίες. Ομως όλα ξεκινούν από τη ζεστή αγκαλιά των δικών μου, τη συμπαράσταση των γονιών μου, των δασκάλων μου στο σχολείο, αλλά και των γειτόνων, γιατί εκεί έμαθα τα πρώτα γράμματα, εκεί ψέλλισα τις πρώτες νότες, εκεί ένιωσα την αγάπη, τους αγώνες και τις αγωνίες των ανθρώπων και δεν τα ξέχασα ποτέ. Με αυτά τα εφόδια αντιμετώπισα τη ζωή και τα μουσικά μου ταξίδια.

Η αγάπη, δηλαδή, και η αποδοχή της οικογένειά σας επηρέασαν τις επιλογές της ζωής σας…

Οι γονείς μου, ο πατέρας Κεφαλλονίτης, η μητέρα από τα Κύθηρα, πολύ συχνά τραγουδούσαν, ιδιαίτερα στα κυριακάτικα τραπέζια, καντάδες και το λεγόμενο τότε ευρωπαϊκό ελληνικό τραγούδι. Η γειτονιά, αντίθετα, πρόσφυγες ήταν οι περισσότεροι, τραγουδούσε λαϊκά τραγούδια, μικρασιάτικα και ρεμπέτικα, αυτοί οι μουσικοί κόσμοι της παιδικής μου ηλικίας ήταν επόμενο να με επηρεάσουν.

Σε αυτούς χρωστάτε τον επαγγελματικό προσανατολισμό σας;

Σίγουρα, αλλά καταλυτικό ρόλο έπαιξε ένας θείος μου που έβαζε να ακούω Verdi, Nabucco, Rigoletto, Aida. Ηταν μια μουσική που με μάγευε, με απογείωνε. Τότε ένιωσα ότι η μουσική και το τραγούδι ήταν ανάγκη ζωής για μένα. Ηταν η αναπνοή μου και το όνειρό μου. Ετσι, έφηβη αργότερα, η γνωριμία μου με τον Μίκη και τα τραγούδια του σφράγισαν τη συνέχεια, ήταν σαν παραμύθι που μένει μέσα μας και δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Ηταν το 1963, εποχή καλλιτεχνικής δημιουργίας και κοινωνικών αγώνων, τραγουδούσαμε και διαδηλώναμε για περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία. Εποχή του 114. Ο Λοΐζος, ο Σαββόπουλος, ο Μαυρουδής, στο πλαίσιο του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής φτιάχναμε κυψέλες δημιουργίας και αντίστασης στις γειτονιές της Αθήνας, μέσα σε ένα κλίμα αυθόρμητης διάθεσης, υπήρχε μια ορμή, μια μέθεξη.

Ζήσατε σε περιόδους πολιτικής αναταραχής. Ποιες εικόνες έρχονται στο μυαλό σας όταν κάνετε αναδρομή στο παρελθόν;

Η πιο φωτεινή ήταν στο εξωτερικό τον καιρό της δικτατορίας, όταν γνώρισα τον Τηλέμαχο, ήμουν 20 ετών κι εκείνος 22, και εννοείται όταν γέννησα τον γιο μας, τον Στέφανο. Η πιο δύσκολη όταν ήμουν 6 ετών, σε καραντίνα απομονωμένη σε ειδικό θάλαμο στο νοσοκομείο και δεν μπορούσα να δω κανέναν, ούτε τους γονείς μου, για να μην κολλήσουν πολιομυελίτιδα. Αλλά και τότε τραγουδούσα για να περνάει η ώρα.

Από τους ύμνους των κριτικών στον ξένο Τύπο και τους χαρακτηρισμούς που σας έχουν προσδώσει ποιος σας περιγράφει περισσότερο;

Ο,τι με προσδιόριζε ως Ελληνίδα. Μου άρεσε αυτό που η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» έγραψε για τη συνεργασία μου με τον μεγάλο σαξοφωνίστα Τσαρλς Λόιντ. «Μια βραδιά στα πόδια της Ακρόπολης οι μελωδίες του Lloyd συνάντησαν τη μουσική της Φαραντούρη και το αποτέλεσμα ήταν μια έκρηξη έντασης, ευφυΐας και συναισθήματος. Ηταν άραγε τζαζ, τραγούδι, όπερα, ρεμπέτικο; Τι σημασία έχει όταν σε αυτή τη χώρα η οποία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, προκύπτει ένα τέτοιο είδος θείας λειτουργείας για μια χαοτική εποχή, τότε αυτό το μουσικό γεγονός αξίζει τον αιώνιο σεβασμό μας».

Ηταν και αυτό που σας συγκίνησε περισσότερο…

Πάντα όταν μεγάλα ονόματα της κριτικής σε διεθνή μέσα ενημέρωσης με ανέφεραν με θετικό τρόπο, πάντα με χαροποιούσε και μου προκαλούσε συγκίνηση. Ηταν και είναι ακόμη πολύ σπουδαίο να γράφει για σένα ο κριτικός της «Le Monde», των «Times» του Λονδίνου ή της «Sueddeutsche Zeitung». Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι μου έδιναν δύναμη όλα αυτά ώστε να προσπαθώ για το καλύτερο.

Είστε η φωνή που συνδέθηκε με το πολιτικό τραγούδι κυρίως μέσα από τη δημιουργία του Μίκη. Αυτό τι σας έδωσε και τι σας στέρησε;

Κάποια από τα τραγούδια εκείνα σφράγισαν μια εποχή και ταυτίστηκαν με τον λαό και τη νεολαία. Σε εμένα έδωσαν μια πρώτη κοινωνική και δημοκρατική συνείδηση. Ηταν το προσάναμμα που έγινε φλόγα στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου κλίματος που επικράτησε τη δεκαετία του ’60 με Ντίλαν, Τζόαν Μπαέζ κ.ά. Ομως η εποχή εκείνη πέρασε, τα τραγούδια έμειναν γιατί έχουν μια ανάπτυξη κλασικής μουσικής και συνοδεύουν στίχους μεγάλων ελλήνων ποιητών. Αυτή είναι και η πρωτοτυπία τους, γι’ αυτό θαυμάζονται και σήμερα σε όλον τον κόσμο.

Είναι η εποχή που το ραδιόφωνο έχει παραδοθεί στις play lists – δύσκολα θα ακουστεί τραγούδι σας. Παρ’ όλα αυτά εσείς παίζετε σε γεμάτα θέατρα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Το ραδιόφωνο χρησιμοποιεί το τραγούδι για συνοδεία εκπομπών λόγου, για να κλείνει τρύπες χρόνου. Συνήθως βάζει ξένα τραγούδια. Υπάρχουν και εκπομπές τραγουδιού όπου προτιμώνται συνήθως τα εφήμερα χωρίς εξηγήσεις. Ομως το τραγούδι μας, παλαιότερο και νεότερο, το λαϊκό ή το έντεχνο, είναι το πρόσωπό μας, η ταυτότητα και η κουλτούρα μας.

ΑΡΑΜ ΧΑΤΣΑΤΟΥΡΙΑΝ – ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ – ΜΟΣΧΑ – 1963

Χρειάζεται μια άλλη μεταχείριση λέτε…

Βέβαια. Τα τραγούδια Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου και όλων των άλλων είναι ένας σύγχρονος θησαυρός της ελληνικής ψυχής και υπόστασης. Μερικοί το έχουν καταλάβει και το σέβονται, οι περισσότεροι όχι. Θα σας πω μια ιστορία: Το 1963 στην πρώτη μεγάλη περιοδεία στην τότε Σοβιετική Ενωση με τον Μίκη, είχε έρθει στη συναυλία στη Μόσχα και ο μεγάλος, αρμενικής καταγωγής, μουσικοσυνθέτης Αραμ Χατσατουριάν. Στο τραπέζι που ακολούθησε μου έκανε την πρόταση να μείνω στη Μόσχα και να στραφώ στη λυρική σκηνή ως μέτζο σοπράνο, να σπουδάσω υπό την εποπτεία του, του άρεσε η φωνή μου και επέμενε.

Τι σας απέτρεψε και δεν μείνατε;

Δεν δέχτηκα και δεν μετάνιωσα. Ημουν ήδη μέσα στο ζεστό κλίμα της μουσικής του Θεοδωράκη και του καλλιτεχνικού οργασμού που συνέβαινε την εποχή εκείνη στην Ελλάδα και μου ήταν φοβερή ακόμη και η σκέψη της απομάκρυνσής μου για χάρη της μελλοντικής μέτζο σοπράνο.