Κλεισμένη μέσα στο σπίτι της στον Πύργο, σε ένα δωμάτιο, μαζί με την 15χρονη κόρη της, παραμένει για όγδοη ημέρα, η 45χρονη Βασιλική Κουφωλιά, που θεωρείται ύποπτο κρούσμα. Η έκκλησή της δραματική.

«Μαγειρεύει ο άντρας μου, ό,τι είχαμε μέσα στο σπίτι. Δεν ξέρω τι θα κάνω, πώς θα συνεχίσω. Πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Τώρα τόσο καιρό, κλεισμένη μέσα εδώ, ο άντρας μου δουλειά δεν έχει, ποιος μας ρώτησε τι θα φάμε;»

Η 45χρονη γυναίκα, που μιλάει αποκλειστικά στο MEGA, μεγαλώνει μαζί με τον σύζυγό της τέσσερα παιδιά, κάνοντας μεροκάματα σε χωράφια, δηλώνει απελπισμένη, καθώς, μια εβδομάδα τώρα, δεν δουλεύει κανείς από την οικογένειά της.

«Μας πήραν και μας ρώτησαν αν χρειαζόμαστε κάτι»

«Μας πήρε ένας από κάπου να μας πει χρειάζεστε κάτι; Μου είπε κάποιος ‘δεν είχε κάνει τις απαραίτητες… αυτές’; Δεν ήξερα ότι θα μου συμβεί κάτι τέτοιο για να ψωνίσω για όλο μου τον μήνα. Αλλά και πού να τα βρεις τα λεφτά για να ψωνίσεις για όλο σου το μήνα όταν δεν έχεις δουλειά».

Η περιπέτειά της άρχισε όταν, μαζί με την κόρη της, μπήκε στο αυτοκίνητο ενός συντοπίτη της, για να τις πάει λίγο παρακάτω.

«Συνάντησα κάποιον στο δρόμο, γιατί εγώ δεν έχω αυτοκίνητο, δεν οδηγώ, ερχόμουνα από τον Πύργο και με πήρε ο άνθρωπος. Ήμουν μαζί με την κόρη μου. Μ’ έβαλε στο αυτοκίνητό του και με έφερε. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος αυτός διαγνώστηκε με τον κορωνοϊό. Όταν διαγνώστηκε, είπε στον ΕΟΔΥ ότι εγώ έχω μεταφέρει αυτή την κυρία με το παιδί της».

Λίγες μέρες αργότερα, το τηλέφωνό της χτύπησε μέσα στην νύχτα από τον ΕΟΔΥ.

«Με πήραν τα μεσάνυχτα και μου είπαν ότι πρέπει να μείνω μέσα»

«Με πήραν τηλέφωνο γύρω στις 12 παρά τη νύχτα και μου είπανε συγγνώμη για την ώρα, αλλά θα πρέπει να μείνετε μέσα. Από ‘δω και πέρα, είστε σε περιορισμό εσείς και η κόρη σας, δεν θα βγαίνετε από το δωμάτιό σας για κανένα λόγο, μόνο με γάντια, με μάσκα, θα απολυμαίνετε τα πάντα και δεν θα βγαίνετε για τίποτα έξω για 14 μέρες. Βγαίνω δημόσια με το όνομά μου. Δεν φοβάμαι ότι έχω κάτι, γιατί τόσο καιρό, δεν έχω παρουσιάσει τίποτα».

Από εκείνη την ημέρα, ωστόσο, ακόμα περιμένει να επικοινωνήσει με τον ΕΟΔΥ, προκειμένου να της δώσουν τις επιπλέον, απαραίτητες οδηγίες.

«Από τότε είμαι μέσα στο σπίτι, δεν έχω βγει καθόλου, δεν έχω επικοινωνία με το υπόλοιπό μου σπίτι, από τότε όμως, δεν με ξαναπήρε κανένας τηλέφωνο, να μου πούνε τι να κάνω… Είπα ‘εάν παρουσιάσω κάτι;’ Αν παρουσιάσεις λέει κάποιο σύμπτωμα, θα μας πάρετε τηλέφωνο να σας ενημερώσουμε και από εκεί και πέρα, με δικό σας μεταφορικό μέσο, θα πάτε στο Ρίο να κάνετε την εξέταση. Είπα δεν έχω δικό μου μεταφορικό μέσο και λέει, δεν ξέρω τι θα κάνετε, εμείς δεν μπορούμε να σας μεταφέρουμε, θα πάτε μόνη σας».

Εκείνο που τώρα επιζητά, είναι η περιπέτεια που ζουν να τελειώσει σύντομα, ώστε να μπορούν να εξασφαλίζουν, έστω και με δυσκολία, τα προς το ζην.