Ισως να μην μπορούσε καν να το φανταστεί η Μαρινέλλα, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 έδινε τη δική της εκδοχή στο τραγούδι «Ενας μύθος» (σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και στίχους του Θρασυβούλου Σταύρου), ότι το 2020 θα χρησιμοποιούνταν συχνά για την ίδια αυτή η λέξη και πως χάρη στα περισσότερα από 60 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας της στο ελληνικό πεντάγραμμο κανένας δεν θα τολμούσε να μιλήσει περί υπερβολής. «Μαρινέλλα – Ο Μύθος» τιτλοφορείται λοιπόν η παράσταση που θα δώσει η αειθαλής ντίβα στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, στις 3 Φεβρουαρίου (λόγω μεγάλης ζήτησης αναμένεται να ανακοινωθεί και δεύτερη ημερομηνία). Αξίζει να σημειωθεί ότι μέρος των εσόδων θα διατεθεί για την ενίσχυση της δράσης του σωματείου «ΕΛΠΙΔΑ – Σύλλογος Φίλων Παιδιών με καρκίνο», που γιόρτασε πριν από μερικούς μήνες τη συμπλήρωση 30 χρόνων προσφοράς στα παιδιά και σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Καθισμένη στο σαλόνι του σπιτιού της, η σπουδαία ερμηνεύτρια εξηγεί ενθουσιασμένη πόσο την ευχαριστεί η σκέψη ότι θα εμφανιστεί στον συγκεκριμένο χώρο: «Εντυπωσιάστηκα από το ΚΠΙΣΝ. Δεν μπορείς να πιστέψεις σχεδόν ότι αυτό το διαμάντι έχει χτιστεί εδώ στην Αθήνα. Μου άρεσε πολύ και η μεγάλη αίθουσα με τα κόκκινά της τα καθίσματα. Αισθάνομαι μεγάλη χαρά και τιμή για αυτή την παράσταση».

Στη συναυλία της θα πλαισιώνεται από το Σύνολο Ποικίλης Μουσικής της «Φιλαρμόνιας» Ορχήστρας Αθηνών, το οποίο θα διευθύνει ο Αλέξιος Πρίφτης. Τη σκηνοθετική επιμέλεια της εκδήλωσης υπογράφει ο Γιώργος Νανούρης. Η Μαρινέλλα μιλάει για τους συνεργάτες της με τα θερμότερα λόγια. Ειδικά τον Νανούρη τον χαρακτηρίζει ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του στη σκηνοθεσία («παρ’ όλο που πρόκειται και για υπέροχο ηθοποιό» προσθέτει) και τον εξαίρει για το ήθος και την ηπιότητα του χαρακτήρα του. Τα χρόνια που τους χωρίζουν δεν την αφορούν και δηλώνει πως δεν την ενδιαφέρει η ηλικία κάποιου αλλά η στάση του απέναντι στη ζωή: «Δεν μπορώ να συνεργάζομαι με ανθρώπους που έχουν νοοτροπία ηλικιωμένου. Μου αρέσει να περιβάλλομαι από νέους ανθρώπους, ζωντανούς. Και δεν είναι αποκλειστικά θέμα χρονολογίας γέννησης. Υπάρχουν νέα παιδιά που είναι γεννημένα γέροι. Κάποιοι συνομήλικοί μου επίσης μόνο να γκρινιάζουν ξέρουν. Δεν τα μπορώ αυτά. Εχω αποφασίσει ότι στη ζωή μου θα βλέπω πάντα το ποτήρι μισογεμάτο. Και δεν με ενδιαφέρουν οι ηλικίες και οι αριθμοί, αυτά ανήκουν στα ληξιαρχεία».

Βέρντι, Κάλλας και Χατζιδάκις

Η τελική επιλογή των τραγουδιών που θα ακούσουμε στο ΚΠΙΣΝ δεν ήταν πάντως εύκολη υπόθεση. Τη ρωτάω ποια κομμάτια που δεν της ανήκουν ως πρώτες εκτελέσεις σκοπεύει να πει: «Λέω Μίκη Θεοδωράκη, την «Ομορφη Πόλη», που έχω πολλά χρόνια να την ερμηνεύσω. Θα πω κι ένα τραγούδι του Χρήστου Χαιρόπουλου, το «Ελα γι’ απόψε», γιατί νομίζω ότι ο κόσμος περιμένει να το ακούσει, άρεσε σε όποια παράσταση κι αν το έχω τραγουδήσει. Δεν θα αποκαλύψω τώρα και όλο μου το πρόγραμμα. Μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι θα είναι μια μοναδική παράσταση. Σε πολλά από τα τραγούδια μου δίνεται μια άλλη διάσταση από την ορχήστρα». Ως ακροάτρια, βέβαια, συνεχίζει να δείχνει εμπιστοσύνη στα δοκιμασμένα προϊόντα. «Εχω ψώνιο με τους κλασικούς συνθέτες. Δεν μου αρέσουν φυσικά όλοι. Ο Βάγκνερ, ας πούμε, είναι για μένα λίγο μονότονος και βαρετός. Ενώ ο Βέρντι, ο Μπετόβεν ή ο Μπαχ; Για να μην αναφέρω τους μεταγενέστερους, τον Σοπέν, τον Λιστ ή τον Ραχμάνινοφ. Αυτοί «φυσάνε». Ολοι έχουν επηρεαστεί από τους μεγάλους δημιουργούς. Υπάρχει συνέχεια. Θυμάστε που ο Μάνος Χατζιδάκις χρησιμοποίησε το θέμα μιας συμφωνίας του Μότσαρτ για το «Ηλιε μου, Ηλιε μου, Βασιλιά μου»; Εφτιαξε τελικά κάτι δικό του όμως. Ολοι είμαστε και λίγο «κλέφτες», πρέπει όμως αυτό που παίρνουμε να το κάνουμε κομμάτι μας».

Πολλά από τα αγαπημένα της ακούσματα τα έχει συνδυάσει με την οδήγηση: «Μουσική ακούω συγκεντρωμένα ταξιδεύοντας, στο αυτοκίνητο. Και επιλέγω να οδηγώ χωρίς παρέα στη διαδρομή για να ακούω ό,τι θέλω χωρίς να καταπιέζω κανέναν. Μπορεί να φτάσω μέχρι τη Θεσσαλονίκη ακούγοντας την Κάλλας. Καμιά φορά βάζω και συγκρίνω ερμηνείες. Και έχω να σας πω ότι σε κάποια κομμάτια ο Αντρέα Μποτσέλι, που έχει μια γλυκιά φωνή, μου αρέσει πιο πολύ κι από τον Παβαρότι ακόμη. Τον εαυτό μου δεν τον ακούω. Ντροπής πράμα είναι αυτό. Λαϊκά επίσης ακούω πολύ σπάνια. Τις περιόδους δε που εμφανίζομαι σε νυχτερινά κέντρα προτιμώ τη σιωπή και την ηρεμία, πρέπει να καλμάρει ο εγκέφαλος από τη βαβούρα».

Οι πειραματισμοί και οι δοκιμές τη βρίσκουν παρ’ όλα αυτά σύμφωνη. Και εκτιμά καλλιτέχνες από τη νεότερη γενιά. «Εβλεπα, για παράδειγμα, τις προάλλες στην τηλεόραση ένα μικρό αφιέρωμα στον Γιώργο Θεοφάνους. Σκέφτηκα πάλι πόσο ωραία τραγούδια έχει γράψει, αλλά χάρηκα και τους τρεις τραγουδιστές που τα ερμήνευσαν, τη Βανδή, την Ασλανίδου και τον Χρήστο Μάστορα, που είναι καλός και στο λαϊκό, όχι μόνο στα πιο ποπ τα δικά του. Κάθε γενιά που έρχεται βάζει το δικό της χρώμα, αφήνει το δικό της αποτύπωμα. Λέμε συχνά ότι δεν βγαίνουν τραγουδιστές σαν τον τάδε ή συνθέτες σαν τον δείνα… Μπούρδες. Δεν χρειάζεται να κάνουμε συνεχώς συγκρίσεις με το παρελθόν. Η μουσική δεν πρέπει να μένει στάσιμη. Μου αρέσει να ακούω παλιά κομμάτια, ακόμη και δικά μου, «πειραγμένα» που λέμε. Ολοι έχουν δικαίωμα να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο».

Ανήσυχο πνεύμα

Η δική της διαδρομή είναι γεμάτη αλλαγές πορείας. Από τα μπουλούκια στο λαϊκό πάλκο (στο πλευρό του Στέλιου Καζαντζίδη), από τα φροντισμένα σόου στις μπουάτ, από τα αφιερώματα στα μιούζικαλ στη σκηνή του θεάτρου και μετά ξανά στις πίστες, η Μαρινέλλα πάντα απαντούσε καταφατικά στις προκλήσεις. «Είμαι ανήσυχο πνεύμα» λέει. «Οποτε ένιωθα στάσιμη αναζητούσα κάποια αλλαγή. Είχα ένα ένστικτο που δεν με πρόδωσε ποτέ, με καθοδήγησε σωστά. Οποτε κάτι μέσα μου μου έλεγε «κάν’ το αυτό», το έκανα. Ο,τι ωραίο προέκυπτε στη ζωή μου ήθελα να το δοκιμάζω. Αισθάνομαι καμιά φορά σαν ένα δέντρο που τα κλαδιά του έχουν μεγαλώσει προς πολλές κατευθύνσεις και ρίχνει ωραία, βαριά σκιά». Και είναι αλήθεια πως χάρη σε κάποιες ανατρεπτικές κινήσεις της προέκυψαν πολλά ωραία. Το «Ρεσιτάλ», η κλασική πλέον σύμπραξή της με τον Κώστα Χατζή, συγκαταλέγεται σίγουρα σε αυτά. Κάποιες ριψοκίνδυνες αποφάσεις της, πάλι, στέφθηκαν με επιτυχία. Το 1995, ας πούμε, έπαιξε ως η Κορυφαία του Χορού σε μια παράσταση με μελοποιημένα χορικά από τραγωδίες του Ευριπίδη, που είχαν μελοποιήσει για παλαιότερες θεατρικές παραγωγές ο Χρήστος Λεοντής, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Γιώργος Κουρουπός και ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης. Το θέαμα είχε τον τίτλο «Γυναικών πάθη» και παρουσιάστηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη και χορογραφίες Ντόρας Τσάτσου. Λίγα χρόνια αργότερα ανέλαβε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη «Υστερα ήρθαν οι μέλισσες» που σκηνοθέτησε ο Κώστας Κουτσομύτης.

Τι χρειάζεται ωστόσο για να κερδίσει κανείς τη διαχρονικότητα, για να μην αφεθεί στη φθορά που φέρνει το πέρασμα των χρόνων; Πειθαρχία; «Δεν προσπάθησα ποτέ να είμαι πειθαρχημένη, διότι δεν είχα πάθη, δεν έχω κάνει καταχρήσεις. Μπορεί να φταίει το ότι εκτονωνόμουν στο τραγούδι. Εβαζα φόρα, θάρρος, δύναμη και κέφι στην τέχνη μου, όμως μέσα στο σπίτι μου ήθελα να επικρατεί γαλήνη.

Ετσι έβρισκα πάντα ισορροπία που νομίζω ότι είναι πολύ σημαντική. Η φύση με ηρεμεί επίσης πολύ. Εκεί καταφεύγω όποτε το έχω ανάγκη». Αν κάτι αποτελεί πάντως ουσιαστικό κομμάτι της ταυτότητάς της – ίσως και μέρος του DNA της – αυτό είναι σίγουρα το σθένος της. Η Μαρινέλλα είναι μια πραγματική survivor. Και ό,τι και να της συμβαίνει διαθέτει την ακλόνητη πίστη πως… the show must go on: «Μπορεί να είμαι στο καμαρίνι και να πονάω, να είμαι άρρωστη, μόλις όμως βγω στην κουίντα τα ξεχνάω όλα. Στη σκηνή δεν περπατάω. Αιωρούμαι, υπερίπταμαι. Είναι φοβερό αυτό που μου συμβαίνει, νιώθω σαν να βρίσκομαι σε μαγικό χαλί. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να νιώσει εκεί αδυναμία, αυτή είναι η δική μου φιλοσοφία».

INFO

«Μαρινέλλα – Ο Μύθος»: Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, ΚΠΙΣΝ, στις 3 Φεβρουαρίου.

TO ΒΗΜΑGAZINO ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ