Η Θεατρική Εταιρεία «Κάτοπτρον» παρουσιάζει το έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη «Στην Εθνική με τα Μεγάλα» σε σκηνοθεσία του Σταύρου Ράγια, κάθε Δευτέρα και Τρίτη έως τις 28 Μαΐου στο Θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41, Γκάζι, τηλ. 210-3455.020, είσοδος 8-12 ευρώ). Παίζουν οι Περικλής Ασημακόπουλος, Βασίλης Λιάκος και Νεφέλη Παπαδερού.

Πρόκειται για ένα έργο της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, που παρουσιάζει την αλληγορική πορεία τριών νέων στην αναζήτηση της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας. Mια μητέρα εξαφανισμένη από καιρό, δύο αδέρφια που ξαναβρίσκονται κοντά και πάλι, ο πατέρας που δεν ζει πια, και η φίλη του μικρού αδερφού, ξετυλίγουν άλλοτε με σκληρότητα και άλλοτε με ευαισθησία το μπερδεμένο κουβάρι μιας αλλόκοτης ελληνικής οικογένειας. Το έργο έχει ήδη αποσπάσει παγκόσμιες διακρίσεις, ενώ πρωτοπαίχτηκε στην Ελλάδα στο Θέατρο «Νέα Σκηνή» του Λευτέρη Βογιατζή.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ένα κείμενο και μια θεατρική παράσταση για την εγχώρια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα αναλλοίωτη εδώ και δεκαετίες. Οι ήρωες είναι οι γείτονες της διπλανής πόρτας. Πριν την κρίση. Ή μέσα σ΄αυτήν. Όλοι θα βρούμε κάτι να θυμηθούμε…

Ο Σταύρος Ράγιας μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, την ελληνική οικογένεια και την ταυτότητα.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Όταν πρωτοδιάβασα το έργο, πριν από αρκετό καιρό, γεννήθηκε αμέσως η επιθυμία μέσα μου να το ανεβάσω. Πέρασαν χρόνια, για να ωριμάσει αυτή η επιθυμία, και να σταθούν οι συνθήκες ευνοϊκές για το ανέβασμά του. Μου άρεσε εξαρχής η τρυφερότητα στο βλέμμα του συγγραφέα. Στάθηκα πολύ τυχερός που ο Μιχάλης Βιρβιδάκης με εμπιστεύτηκε στην πρώτη μου αυτή σκηνοθετική απόπειρα. Μπορεί η μετάβαση από την υποκριτική στην σκηνοθεσία να είναι μάλλον φυσιολογική, ή αν μη τι άλλο κάτι συνηθισμένο, αυτό που δεν είναι ποτέ σίγουρο είναι οτι είναι επιτυχημένη, ή οτι έχει διάρκεια. Και για τα δύο αποφασίζει ο κόσμος και ο χρόνος.

Αυτή η αλλόκοτη ελληνική οικογένεια που παρουσιάζεται στο έργο, πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται από το σύγχρονο πρότυπο της οικογένειας στην Ελλάδα;

Για εμάς τους Έλληνες, και γενικότερα τους μεσογειακούς λαούς, η δομή της οικογένειας, λειτουργούσε πάντα ως προστατευτικό κουκούλι απέναντι στην διαφορετικότητα και την ανισότητα. Από την άλλη, η πρώτη αυτή κοινωνική δομή που γνωρίζουμε ως παιδιά, είναι και αυτή που παλεύουμε να σπάσουμε στην τρίτη μας έξοδο, κατά τον Έριχ Φρομ, αυτή της ενηλικίωσης. Ούτε άκοπα, ούτε αναίμακτα. Αυτό ακριβώς περιγράφει ο συγγραφέας στο έργο του.

Πώς μέσα από την ιστορία του έργου μπορεί ο θεατής να δει τον εαυτό του;

Οι ήρωες του έργου, θα μπορούσαν να είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Σε ένα παρόν κατακερματισμένο από την κρίση, δυστυχώς συναντούμε όλο και περισσότερο ανάλογες περιπτώσεις ανθρώπων, πρόωρα νικημένων από τη ζωή. Κι αυτό μας προσφέρει μια άβολη οικειότητα. Από την άλλη, ο τρόπος που φωτίζει ο συγγραφέας τα τρία αυτά πρόσωπα, ξυπνά ουσιαστικά τη διάθεση να δούμε λίγο περισσότερο τον διπλανό μας, να αφιερώσουμε χρόνο σε ζωές οικείων ανθρώπων μας λιγότερο τακτοποιημένες.

Η αναζήτηση της ατομικής ή συλλογικής ταυτότητας, είναι τελικά προνόμιο μόνο των νέων;

Γιατί οι μεγάλοι δείχνουν να είναι απ’ αυτό το ταξίδι. Τόσο η ατομική όσο και η συλλογική ταυτότητα, είναι προνόμιο του καθενός. Δεν γνωρίζει ηλικίες για μένα. Η αναζήτησή της, υποκινεί ουσιαστικά την πορεία προς την ωρίμανση.

Η εθνική μας φαντασίωση πώς κρύβεται στην εθνική οδό με τα φορτηγά να περνούν με τα μεγάλα τους φώτα;

Ο Βιρβιδάκης, τοποθετεί πολύ εύστοχα για μένα, την υπόθεση του έργου στη μέση της εθνικής οδού, για να περιγράψει ζωές παράλληλες, σε διαρκή κίνηση. Είναι μεγάλη απάτη να νομίζει κανείς πως πλησιάζει το στόχο του, απλώς και μόνο επειδή βρίσκεται σε διαρκή κίνηση.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ένα έργο σαν το δικό σας για τα καθ’ ημάς, πώς λειτουργεί;

Σε αυτή η εποχή της κρίσης, της περιόδου που όλα γίνονται με πολύ κόπο, όλα απαιτούν δυνάμεις που δεν διαθέτουμε όλοι, ή τουλάχιστον κάθε στιγμή. Και αυτό είναι που σκιαγραφεί κατά κάποιο τρόπο το έργο, μέσα από την κλειστοφοβική ταυτότητα των ηρώων. Η προσπάθεια να πάμε παρακάτω, να προχωρήσουμε και να απεγκλωβιστούμε από δυσκολίες που μας διατρέχουν.