Προβληματισμένοι είναι οι αστυνομικοί από την κατάθεση που τους έδωσε ο επιχειρηματίας Νίκος Μαυρίκος, ο οποίος είχε πέσει θύμα αρπαγής έξω από το σπίτι του στον Πειραιά, στις 27 Δεκεμβρίου. Εκείνη τη μέρα, όπως προέκυψε από τις διαθέσιμες πληροφορίες, τέσσερις άγνωστοι τον πλησίασαν την ώρα που έβγαινε από την πολυκατοικία του και τον απήγαγαν τοποθετώντας τον σε αυτοκίνητο.

Από τότε και μέχρι το πρωί της Παρασκευής 4 Ιανουαρίου, φαίνεται πως κανένα στενό συγγενικό του πρόσωπο – παρά μόνο η μητέρα του – αλλά ούτε και κάποιος αστυνομικός είχε μάθει το παραμικρό για το πού βρίσκεται καθώς κανείς από τους τέσσερις απαγωγείς δεν είχε ενημερώσει κανέναν για τις προθέσεις τους και για την τύχη του επιχειρηματία.

Ο Νίκος Μαυρίκος, από τις πρώτες διαθέσιμες πληροφορίες, φαίνεται πως ελευθερώθηκε την Πέμπτη το απόγευμα αλλά επικοινώνησε με την Αστυνομία μία μέρα μετά, την Παρασκευή στις 11 το πρωί. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο επιχειρηματίας είπε πως μετά την απελευθέρωση του πήρε ταξί και έκανε σχεδόν μία ώρα για να φθάσει στο σπίτι της μητέρας του, που βρίσκεται κοντά στο δικό του.

Είπε στους αστυνομικούς ότι δεν θυμόταν σε ποιο μέρος τον άφησαν οι απαγωγείς του και πώς αποφάσισε να μεταβεί στο σπίτι της μητέρας του και να μην ειδοποιήσει την Αστυνομία επειδή ήθελε να ηρεμήσει και να ξεχάσει την περιπέτεια που έζησε στα χέρια τους.

Δεν θυμάται

Κατά τις ίδιες πληροφορίες οι αστυνομικοί προβληματίστηκαν έντονα από το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας δεν θυμόταν την περιοχή που τον άφησαν οι απαγωγείς. Αυτό το κενό μνήμης δυσκολεύει τους αστυνομικούς να βρει την άκρη του νήματος στην υπόθεση, καθώς αν γνώριζαν τον τόπο θα αναζητούσαν μαρτυρίες ή ενδεχομένως οπτικά δεδομένα από τυχόν κάμερες στους δρόμους.

Αδιευκρίνιστο παραμένει επίσης για τους αστυνομικούς το τι μεσολάβησε και οι τέσσερις που φαίνεται πως άρπαξαν τον επιχειρηματία, αποφάσισαν να τον ελευθερώσουν. Ζήτησαν λύτρα από κάποιο συγγενικό του πρόσωπο και τα έλαβαν; Διαπραγματεύτηκε ο ίδιος μαζί τους; Κανόνισε αυτός να πληρωθούν και να κερδίσει την ελευθερία του ή βρίσκεται από πίσω κάποια άλλη βαθύτερη αιτία;

Ανέφερε ότι οι απαγωγείς δεν του ζήτησαν χρήματα, ούτε εκείνος τούς έδωσε για την απελευθέρωσή του, και όταν ρωτήθηκε από τους αστυνομικούς για τους διαλόγους που είχε με τους δράστες και αν τους είδε, εκείνος απάντησε «μού είχαν βάλει κουκούλα, με είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο και είχα δεμένα χέρια. Δεν ξέρω ποιοι ήταν, δεν θυμάμαι διαλόγους».

Δεν αποκλείεται, πάντως, ο Μαυρίκος να διαπραγματεύτηκε μόνος του τα λύτρα με τους απαγωγείς και να μη θέλει τώρα να μιλήσει.