Βαριά ρίχνει τη σκιά του πάνω από το Μέγαρο Μαξίμου το δικαστικό και αστυνομικό φιάσκο, όπως το χαρακτηρίζει σύσσωμη η αντιπολίτευση, που αφορά την υπόθεση του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου. Μια επιτυχία των αστυνομικών Αρχών, όπως προβλήθηκε με ένταση τις προηγούμενες ημέρες, έχει σημαντικές πολιτικές διαστάσεις και εκτυλίχθηκε σε μπούμερανγκ για την κυβέρνηση, στους κόλπους της οποίας κυριαρχεί το παιχνίδι της απόδοσης των ευθυνών (blame game).

Η κυβέρνηση εξαρχής επένδυσε πολιτικά και επικοινωνιακά στη συγκεκριμένη υπόθεση και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε ομιλία του στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα, έσπευσε να πανηγυρίσει προτού καν δοθεί στη δημοσιότητα η δικογραφία. Μάλιστα προκάλεσε ποικίλα αρνητικά σχόλια η αναφορά από τον ίδιο του ονόματος του Ριχάρδου, μια κίνηση που για πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης και νομικούς ήταν τελείως λανθασμένη. Και αυτό διότι, όπως υποστηρίχθηκε, ήταν απέναντι στο τεκμήριο της αθωότητας και ενισχύθηκαν τα επιχειρήματα περί παρέμβασης της κυβέρνησης στη Δικαιοσύνη για ακόμη μια φορά.

Οι εξελίξεις όμως στην υπόθεση, παρά το γεγονός της διάστασης απόψεων μεταξύ εισαγγελέα και ανακριτή, επέφεραν ένα ακόμα πλήγμα στην κυβέρνηση. Και μόνο η είδηση περί επικείμενης εξόδου από τις φυλακές, όπου βρέθηκαν 8 πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο γνωστός ενεχυροδανειστής, με την απόφαση για προσωρινή κράτησή τους, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Το αιτιολογικό ότι δεν στοιχειοθετείται η κατηγορία της λαθρεμπορίας χρυσού προς την Τουρκία εκλήφθηκε από την αντιπολίτευση ως μείζον χτύπημα, ακόμα και για τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, ο οποίος στη Βουλή ανέδειξε τη συγκεκριμένη υπόθεση για να ενισχύσει το επιχείρημά του ότι παλαιότερες κυβερνήσεις έκρυβαν διάφορες υποθέσεις.

Μπαλάκι οι ευθύνες

Υπό τη βασική αρχή ότι πρέπει να προστατευθεί ο Πρωθυπουργός και να μην είναι στο κάδρο, ξεκίνησε ένας χορός για τις ευθύνες μεταξύ Δικαιοσύνης και Αστυνομίας, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, που είχε και την πρωτοβουλία της ενημέρωσης του Τσίπρα για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, η Αστυνομία έχει ευθύνη διότι δεν «έδεσε» το κατηγορητήριο, ενώ μετά τη μετάβασή τους στις φυλακές έγινε γνωστό – και εδώ τίθεται το ερώτημα εάν είχαν ενημερώσει σχετικά τον Πρωθυπουργό, και εάν όχι, γιατί δεν συνέβη αυτό – ότι το εμπόριο χρυσού με την Τουρκία δεν υπόκειται σε φόρους, οπότε δεν υπάρχει λαθρεμπόριο.

«Εδιναν και συγχαρητήρια». Την ίδια στιγμή καταγράφηκε αντιπαράθεση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και των δικαστών, στους οποίες επέρριψε ευθύνες. Από την Κατεχάκη έλεγαν ότι «για την πρόοδο της δικογραφίας υπήρχε συνεχής ενημέρωση των αρμόδιων εισαγγελέων, οι οποίοι επόπτευαν την προανακριτική έρευνα και διαδικασία σε όλα τα στάδια.

Παράλληλα, υπογράμμιζαν ότι η επιχείρηση της Αστυνομίας πραγματοποιήθηκε μετά το «πράσινο φως» των εισαγγελέων, οι οποίοι προηγουμένως ενημερώθηκαν για το σύνολο του προανακριτικού υλικού της δικογραφίας, συγχαίροντας μάλιστα τόσο οι ίδιοι όσο και η αρμόδια ανακρίτρια τους αστυνομικούς για τον άρτιο χειρισμό της υπόθεσης.

Σύμφωνα με ανώτερα στελέχη της ΝΔ, το φιάσκο έγινε διότι υπήρξε στοχευμένη πίεση από την κυβέρνηση προς τις αστυνομικές Αρχές για να καταγραφούν επιτυχίες της Ελληνικής Αστυνομίας, ώστε ο Πρωθυπουργός να μπορεί να αντικρούσει την κριτική της αντιπολίτευσης.

«Προκαλεί αλγεινή εντύπωση το σχόλιο πηγών της ΝΔ περί φιάσκου για την υπόθεση του Ριχάρδου. Από πότε βάλθηκαν στη ΝΔ να δουλεύουν και για λογαριασμό των συνηγόρων υπεράσπισης κλεπταποδόχων χρυσού; Αυτή είναι η δήθεν έγνοια τους για την ανομία και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας; Λίγη περισσότερη υπομονή και εμπιστοσύνη στις δικαστικές Αρχές δεν θα έβλαπτε…» ήταν το σχόλιο του Μαξίμου.