Για «πρόθεση» να προτείνουν μία ιστορική συμφωνία μεταξύ κράτους – Εκκλησίας, μίλησε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, μετά τη θύελλα αντιδράσεων που προκλήθηκε στον απόηχο των ανακοινώσεων της Τρίτης…

«Ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσαν χθες την πρόθεση τους να προτείνουν μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας η οποία θα οδηγήσει στον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ τους», δήλωσε ο Δ. Τζανακόπουλος προσθέτοντας ότι «στόχος της πρότασης είναι να θέσει το πλαίσιο διευθέτησης ιστορικών εκκρεμοτήτων».

Ο κ. Τζανακόπουλος δεν δίστασε μάλιστα επικαλούμενος τη συμφωνία να προαναγγείλει και προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, εμμέσως πλην σαφώς, αφού όπως είπε «απελευθερώνονται» 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων. Συγκεκριμένα απαντώντας σε ερώτηση δήλωσε επί λέξη ότι:«Με τη συμφωνία αυτή απελευθερώνονται 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων», εξηγώντας ότι «οι κληρικοί αν και δεν είναι ακριβώς δημόσιοι υπάλληλοι, είναι οιονεί δημόσιοι υπάλληλοι, καταμετρώνται όμως στο δυναμικό των δημοσίων υπαλλήλων».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πρόσθεσε ότι «επειδη έχουμε καταφέρει να καταλήξουμε σε συμφωνία με τους θεσμούς πριν τη λήξη των μνημονίων που προβλέπει το 1:1 στο Δημόσιο, αυτό μας δίνει τη δυνατότητα στα επόμενα χρόνια να συμπληρώσουμε αυτές τις θέσεις με προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων κατά κύριο λόγο για να καλύψουμε κοινωνικές ανάγκες, του κοινωνικού κράτους, δηλαδή γιατρούς, εκπαιδευτικούς και όποιες άλλες ανάγκες κρίνει η ελληνική κυβέρνηση ότι απαιτείται να καλυφθούν».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξήγησε και το «πώς» θα καλύπτεται η μισθοδοσία των κληρικών στο εξής, μέσω της επιδότησης που θα καταβάλλει το κράτος, θέμα που είναι αλληλένδετο με τις προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων: «Στο ζήτημα της επιδότησης η ελληνική κυβέρνηση φιλοδοξεί ως το 2030 τα εσοδα από το ταμείο αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας να είναι τέτοια που να αρκούν ώστε να καλύπτουν το ποσοστό επιδότησης που θα δίνεται κάθε χρόνο στην εκκλησία», ανέφερε ο Δ. Τζανακόπουλος.

Πρόθεση

Ο κ. Τζανακόπουλος στην εισαγωγική τοποθέτηση του είπε ότι «ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσαν χθες την πρόθεση τους να προτείνουν μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας η οποία θα οδηγήσει στον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ τους». Είπε ότι «η πρόταση αυτή προέκυψε ως αποτέλεσμα μακρόχρονου διαλόγου ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού» και σημείωσε ότι «στόχος της πρότασης είναι να θέσει το πλαίσιο διευθέτησης ιστορικών εκκρεμοτήτων».

Σύμφωνα με τον ίδιο «για πρώτη φορά από συστάσεως ελληνικού κράτους το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας επιχειρείται να επιλυθεί όχι με μονομερείς ενέργειες αλλά με συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας σε ισότιμη βάση μετά από ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο». «Η πρόταση αυτή είναι προφανές ότι προκύπτει μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις, υποχωρήσεις αναγκαίες όταν επιχειρείται να βρεθεί συναινετική λύση», προσέθεσε και επισήμανε ότι «το κοινό ανακοινωθέν του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου περιγράφει το πλαίσιο διευθέτησης και εφόσον εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και την Ιεραρχία θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης που θα κυρωθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο».

Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι η κυβέρνηση «καλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις να υποστηρίξουν αυτή την ιστορική πρωτοβουλία που διευθετεί μια από τις πιο περίπλοκες νομικές και πραγματικές εκκρεμότητες, ίσως την πιο περίπλοκη, στην ιστορία του ελληνικού κράτους».

Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, σχολίασε, «είναι απολύτως εκτός λογικής και πλήρως πολιτικά ανεύθυνο να οδηγούνται κάποιες πολιτικές δυνάμεις σε στρεβλώσεις και εξαλλοσύνες που δεν συνάδουν με την βαρύτητα, τη σοβαρότητα και την ιστορικότητα της συμφωνίας αυτής». Συμπλήρωσε ότι «επιφυλάξεις, επισημάνσεις και διαοφοροποιήσεις είναι προφανώς και θεμιτές και εύλογες σε ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα», για να υπογραμμίσει ωστόσο πως «αυτό που δεν είναι ούτε εύλογο ούτε θεμιτό είναι η διαστρέβλωση, η παραμόρφωση και τα γραφικά ψεύδη».

Επίθεση στη ΝΔ για την αναθεώρηση του Συντάγματος

Συνεχίζοντας την κριτική προς τη ΝΔ είπε ότι αυτή την κατάσταση «δυστυχώς κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε και σε σχέση με την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, όταν στελέχη της ΝΔ υπερβαίνοντας κάθε μέτρο και κάθε σοβαρότητα έφτασαν να μιλούν για κατάργηση των Χριστουγέννων ή αφαίρεση του σταυρού από τη σημαία». «Πρόκειται», είπε, «για ανεύθυνη και ασόβαρη πρακτική που δεν συμβάλλει στον πολιτικό διάλογο και επί της ουσίας επιβεβαιώνει την εκτίμηση μας ότι η Νέα Δημοκρατία, όχι απλώς σέρνεται στις ακροδεξιές θέσεις των κ. Βορίδη και Γεωργιάδη, αλλά πολύ περισσότερο υιοθετεί την ακροδεξιά κουλτούρα του ανορθολογισμού και της παραδοξολογίας».

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε ότι «η αναθεώρηση του Συντάγματος, ως μια κορυφαία θεσμική και κοινοβουλευτική πρωτοβουλία απαιτεί υπευθυνότητα και καθαρές τοποθετήσεις επί της ουσίας των θεμάτων. Ό,τι δηλαδή δεν έχει πράξει μέχρι στιγμής η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης». Προσέθεσε ότι ο πρόεδρος της ΝΔ «ούτε χθες ξεκαθάρισε τη θέση του ως προς τη στάση που θα κρατήσει στην κορυφαία αυτή κοινοβουλευτική διαδικασία», για να σχολιάσει: «Αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η αμφίσημη στάση του σχετίζεται με την αμηχανία του μπροστά στην πρόταση για την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος και την ενδόμυχη επιθυμία του να μην καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα ποινικά αδικήματα των υπουργών».

Εκτίμησε ότι παρόλα αυτά, «κάτω από την κατακραυγή σύσσωμης της κοινωνίας, αλλά και την πολιτική πίεση ο κ. Μητσοτάκης είτε θα αναγκαστεί να συμφωνήσει είτε θα ανακαλύψει κάποιο πρόσχημα για να μη συμμετέχει στην διαδικασία».

Ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση διευκρινίζει πως εκκινεί «μια διαδικασία υπερώριμη και αναγκαία για τη θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους, την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού και την θωράκιση της Πολιτείας σε μια περίοδο που οι απειλές για τη δημοκρατία αυξάνονται διαρκώς».