Όσοι κοιμούνται περισσότερες από τις συνιστώμενες (βάσει των διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών) επτά ώρες ενδεχομένως να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, υποστηρίζουν Βρετανοί ερευνητές.

Σε άρθρο που δημοσιεύουν στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Heart Association, επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια του Λιντς, του Μάντσεστερ και της Ανατολικής Αγγλίας, με επικεφαλής τον Δρ Τσανγκ Σινκγ Κουοκ του Ινστιτούτου Επιστήμης και Τεχνολογίας της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κeele, αξιολόγησαν στοιχεία από 74 ήδη δημοσιευμένες μελέτες στις οποίες περιλαμβάνονταν συνολικά πάνω από τρία εκατομμύρια άτομα.

Και όπως προέκυψε, όσοι κοιμόντουσαν δέκα ώρες είχαν 30% περισσότερες να πεθάνουν πρόωρα από εκείνους που κοιμόντουσαν οκτώ ώρες.

Όσοι έμεναν στο κρεβάτι τους πάνω από δέκα ώρες είχαν επίσης 56% αυξημένο κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο και 49% αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο.

Η κακή ποιότητα του ύπνου σχετιζόταν με 44% αύξηση του κινδύνου στεφανιαίας νόσου.

Εν ολίγοις η μελέτη δείχνει ότι το μη φυσιολογικό πρότυπο ύπνου μπορεί να «είναι δείκτης αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου» και οι γενικοί γιατροί θα πρέπει να ρωτούν τους ασθενείς τους για τις συνήθειες τους αναφορικά με τον ύπνο.

«Το μη φυσιολογικό πρότυπο ύπνου είναι δείκτης αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου και θα πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή ώστε να μελετήσουμε τόσο τη διάρκεια όσο και την ποιότητα του ύπνου των ασθενών μας. Υπάρχουν πολιτισμικές, ψυχολογικές, συμπεριφορικές, παθοφυσιολογικές και περιβαλλοντικές επιρροές στον ύπνο μας, όπως η φροντίδα των παιδιών ή άλλων μελών της οικογένειας μας, το άστατο ωράριο εργασίας, σωματικές και ψυχικές ασθένειες και η 24ωρη διαθεσιμότητα δομών για ύπνο στη σύγχρονη κοινωνία», εξηγεί ο Δρ Κουοκ.