«Στο τελευταίο έργο της: «Εγώ ο Νικόλαος Μάντζαρος» η Χρύσα στην παράσταση ξεκινούσε ανάβοντας ένα σπίρτο. Το φύσηξε και μας μίλησε: ‘…Το σκασα από τον τάφο μου. Έπιασε φωτιά στο κοιμητήριο κι άρχισα να πυρώνομαι! Ε! Όχι είπα, δεν κάηκα ζωντανή, να καώ πεθαμένη; Ευχήθηκα μ’ ούλη μου την καρδιά να εξαφανιστώ… ε μιράκολο γίνηκε!…» είναι ένα απόσπασμα από τον βαθιά ανθρώπινο και γι αυτό αυθεντικά συγκινητικό επικείδειο λόγο της ηθοποιού Αννέτας Παπαθανασίου, στην κηδεία των στενών φίλων της, Χρύσας Σπηλιώτη και Δημήτρη Τουρναβίτη.

Η Χρύσα Σπηλιώτη και ο Δημήτρης Τουρναβίτης κηδεύτηκαν χθες, Τρίτη, με πλήθος φίλων και συγγενών να δίνουν το «παρών» στο τελευταίο αντίο.

Η επιθυμία της οικογένειας ήταν να μην παρευρεθούν στην κηδεία μέσα μαζικής ενημέρωσης και να σεβαστούν αυτή την εξαιρετικά προσωπική στιγμή της οικογένειας και να αφήσουν τους συγγενείς, φίλους και συναδέρφους να πουν το τελευταίο αντίο στους αγαπημένους τους ανθρώπους, ήρεμα και σε στενό οικογενειακό κύκλο.

Μια μέρα μετά, με ανάρτησή της στην προσωπική της ιστοσελίδα στο Facebook, η Αννέτα Παπαθανασίου, στενή φίλη της Χρύσας Σπηλιώτη, ευχαριστώντας όλους για τη συμπαράσταση και τα συγκινητικά μηνύματά τους δημοσιοποιεί τα λόγια που είπε αποχαιρετώντας τους αγαπημένους φίλους της, Χρύσα και Δημήτρη.

Στο τέλος, μάλιστα, η ηθοποιός αναφέρει και ένα γεγονός που αποτελεί θα έλεγε κανείς τον ορισμό της τραγικής ειρωνείας· τα λόγια που έλεγε η αδικοχαμένη ηθοποιός στην τελευταία της παράσταση…

Η ανάρτηση της Αννέττας Παπαθανασίου:

Φίλοι μου σας ευχαριστώ όλους για την συμπαράσταση και τα συγκινητικά μηνύματά σας για την Χρύσα και τον Δημήτρη. Δεν μπόρεσα να σας γράψω προσωπικά. Δημοσιοποιώ όμως τα λόγια που έγραψα και διάβασα στην εκκλησία στην κοινή κηδεία των αγαπημένων μου.

«Χρύσα μου και Δημήτρη έχει έρθει πολύς κόσμος στην τελευταία σας παράσταση…

Χρύσα μου έχω γράψει τόσα για σένα για να μιλήσω σήμερα και όλα τα έσβησα. Πού είσαι να μου τα διορθώσεις; Ήμασταν μαζί προχθές και μου διόρθωνες ένα κείμενο που έγραψα και τώρα, αυτό που γράφω για σένα, πού να στο στείλω να μου το διορθώσεις; Γραφεις πολύ προσωπικά, μου έλεγες, γράψε πιο ουδέτερα. Και τώρα μόνο προσωπικά μπορώ να γράψω:

– Θέλω να σου θυμίσω ότι κανονίσαμε να πάμε βόλτα με τη βάρκα του Δημήτρη, ότι να μην ξεχάσεις, έχουμε να πληρώσουμε το ΦΠΑ. Θυμήθηκες να κάνεις την δήλωση;

Θέλω να σου παραπονεθώ ότι πάλι ξέχασα που έβαλα τα κλειδιά μου. Ότι δεν τα βρίσκω και μήπως έχω αρχή αλτσχάιμερ και εσύ για πολλοστή φορά να με συμβουλέψεις να πάρω μια ατζέντα και να γράφω ότι έχω να κάνω και εγώ να σου απαντήσω… το κάνω βρε Χρύσα αλλά μετά δεν βρίσκω την ατζέντα… και να γελάσουμε. Γελάγαμε πολύ. Αχ Χρύσα μου, πέρασες πολλά και δύσκολα, αλλά όταν με έπαιρνες τηλέφωνο για να τα πούμε, πάντα στο τέλος γελάγαμε με τα προβλήματά μας και λέγαμε ότι αφού είμαστε καλά αυτό έχει σημασία. Και τώρα γλυκειά μου δεν είμαστε καλά…

Γράψαμε μαζί και παίξαμε στο «Φώτα Παρακαλώ», είμασταν δυο κλόουν, αστείοι, θέλαμε να μάθουμε στα παιδιά τη διαδικασία του θεάτρου μέσα από το γέλιο. Στο σπίτι μου έγραψες το «Ποιός Ανακάλυψε την Αμερική». Κάθε σκηνή την διαβάζαμε την νύχτα και το πρωί την ξαναδιαβάζαμε. Μετά έγραψες το «Σκωτσέζικο ντους» και εκεί στο καμαρίνι στο θέατρο Ιλίσια Βολονάκης σου μίλησα για τον Δημήτρη.

Τον Δημήτρη τον γνώρισα στην Άνδρο, περιμέναμε στην ουρά για το πλοίο και ο Δημήτρης μέσα σε ένα Ντε Σε Βο με πολλά πράγματα, με τον σκύλο, την μικρή Αλίκη και με μία… χελωνίτσα όπως μου φώναζε η Αλίκη, μου έδινε πληροφορίες. Γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Μας γνώρισε τα μονοπάτια της Ανδρου. Τα ρέματα…

Ήταν ήρεμος γλυκός. Μουσικός, ψαράς, αθλητής. Με το μυαλό μου τότε σκέφτηκα ότι μπορεί να ταιριαζε με την Χρύσα. Και πράγματι, ταίριαξαν, δεν υπήρχε πιο καλό και πιο δεμένο ζευγάρι. Υποστήριζαν ο ένας τον άλλον, αγαπιόντουσαν και τώρα θα είναι μαζί, εκεί.

Στο τελευταίο έργο της: «Εγώ ο Νικόλαος Μάντζαρος» η Χρύσα στην παράσταση ξεκινούσε ανάβοντας ένα σπίρτο. Το φύσηξε και μας μίλησε: «…Το σκασα από τον τάφο μου. Έπιασε φωτιά στο κοιμητήριο κι άρχισα να πυρώνομαι! Ε! Όχι είπα, δεν κάηκα ζωντανή, να καώ πεθαμένη; Ευχήθηκα μ’ ούλη μου την καρδιά να εξαφανιστώ… ε μιράκολο γίνηκε!…»

Τα κατάφερε το ‘σκασε, viva la liberta. Το ‘σκασαν μαζί με τον Δημήτρη και μας άφησαν…»