Από την πρώτη ήδη σελίδα της νουβέλας του «Η ιστορία της Ειρήνης», ο Ερι ντε Λούκα μπαίνει στα βαθιά νερά της ελληνικής κρίσης. Βρίσκεται σε ένα ελληνικό νησί, είναι το 2012 ή 2013 και μιλάει για τους ανθρώπους, Ελληνες, που είχαν υπάρξει μετανάστες και αναγκάζονται να μεταναστεύσουν ξανά. «Να ξαναγυρνάς στη μετανάστευση είν’ ένα άλμα στο σκοτάδι, λιγότερο βαθύ αλλά πιο πικρό» γράφει. Και αμέσως μετά, με φυσικό τρόπο, συνειρμικά σχεδόν, πηγαίνει και σε εκείνους που ακολουθούν αντίστροφο δρόμο μετανάστευσης συγκρίνοντας τις δύο διαδρομές: «Να κυνηγιέσαι δυο φορές κάνει κακό στα κόκαλα. Η Μεσόγειος για μας είναι κακοδιώχτης. Για κείνους που τη διασχίζουν στριμωγμένοι κι όρθιοι σε ριψοκίνδυνα μπάρκα, η Μεσόγειος είναι καλοδέχτης». Για να ακολουθήσει μια εντυπωσιακή, σχεδόν συγκλονιστική εικόνα: «Το καλοκαίρι στ’ ανοιχτά διασταυρώνονται σχεδίες και ιστιοπλοϊκά, οι πιο αντίθετες μοίρες.

Η κομψή, αδιάφορη χάρη ενός φουσκωμένου πανιού με λίγους επιβάτες στο κατάστρωμα περνάει ξυστά από τη βάρκα με τους τσουβαλιασμένους σαν σαρδέλες.

Δεν απαντάει στο χαιρετισμό και στην έκκληση για βοήθεια. Η ακονισμένη πλώρη του ανοίγει τα κύματα σε απαλούς βοστρύχους.

Από τη βάρκα το κοιτάνε να τραβάει μπροστά χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν γιατί, αν και γερμένο στο πλάι, δεν αναποδογυρίζει, δε βουλιάζει, όπως συμβαίνει σ’ αυτούς.

Μερικοί απ’ αυτούς χαμογελούν βλέποντας την προσωποποίηση της τύχης. Μερικοί ελπίζουν να βρουν μια θέση σ’ έναν τέτοιο κόσμο.

Μερικοί απελπίζονται μ’ έναν τέτοιο κόσμο».

Ο ιταλός συγγραφέας του «Βάρους της πεταλούδας», πολύ ευαίσθητος πεζογράφος, πολύ ιδιαίτερος, με μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο αλλά και για τη φύση, έγραψε προφανώς προγραμματικά για την Ελλάδα το βιβλίο αυτό. Σαν οφειλόμενη τιμή σε μια χώρα με βαρύνοντα πολιτισμό που είχε βρεθεί σε δεινή θέση. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια σελίδα χωριστή που τιτλοφορείται «Η ελληνική μου οφειλή» και σε αυτήν ο συγγραφέας λέει λιτά: «Ευχαριστίες στη γλώσσα που έμαθα στο λύκειο, στο νησί των Λειψών, στο δελφίνι που με συνόδεψε στο κολύμπι, στον Παντελή, ψαρά του Αιγαίου».

Η υπόθεση της νουβέλας εκτυλίσσεται λοιπόν, κατά τα φαινόμενα, στους Λειψούς, που δεν ονομάζονται όμως σε αυτήν, προκύπτει από τα συμφραζόμενα, την έκταση του τόπου, την Πάτμο από τη μια και την Τουρκία από την άλλη που φαίνονται στον ορίζοντα.

«Η ιστορία της Ειρήνης» μιλάει για ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ο αφηγητής, alter ego του συγγραφέα, συναντάει στο νησί. Το κορίτσι είναι έγκυος και η κοινότητα του νησιού το έχει απομονώσει, μεταξύ άλλων και γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο πατέρας. Πρόκειται για κορίτσι – ναυαγό που σώθηκε ως εκ θαύματος όταν ήταν πολύ μικρό από τη θάλασσα, χωρίς γονείς, που μάλλον πνίγηκαν, το οποίο μεγάλωσε στο σπίτι του παπά, όπου δούλευε με αντάλλαγμα στέγη και τροφή. Μέχρι που της ήρθαν τα πρώτα έμμηνά της και ο παπάς την έδιωξε.

Στην πορεία μαθαίνουμε ότι το κορίτσι είχε σωθεί από τα δελφίνια, στα οποία επέστρεφε κάθε νύχτα βουτώντας στη θάλασσα. Οι χωριανοί τη θεωρούσαν κωφάλαλη, αλλά αυτή έβγαζε ήχους δελφινιών και είχε έναν τρόπο μοναδικό να επικοινωνεί με τον αφηγητή μεταδίδοντας τη σκέψη της σε αυτόν. Ο Ντε Λούκα χρησιμοποιεί έντονα το μυθολογικό στοιχείο, με αναφορές τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στα βιβλικά κείμενα που έχει επισταμένως μελετήσει (μαθαίνοντας αρχαία εβραϊκά αλλά και γίντις), όπως χρησιμοποιεί πολύ και το ποιητικό αλλά και το αλληγορικό στοιχείο στη γραφή του. Ως παλιός επαναστάτης, που διατήρησε ακέραιες τις ιδέες του, όχι όμως και τον ίδιο τρόπο δράσης που είχε υιοθετήσει τότε, ως μέλος της Λότα Κοντίνουα, ο Ντε Λούκα κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τον κόσμο, πάντα ανάμεσα στις γραμμές της κύριας ιστορίας. Λέει, λ.χ., ότι η θάλασσα είναι σωστότερη από τη στεριά. «Η στεριά είναι ψηλή και χαμηλή, δεν ισοσκελίζει τα τυχερά. Η θάλασσα είναι σωστότερη, αν ένα κύμα υψώνεται περισσότερο από τ’ άλλα, ύστερα κατεβαίνει». Και θεωρεί «παράξενο που ο κομμουνισμός δεν πήρε σαν παράδειγμα τη θάλασσα», ότι «στις σημαίες του χορεύουν σε κόκκινο φόντο σφυριά, δρεπάνια, διαβήτες κι αστέρια, αλλά κανένα κύμα», ότι «προτίμησε εργάτες και αγρότες αντί για ψαράδες». Παρόλο που η θάλασσα «είναι πλούσια» και έχει «την καλύτερη κατανομή πλούτου». Και παρόλο που ενώ «στη στεριά συσσωρεύουμε», στη θάλασσα δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και «τα ψάρια καταφέρνουν να εξασφαλίσουν την καθημερινή τροφή».

Αυτοσαρκάζεται όμως κιόλας: «Ενας συγγραφέας μεταμορφώθηκε σε κατσαρίδα, ένας άλλος σε ξύλινη μαριονέτα. Εμένα μερικές φορές μου έτυχε να είμαι το άλογο του Δον Κιχώτη.

Με τσίγκλησαν κάτι ευγενείς λόγοι που σάλταραν στα καπούλια μου και μ’ έστειλαν να τριγυρνάω.

Οσο ευγενέστεροι είναι οι λόγοι τόσο ελλιπέστερες οι δυνάμεις αυτών που πρέπει να τους υπηρετήσουν»…

Οι υπόλοιπες ιστορίες

Ο γέρος που ήθελε να χορτάσει τον αέρα

Το βιβλίο, εκτός από την εκτενή νουβέλα για τη μικρή Ειρήνη, περιλαμβάνει και δύο μικρότερα διηγήματα, με τα οποία συμπληρώνει τον ύμνο του προς το Αιγαίο με έναν ύμνο γενικότερο, προς όλη τη Μεσόγειο. Το ένα, που είναι και ιδιαίτερα συγκινητικό, μιλάει για ένα επεισόδιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο πατέρας του Ερι ντε Λούκα, Αλντο ντε Λούκα. Που αφού πολέμησε τους Ελληνες στην Αλβανία επέστρεψε στην Ιταλία και, με την υπογραφή της ανακωχής και τη μετατροπή του γερμανικού στρατού σε στρατό κατοχής, κρυβόταν για να μη συλληφθεί. Και περιγράφει το δύσκολο πέρασμα στα κρυφά, μέσα από νάρκες επιφανείας, με βάρκα, από το Σορέντο στο Κάπρι που είχε καταληφθεί από τους Αμερικανούς και όπου βρισκόταν η σωτηρία.

Το τρίτο κείμενο περιγράφει τις τελευταίες ώρες ενός φτωχού γέρου στη Νάπολι, τη γενέτειρα του Ερι ντε Λούκα. Και τη θέλησή του να χορτάσει τον αέρα της θάλασσας πριν φύγει.

Erri de Luca

Η ιστορίατης Ειρήνης

Μτφ. Κωνσταντίνα Ευαγγέλου

Εκδ. Κέλευθος, 2018, σελ. 168,

Τιμή: 8,50 ευρώ