Σκηνοθέτησε μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες ταινίες του ομιλούντος κινηματογράφου, αφήνοντας το μοναδικό αποτύπωμά του σε εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κινηματογραφικά είδη. Οταν μιλάς για θρίλερ, είναι αδύνατον να μη θυμηθείς τη «Λάμψη» και ποια ταινία αν όχι το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» μπορεί να περάσει από το μυαλό σου αν σκέφτεσαι τις λέξεις «επιστημονική φαντασία»; Με το «Κουρδιστό πορτοκάλι» εικονογράφησε εφιαλτικά τη φιλοσοφία της βίας και με τον «Μπάρι Λίντον» μπόρεσε να αποδώσει μαγικά τις σελίδες ενός κλασικού μυθιστορήματος της βρετανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, όπως το ομότιτλο του Γουίλιαμ Θάκερι. Και ήταν ο σκηνοθέτης που κατάφερε να δώσει κινηματογραφικές εικόνες στη «Λολίτα» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ένα έργο της λογοτεχνίας που θεωρούνταν κυριολεκτικά αδύνατον να κινηματογραφηθεί. Στο πόστερ αυτής της ταινίας το διαφημιστικό σποτ ήταν ή ίδια η δημιουργία της: «Και όμως μπόρεσαν να κάνουν ταινία τη Λολίτα!».

Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Γνήσιος καλλιτέχνης του κινηματογράφου, μαέστρος της μηχανής, ασύλληπτος στη σύνθεση εικόνων, καθότι επαγγελματίας φωτογράφος ο ίδιος. Αλλά και δύσκολος χαρακτήρας, πεισματάρης, απροσπέλαστος, ικανός να τρελάνει τους ηθοποιούς του, όπως συνέβη με τη Σέλεϊ Ντιβάλ που έπαθε νευρικό κλονισμό στα γυρίσματα της «Λάμψης». Υπάρχει βίντεο από το making of της ταινίας που βλέπεις τον Κιούμπρικ να την καταπιέζει, να την ταπεινώνει και εκείνη να υπομένει πνίγοντας τους λυγμούς της ενώ υποφέρει. Η επιμονή του Κιούμπρικ στην επανάληψη των λήψεων των σκηνών αλλά και στη χρονοβόρα διαδικασία για την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του είναι στοιχεία που έχουν συντελέσει στη δημιουργία του θρύλου του.

Στα γυρίσματα του «Κουρδιστού πορτοκαλιού» κατέστρεψε πανάκριβες κάμερες πετώντας τες από το παράθυρο μέσα σε κιβώτια από πλεξιγκλάς, έτσι ώστε να «συλλάβει» όσο το δυνατόν πιο πιστά αυτά που υποτίθεται ότι έβλεπε ο ήρωας του Μάλκολμ Μακ Ντάουελ ενώ έπεφτε από το παράθυρο. Στα γυρίσματα του αντιπολεμικού αριστουργήματός του «Σταυροί στο μέτωπο», «παιδαρέλι» ακόμα, προκάλεσε μένος στον ηλικιωμένο ηθοποιό Αντολφ Μεντζού όταν του ζήτησε να επαναλάβει για 14η φορά την περίφημη σκηνή του απέναντι στον Κερκ Ντάγκλας. Σύμφωνα με τον Ντάγκλας, ο Μεντζού έχασε τον έλεγχο και άρχισε να ωρύεται μιλώντας πολύ άσχημα κατά του Κιούμπρικ και της νέας γενιάς σκηνοθετών. Οταν το ξέσπασμα του ηθοποιού τελείωσε, το μόνον που είπε ο Κιούμπρικ ήταν: «Ωραία. Πάμε για μία ακόμα φορά τη σκηνή». Ο Μεντζού έμεινε κόκαλο, επέστρεψε στο σκηνικό, έπαιξε τη σκηνή και αργότερα ζήτησε συγγνώμη.

Το απόγειο της αυτοπεποίθησης

Αέρας αυτοπεποίθησης, αυτό ήταν όλο. ‘Η σχεδόν όλο. Ο αέρας αυτοπεποίθησης του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το μόνο ίσως στοιχείο του χαρακτήρα του για το οποίο όλοι θα πρέπει να συμφωνούσαν, τον ακολουθούσε από μικρό παιδί. Από τότε που στα 13 του άρχισε να ψαχουλεύει την Graftex του πατέρα του, στο σπίτι τους στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, όπου και γεννήθηκε. Η φωτογραφία ήταν το χόμπι του γιατρού πατέρα του και ήταν εκείνος, ο πατέρας του, που προσπάθησε να «περάσει» στον γιο του κάποιες γνώσεις του σχετικές με τη φωτογραφία από κλασικά μαθήματα φωτογραφίας που είχε πάρει στο παρελθόν. Ελάχιστο ενδιαφέρον έδειξε για όλα αυτά ο μικρός Στάνλεϊ. Ηθελε να τραβήξει τις δικές του φωτογραφίες. Και αυτό ακριβώς έκανε.

Από πολύ νωρίς οι φωτογραφίες του γυμνασιόπαιδος Στάνλεϊ Κιούμπρικ λάμβαναν μέρος σε διαγωνισμούς. Ως μαθητής γυμνασίου ήταν ο επίσημος φωτογράφος της εφημερίδας του Γυμνασίου Ταφτ στο Μπρονξ. Οταν τελείωνε το λύκειο, τρία χρόνια μετά την πρώτη του επαφή με τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα του, κατάφερε να πουλήσει για 25 δολάρια μια φωτογραφία του στο «Look», περιοδικό γνωστό για την έμφαση που έδινε στη φωτογραφία. Το ενδιαφέρον βέβαια ήταν ότι ο Κιούπρικ επέλεξε το «Look», όχι το αντίθετο. Την πούλησε στο «Look» μόνον όταν είδε ότι η προσφορά του ήταν καλύτερη. Σύμφωνα με το άρθρο «Tell me whο is Kubrick?» του περιοδικού «Esquire» (Ιούλιος 1958) ο Κιούμπρικ είχε πει στην Ελεν Ο’ Μπράιαν, photo editor του «Look», ότι «η «Daily News» της Νέας Υόρκης μού έδινε μόνον δέκα δολάρια. Επομένως η φωτογραφία είναι δική σας».

Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο του χαρακτήρα του Κιούμπρικ ήταν η σχέση του με τα χρήματα. Ενώ σε ό,τι αφορούσε τον εαυτό του δεν τους έδινε μεγάλη σημασία, τα χειριζόταν με προσοχή για τις ταινίες του. Σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Μάλκομ Μακ Ντάουελ είχε «κατηγορήσει» τον Κιούμπρικ ότι δεν τον είχε πληρώσει τα συμφωνημένα για το «Κουρδιστό πορτοκάλι». Πάντως στον ενδυματολογικό τομέα ο Κιούμπρικ ήταν εντελώς αδιάφορος, ανίκανος να πετύχει σωστό συνδυασμό χρωμάτων, ή το σωστό νούμερο στις αγορές. Από πολύ μικρός κυκλοφορούσε ατημέλητος αλλά η απαράδεκτη εικόνα της εμφάνισής του δεν τον ενοχλούσε καθόλου.

Η Μερσεντές και τα χρέη

Οταν στα τέλη της δεκαετίας του 1950, πριν από τη φυγή του για την Αγγλία όπου απομονώθηκε σε ένα κάστρο, ο Κιούμπρικ κατοικούσε ακόμη στο Λος Αντζελες, δεν ζούσε ακριβώς σαν ερημίτης αλλά δεν είχε και καμία απολύτως σχέση με τον κόσμο του Χόλιγουντ. Η μόνη του περιουσία ήταν μια μαύρη Μερσεντές που είχε φέρει μαζί του από τη Γερμανία όπου γύρισε τους «Σταυρούς στο μέτωπο». Δεν ζούσε σε βίλα, δεν είχε πισίνα, άλλαζε ενοικιαζόμενα ήδη επιπλωμένα δωμάτια, μεταφέροντας όποτε μετακόμιζε τα πολύτιμα βιβλία που εκείνη την εποχή διάβαζε (δεινός αναγνώστης, ο Κιούμπρικ διάβαζε διαρκώς καθώς επίσης έβλεπε συνέχεια ταινίες). Τα πρώτα χρόνια ως σκηνοθέτης δεν έβγαζε καθόλου χρήματα –για την ακρίβεια είχε πολλά χρέη γιατί οι δύο πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του, το «Fear and desire» και το «Killer’s kiss», απέτυχαν παταγωδώς στα ταμεία που ο Κιούμπρικ χρωστούσε χρήματα στις οικογένειες εκείνων που τον βοήθησαν οικονομικά να τις γυρίσει.

Το σινεμά τον απορρόφησε μέσω της δουλειάς του ως φωτογράφου. Οταν το «Look» τον προσέλαβε στο επιτελείο φωτογράφων του (ήταν μόλις 18 χρόνων), ο Κιούμπρικ δούλεψε σε πολλά φωτορεπορτάζ, εκ των οποίων ένα θα γινόταν η βάση της πρώτης μικρού μήκους ταινίας του. Το φωτορεπορτάζ με τίτλο «Prizefighter» αφορούσε την εξέλιξη ενός πυγμάχου μεσαίων βαρών. Ο Κιούμπρικ πήρε το θέμα του και το έκανε κινούμενες εικόνες καταγράφοντας τα βήματα στο ρινγκ του πυγμάχου Γουόλτερ Καρτιέ που στη δεκαετία του 1950 θεωρούνταν ανερχόμενο ταλέντο. Η ταινία, με τίτλο «Day of the fight» κόστισε μόλις 800 δολάρια στα οποία ο Κιούμπρικ πρόσθεσε 3.000 ακόμη (όλες τις οικονομίες του) διότι θέλησε να βάλει πρωτότυπη μουσική, γραμμένη ειδικά για την ταινία.

Το «Day of the fight» αγοράστηκε από την RKO προς 4.000 δολάρια και η πρεμιέρα του στο Paramount Theatre της Νέας Υόρκης ήταν για τον Κιούμπρικ μια τόσο όμορφη εμπειρία που το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να παραιτηθεί από τη θέση του στο «Look» και να ακολουθήσει την τύχη του στον κινηματογράφο. Οπου και τη βρήκε.

Οι φωτογραφίες προέρχονται από την έκθεση «Through a different lens», που διεξάγεται αυτή την περίοδο – έως τον Σεπτέμβριο – στο Μουσείο της Πόλης της Νέας Υόρκης