Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες της επιστημονικής κοινότητας, στις οικογένειες που υπάρχει ιστορικό δυσλεξίας και μαθησιακών δυσκολιών (κληρονομικοί παράγοντες σε ποσοστό 80%), η αξιολόγηση των παιδιών θα πρέπει να ξεκινήσει τον Φεβρουάριο της Α’ Δημοτικού (δηλαδή στα μέσα της σχολικής χρονιάς), καθώς το πρώιμο πρόγραμμα παρέμβασης μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό για τη μετέπειτα σχολική πορεία των παιδιών και συνεπακόλουθα των επιδόσεών τους. «Ομως, η πιο σωστή ηλικία για να αξιολογηθούν οι όποιες μαθησιακές δυσκολίες είναι από τα μέσα της Β’ Δημοτικού (και όχι από το τέλος) και να ολοκληρώνεται στις αρχές της Γ’ Δημοτικού. Εφόσον ο γονιός διαπιστώσει κάποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, καλό είναι να υπάρχει ένας ανιχνευτικός μαθησιακός έλεγχος, έστω και αν είναι προληπτικός», διευκρινίζει η Ιωάννα Δημητριάδου. Σε δεύτερη φάση οι γονείς πρέπει να απευθυνθούν σε αρμόδιους δημόσιους φορείς (ΚΕΔΔΥ, Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα και δημόσια νοσοκομεία), όπου μία κατάλληλη και εξειδικευμένη ομάδα, η οποία απαρτίζεται από ψυχολόγο, κοινωνικό λειτουργό, ειδικό παιδαγωγό, λογοθεραπευτή, εργοθεραπευτή και παιδοψυχίατρο θα αξιολογήσει το παιδί και μέσα από μια ειδική διαγνωστική έκθεση θα δώσουν τις κατάλληλες κατευθύνσεις. Αντίστοιχα, υπάρχουν και ιδιωτικές δομές. Το επόμενο και πλέον καθοριστικό βήμα είναι η αντιμετώπιση του παιδιού από ειδικό παιδαγωγό, εξειδικευμένο σε θέματα δυσλεξίας και μαθησιακών δυσκολιών. «Ο γονιός οφείλει να ζητήσει από τον ειδικό παιδαγωγό να του περιγράψει με σαφήνεια το πρόγραμμα παρέμβασης που θα ακολουθήσει και συγκεκριμένα σε ποιες μεθοδολογίες θα στηρίζεται, να διασφαλίσει τη συνεργασία του με τον δάσκαλο της τάξης, να διερευνήσει αν υπάρχει χημεία με το παιδί του και να σιγουρευτεί πως εκείνος έχει την επιθυμία να ζητήσει την εμπλοκή του γονιού στους τρόπους που μπορεί εκείνος να βοηθήσει το ίδιο του το παιδί», καταλήγει η Ιωάννα Δημητριάδου.