Με την τραγουδίστρια Ηρώ Σαΐα συναντιόμαστε στο σπίτι όπου διαμένει, στην οδό Καλλιδρομίου. Πάνε δέκα χρόνια που κάναμε συνέντευξη με αφορμή τότε τη δισκογραφική της δουλειά «Γυναίκα τριαντάφυλλο». Νέα, μόνη, φιλόδοξη και εργατική, μόλις είχε κόψει τον ομφάλιο λώρο από την ενεργή της μαθητεία στην ομάδα Σπείρα Σπείρα του Σταμάτη Κραουνάκη και έκανε τα δικά της βήματα. Από τότε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στο δεύτερο σκέλος, η Ηρώ είναι πια μάνα και μάλιστα σύζυγος του μεγάλου δημιουργού Σταύρου Ξαρχάκου. Αυτό το δεύτερο με ιντριγκάρει περισσότερο για να την συναντήσω για τη σειρά συνεντεύξεων «Τετάρτη Εντολή», αφού σε αυτό το ψηλοτάβανο σπίτι της Νεάπολης των Εξαρχείων μοιάζει να συγκατοικούν οι δύο κόσμοι του ελληνικού τραγουδιού. Ο κόσμος του Ξαρχάκου, αυτός δηλαδή των μεγάλων δημιουργών του 20ού αιώνα και ο κόσμος της Ηρώς, ο μετέωρος κόσμος της νέας γενιάς των τραγουδιστών που παλεύουν σε ρευστό και περίπλοκο τοπίο.

Εχουμε να τα πούμε από εκείνο το καφέ στον Πύργο Αθηνών που πάλι για «ΤΑ ΝΕΑ» τα είχαμε πει πριν από χρόνια…

Εχουν αλλάξει πολλά, εγώ νομίζω δεν έχω αλλάξει πολύ, αλλάζω όταν θέλω να αλλάζω τα κακώς κείμενα. Η βάση μας γενικά όμως νομίζω δεν αλλάζει.

Εν τω μεταξύ όμως γίνατε μητέρα. Αυτό δεν σας άλλαξε;

Αυτό που λες είναι σωστό. Αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τη ζωή, όχι ο χαρακτήρας σου, θεωρώ πως έχω περισσότερη κατανόηση, υπομονή, βλέπω τον κόσμο με άλλα μάτια, μπορώ να σου γράψω έκθεση. Είμαι τυπικό παράδειγμα, είμαι πολύ μανούλα, κέντρο μου είναι τα παιδιά μου, είμαι πολύ εδώ, είναι επιλογή μου, ίσως επειδή ήλθαν στη φάση που εγώ ήθελα.

Με τη δουλειά πώς είναι;

Ο πρώτος χρόνος ήταν πολύ δύσκολος, φαντάζομαι για όλες τις μάνες, δεν μπορείς να τα κάνεις όλα, αυτό το είχα πάρει απόφαση όμως. Σίγουρα άφησα πράγματα πίσω, δεν μπορείς να τα κάνεις σωστά και τα δύο. Εγώ έχω βοήθεια, αλλά είμαι συνέχεια εδώ, και λάντζα κάνω και νοικοκυριό, όλα.

Πότε δουλεύετε;

Με τη δουλειά ασχολούμαι κυρίως το βράδυ. Τώρα που κάνω κάτι για χειμώνα μελετώ το βράδυ, πάω βόλτα το βράδυ, όταν θα κοιμηθούν τα μωρά. Ολα βολεύονται. Βέβαια έχω την πολυτέλεια να έχω και βοήθειες, για να γυρίσω όμως στο θέμα της δουλειάς, εγώ που δεν είμαι υπάλληλος, έχω και αυτή την πολυτέλεια, η δουλειά θα πάει πιο πίσω, οι προτεραιότητες είναι συγκεκριμένες: πρώτα τα παιδιά, μετά ο Σταύρος, μετά η δουλειά.

Φέτος τι κάνατε ας πούμε;

Φέτος δεν σου κρύβω ήθελα να επαναπροσδιοριστώ. Εκανα τρεις εμφανίσεις χειμώνα στη μουσική σκηνή Σφίγγα, πήγαν καλά. Ηθελα να κάτσω να δω γιατί κάνω αυτό που κάνω, ίσως επειδή ήθελα να κάνω άλλα νέα πράγματα, όχι να κάνω τη ροκ σταρ, προς Θεού. Ηθελα κάτι σε παράσταση, αυτό ετοιμάζω για χειμώνα, πέραν του να λέω τραγούδια άλλων· εγώ εξάλλου δεν έχω δικό μου μεγάλο ρεπερτόριο, ήθελα να φτιάξω το ρεπερτόριό μου και να κάνω κάτι εντελώς δικό μου. Οπως αυτό που ετοιμάζουμε τώρα.

Τι είναι αυτό;

Μια παράσταση που βασίζεται στην παράδοση. Περιέχει παραδοσιακά ή θα έχουν σχέση με την παράδοση, ή τραγούδια που τα έχουμε διασκευάσει έτσι σαν να είναι παραδοσιακά.

Ακόμη και ξεχασμένα που θα τα ακούσουμε με παραδοσιακό χρώμα, νομίζω έχει και χιούμορ. Την φτιάχνουμε με τον Αγγελο Μπούρα που έχει γράψει κείμενα και θα την σκηνοθετήσει, τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο και τον Παντελή Τζάλα. Σκηνικά θα κάνει ο Κώστας Βαρώτσος, μεγάλη τιμή για μένα. Επαναπροσδιορίζομαι σημαίνει: πού μεγάλωσα, πού βρίσκομαι, τι θέλω να κάνω, από πού έρχομαι.

Αυτό ήλθε και από τη μητρότητα;

Ναι, γιατί αναρωτήθηκα: αξίζει τον κόπο να παρατάω τα παιδιά μου για να κάνω κάτι;

Εγινε ο χρόνος πιο πολύτιμος;

Ακριβώς. Και όχι απλά ο χρόνος, η ζωή! Επαθα κάτι. Γιατί το κάνω αυτό, αναρωτήθηκα,

Είστε μάχιμη τραγουδίστρια. Και σε παράξενη εποχή για τη χώρα, ρευστή.

Πρόλαβα και δεν πρόλαβα. Η πορεία μου στη δισκογραφία άρχισε αργά, επένδυσα για να μάθω, ήμουν στη Σπείρα με τον Κραουνάκη και ήταν κάτι ομαδικό. Φεύγοντας έφυγα χωρίς plan b, έπρεπε όμως και να βιοποριστώ. Στα 28 μου, που έκανα το πρώτο μου βήμα, δεν μπορώ να πω πως ήμουν τραγουδίστρια με παρουσία δική μου και αφότου πια έκανα το «Γυναίκα τριαντάφυλλο» πήγα στο παιδικό, συνάντησα τον Σταμάτη, πήγα στη Δραματική Σχολή του Αρμένη. Πρώτη φορά για δραματική μου είχε πει ο Νίκος Μαστοράκης. Εκανα γιατί μου αρέσει το θέατρο και θεώρησα πως θα με βοηθήσει στα εκφραστικά μου μέσα. Και με βοήθησε. Είμαι παιδί παπά, μεγάλωσα με συστολή. Είχα ανάγκη να μην ντρέπομαι.

Πώς επιβιώνει μια τραγουδίστρια σήμερα;

Δεν επιβιώνει εύκολα. Από τη στιγμή που μείναμε μαζί λίγους μήνες μετά τον γάμο με τον Ξαρχάκο, άρχισα να μην έχω κάποια άγχη που είχα πριν. Πώς θα πληρώσω το ενοίκιό μου για παράδειγμα. Από τη στιγμή που από τον Νοέμβρη του 2015 που έζησα εδώ ελαφρύνθηκε το βάρος που είχα, αυτό μου δίνει την πολυτέλεια να επιλέγω.

Εντιμο αυτό που λέτε.

Θα σου πω και το πριν. Πάλευα μόνη μου. Είναι δύσκολο το επάγγελμα της τραγουδίστριας. Δεν πάνε όλες με τα ίδια πολεμοφόδια. Ούτε καν με τη βοήθεια του Ξαρχάκου, όπως διάφοροι κακεντρεχώς μου καταλόγισαν. Ξεκίνησα δύσκολα. Ο, τι μάζεψα τις άλλες χρονιές το επένδυσα σε αυτό όπως και στο δίσκο μου «Λευκό χαρτί». Πρέπει να μαζέψω χρήματα για να κάνω έναν δίσκο, αφού δεν υπάρχει δισκογραφική εταιρεία να πληρώσει την παραγωγή. Υπάρχουν και τραγουδίστριες που δεν έχουν την πολυτέλεια που έχω εγώ.

Ποιος ο μηχανισμός του τραγουδιού σήμερα;

Δεν υπάρχουν δισκογραφικές. Παίρνουν από λάιβ των καλλιτεχνών, τίποτε δεν πουλάει. Από πού θα βγάλουν λεφτά;

Εχουν επενδύσει σε κάποια ονόματα;Παρότι έχει χάσει έδαφος η κάθε δισκογραφική εταιρεία έχει πάντως ακόμη ρόλο!

Βέβαια, αν και δεν εξαρτώνται πια όλα από κει. Υπάρχουν τραγουδιστές που έχουν χτίσει καριέρα, τους θέλει ο κόσμος. Δεν θέλω να τα ισοπεδώνω όλα, είναι λογικό σε ένα σημείο. Το μη λογικό είναι πως δεν υπάρχει όραμα πια, μόνο το χρήμα.

Παλιά είχαμε παραγωγούς όπως τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο ή τον Αλέκο Πατσιφά.

Μα ναι. Είχαν όραμα. Ποιος θα έκανε σήμερα το «Αξιον Εστί»;

Αρα λείπει ο οραματιστής παραγωγός ή έχει αλλάξει και η κοινωνία;

Ολα πάνε μαζί. Και τα καλλιτεχνικά αποκυήματα είναι αποτέλεσμα της εκάστοτε εποχής. Ποιος θα χρηματοδοτούσε σήμερα ένα «Αξιον Εστί»; Πάμε προς το σοφτ σκυλάδικο. Και δεν είναι το ωραίο σκυλάδικο το παλιό, είναι το σοφτ.

Με το Ιντερνετ τι γίνεται, δεν βοηθάει να αναδειχθούν νέες δυνάμεις;

Πού και πού, ναι. Ακόμη όμως και κει σου λέει ο άλλος: θα σε πάρουν οι influencers, κανονικοποιείται και εκεί. Aγοράζουν like και χτυπήματα. Δεν πάμε στον πόλεμο με τα ίδια εφόδια, ακόμη και μια τραγουδίστρια που πορεύεται μόνη της θα έχει διάφορες υποχρεώσεις, δεν βγαίνουν τα χρήματα όπως παλιά.

Το τραγούδι έχει πατεράδες σήμερα;

Εγινε μια προσπάθεια με Θέμη Καραμουρατίδη, Γεράσιμο Ευαγγελάτο, Νατάσσα Μποφίλιου να βγει το ομαδικό προς τα έξω, δεν είναι το ίδιο εύκολο πια. Παραγκωνίστηκε ο ρόλος του δημιουργού. Ακόμη και σήμερα παίζουν στο ράδιο τραγούδια και δεν λένε τον δημιουργό. Βγαίνουν νέα παιδιά, παρέες. Σε αυτό το κλίμα είμαι και γω. Πάντα η ματιά μου είναι στο συλλογικό. Μόνος σου να κάνεις τι;

Μήπως δεν έχει ανάγκη ο κόσμος το τραγούδι πια;

Αυτό το φοβάμαι που λες, αλλά δεν θέλω να το πιστέψω.

Πρώτα αγόραζαν δίσκους και μετά έτρωγαν στα χρόνια του ’60.

Υπήρχε σεβασμός. Τώρα αφού το βρίσκεις από το κινητό; Ξέρεις τι γίνεται; Θα θεωρηθεί ακραίο αν σου πουν το κατεβάζεις μόνο αν το πληρώσεις;

Είστε σε ένα σπίτι οι δύο εποχές του τραγουδιού: του μεγάλου δημιουργού που είχε τα γκατς να προστατέψει το έργο του και εσείς, η εποχή της εξατομικευμένης παρουσίας. Προστατεύεται το έργο ή το νέο που θα παραχθεί;

Το έργο πρέπει να πάει στα έργα του δημιουργού –όχι σε σχέση με την είσπραξη –αλλά να αποφασίσει αυτός πώς θα το μεταχειριστούν. Από τη στιγμή που δίσκος δεν υπάρχει και πάει στο ψηφιακό νομίζω πως πρέπει να έχει τον έλεγχο του έργου του με έναν τρόπο.

Μήπως το έργο ανήκει στον κόσμο;

Οταν ο ίδιος ο δημιουργός δεν θέλει όμως; Κατά καιρούς κάνουν διασκευή σε έργο του Σταύρου, δεν είναι σεβαστό να μην του αρέσει;

Πώς είναι να ζεις με τον Ξαρχάκο;

Δύσκολα και μαγικά. Βρήκαμε τους κώδικές μας με τα χρόνια, έχουμε μια κανονική μα όχι ατάραχη ζωή. Το καλό είναι πως υπάρχει αγάπη.

Πώς είναι να είσαι με το σύμβολο – συνθέτη, εννοώ.

Δεν ξεχνώ ποτέ ποιον έχω απέναντί μου, όχι μόνο για τον Σταύρο, δεν τα ισοπεδώνω όλα, μέσα στο σπίτι μπορεί να τσακωθούμε, αλλά δεν ξεχνώ ποτέ ποιος είναι.

Μήπως έχει ανάγκη ο κόσμος να αποδομεί σήμερα;

Το έχει ανάγκη. Και βέβαια, και να αποδομείς τον Ξαρχάκο ή τον Χατζιδάκι τι ακριβώς κάνεις; Δεν μιλάμε για ιερές αγελάδες, προς Θεού, απλώς αυτό με το Ιντερνετ έχει παραγίνει. Ορισμένοι τα ξέρουν όλα: από τη λάμπα μέχρι το τραγούδι.

Οι σχέσεις με τους συνεργάτες

Ο Ελευθερίου, η Βιτάλη, ο Νεοφυτίδηςκαι ο Κραουνάκης

Πείτε μου δυο λόγια για πρόσωπα με τα οποία έχετε συνεργαστεί: Μάνος Ελευθερίου…

Υπέροχος και αξιαγάπητος. Πρέπει να είναι εύκολος ο στίχος, είναι τέτοια η ζωή μας σήμερα περίπλοκη. Εχω πει σε πρώτη εκτέλεση δικά του όπως τα «Δυο σκιές» και «Τα κρεβάτια». Εχει πολλές εικόνες και νοήματα μέσα στα τραγούδια του. Είναι όμως και εύστοχος.

Ελένη Βιτάλη. Συνεργαστήκατε υπό την μπαγκέτα του Ξαρχάκου…

Θεότητα αληθινή, γνήσια. Η φωνή της θείο πράγμα.

Νεοκλής Νεοφυτίδης…

Λατρεία, αδελφός. Εξαιρετικό πλάσμα. Εχει να δώσει πολλά πράγματα. Και ως συνθέτης. (Σ.σ.: νέο τραγούδι των δύο που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες είναι το «Κι εγώ η θάλασσά σου», σε στίχους της Σαΐα και μουσική του Nεοφυτίδη).

Σταμάτης Κραουνάκης…

Η αρχή μου, ο άνθρωπος που στα χέρια του έκανα τα πρώτα μου βήματα. Πιο πολύ κουβάλησα αυτά που μου είπε. Δάσκαλος ζωής. Μην ξεχνάτε πως ήμουν πέντε χρόνια στη Σπείρα. Πρώτη μέρα που ήλθα στην Αθήνα από την Κόρινθο, πήγα στον Σταμάτη για σεμινάρια. Ο πατέρας μου δεν ήθελε. Πήγα σε συσκευαστήριο και εργάστηκα, δεν ήταν εύκολο.

Πού μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στη Λάρισα, η μάνα μου είναι από κει. Αξιωματικός ο μπαμπάς μου τότε, έγινε παπάς μετά. Και όταν ήμουν 9 μηνών, πήγαν Αρχαίες Κλεωνές και μετά όταν ήμουν 13 μείναμε λίγο Κόρινθο και μετά στο Περιγιάλι. Μου άρεσε πάντα το τραγούδι.

Ξαρχάκο ακούγατε;

Εχω ένα αρμονιάκι που ερχόταν ο δάσκαλος. Εκεί το πρώτο κομμάτι που πέρασα ήταν το «Ενα πρωινό».

Οι γονείς σας χαίρονται σήμερα;

Εκ του αποτελέσματος χαίρονται, αρχικά δεν είχαν χαρεί.

Πότε γνωριστήκατε με τον Ξαρχάκο;

Το 2006. Στις πρόβες με Λουκιανό Κηλαηδόνη και Δώρο Δημοσθένους. Συνεργαζόμουν δύο χρόνια με τον Λουκιανό. Μας έδωσε δύο οδηγίες ο Σταύρος τότε, μου κόπηκαν τα πόδια και είπα δεν θέλω να τον ξαναδώ. Τον ξαναείδα στα Χανιά το 2007. Εκεί με ξαναείδε κι εκείνος. Ούτε καν θα θυμήθηκε ποια είμαι. Και βέβαια του το είπα όταν ήταν πια αργά!