O «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ έχει σημαντική σκηνική ιστορία στην ελληνική σκηνή. Απλώς θυμίζω την έξοχη ερμηνεία του έργου από τον Φώτο Πολίτη στο Εθνικό, με Βεάκη, Μινωτή, Γληνό, Παξινού, Γιανναδάκη, Δενδραμή, την παράσταση στο Πεδίον του Αρεως της Λαϊκής Σκηνής του Μάνου Κατράκη (Βρούτο) με σκηνοθέτη τον Μίνω Βολανάκη και Μάρκο Αντώνιο τον Νίκο Κούρκουλο (1964). Ακολούθησε το 1977 η σκηνοθεσία του Ευαγγελάτου στο ΚΘΒΕ με τον Παπαμιχαήλ (Βρούτο), τον Φυσσούν (Κάσσιο) και Μάρκο Αντώνιο τον Γεωργίτση.

Αν κάνω αυτή την ιστορική παραστασιολογική αναδρομή (Πολίτης, Βολανάκης, Ευαγγελάτος –Βεάκης, Μινωτής, Γληνός, Παπαμιχαήλ, Φυσσούν) είναι για να τονίσω πως το μεγάλο αυτό, πρώιμο παρ’ όλα αυτά, έργο του Σαίξπηρ χρειάζεται μια γερή διανομή, διότι απαιτεί την παρουσία έμπειρων κυρίως στο ποιητικό θέατρο ηθοποιών.

Για την ιστορία πάλι θυμίζω πως στο σινεμά η γενιά μου είδε τον Μάρλον Μπράντο (Αντώνιο), τον Γκίλγουντ (Κάσσιο), τον Τζέιμς Μέισον (Βρούτο) και την Ντέμπορα Κερ (Καλπουρνία).

Είχα δει την παράσταση του Βολανάκη και έγραψα κριτική το 1977 για την παράσταση του Ευαγγελάτου. Σ’ αυτήν παραπέμπω, 41 χρόνια μετά, όσον αφορά το δραματουργικό μέρος:

«Ο «Καίσαρας», ως θέμα, ως αφήγηση, ξεκινάει από το νηφάλιο κείμενο του Πλουτάρχου. Ο Πλούταρχος, όσο κι αν είναι ένας συγγραφέας των παρυφών, κρατάει ακόμα το γερό εργαλείο της κλασικής ιστοριογραφίας, εξαντλεί τις πηγές, λογικοποιεί τα γεγονότα, «βλέπει» ένα σχέδιο στην ιστορική διαδικασία. Ο Σαίξπηρ, που δεν πολυνοιάζεται, δεν πολυσκοτιζόταν για πρωτότυπα θέματα, μεταγράφει το πλουτάρχειο κείμενο σε σκηνικό συμβάν και αυτόματα η μεταγραφή πάνω στο υπεριστορικό βάθρο της μιμητικής τέχνης γίνεται μια ερμηνεία του ιστορικού ανθρώπου. Η ανάγνωση του Πλουτάρχου γίνεται ιστορική διάγνωση. Οταν τα ιστορικά πρόσωπα γίνονται ρόλοι, η Ιστορία γίνεται μύθος, πεδίο αναφοράς, ταυτότητα που ισχύει για πάσα τιμή και πάσα εποχή. Οι αιτίες που οδηγούν την Ιστορία στην έξοδο από το συγκεκριμένο αδιέξοδο μετατρέπονται σε μηχανισμό που νομιμοποιεί το αδιέξοδο ως την ουσία του ιστορικού γίγνεσθαι.

Οταν ένας ιστορικός ήρωας γίνεται ρόλος, αναδύεται στη σκηνή η αλήθεια της ιστορίας γυμνή· τότε μόνο φαίνεται πως η προσωπικότητα είναι μια εύνοια κάποιας κυβευτικής κίνησης που ρίπτεται στη σκηνή για να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο, ως μέσο για να προχωρήσει το ιστορικό υλικό. Τίποτε δεν θα είχε συμβεί, λέει η θεατρική λογική, αν δεν συναντούσε εκείνη την ώρα, σε εκείνη τη θέση ο Κάσσιος τον Βρούτο.

Η εντιμότητα του ενός και η κρυψίνοια του άλλου δεν θα λειτουργούσαν, καλύτερα δεν θα συλλειτουργούσαν, αν το τυχαίο γεγονός ή η πρόθεση του ποιητή (στην Ιστορία τίνος άραγε;) δεν αποφάσιζαν να τις φέρουν σε επαφή. Η τιμιότητα του Βρούτου είναι αρετή, όσο τον προσδιορίζει ως άτομο, γίνεται όμως παγίδα όταν εισέρχεται ως προσθετέος παράγοντας στη συνωμοσία.

Συνήθως ο «Ιούλιος Καίσαρας» παιζόταν ως έργο ρομαντικό. Προβάλλονταν τα πρόσωπα. Ο Καίσαρας, ο Βρούτος, ο Κάσσιος, ο Αντώνιος, ο Οκτάβιος γίνονταν έξεργα όντα, με αντιπαρατασσόμενες αρετές και συγκρουόμενα ελαττώματα. Ο αλαζόνας Καίσαρας, ο τίμιος Βρούτος, ο συμπλεγματικός Κάσσιος, ο δημαγωγός Αντώνιος, ο αποφασιστικός Οκτάβιος (πρόπλασμα του μελλοντικού Αύγουστου). Αυτή η ερμηνεία οδηγούσε σε μια παράσταση πρωταγωνιστών και σε έναν ανταγωνισμό σκηνών. Η σκηνή του κήπου, η σκηνή της δολοφονίας, ο μονόλογος του Αντώνιου, ο επικήδειος του Βρούτου, ο λόγος του Αντώνιου, η μεγάλη σκηνή στο αντίσκηνο του Βρούτου με τον Κάσσιο ήταν κεφαλαιώδη μελήματα των σκηνοθετών και κριτήρια της τεχνικής των ηθοποιών».

Μια άλλη σκηνοθετική προσέγγιση θα ήταν να δει κανείς τα πρόσωπα του έργου ως πιόνια, ως μπαίγνια, ως αθύρματα του ιστορικού χειμάρρου. Και το πράγμα θα οδηγούσε έναν σκηνοθέτη να δει την τραγωδία με πρωταγωνιστή τον ρωμαϊκό όχλο που ανεβάζει και κατεβάζει ηγέτες, που δημιουργεί ηγέτες και δημιουργεί την έντονη εντύπωση πως την Ιστορία την καθοδηγεί ένα έωλο συναίσθημα ενστίκτων και βίας, ορέξεων και ακροτήτων της μάζας. Τρεις φορές μέσα σε λίγη ώρα ο όχλος της Ρώμης αλλάζει γνώμη, ηγέτη και ιδεολογία.

Οπως και στον ώριμο «Κοριολανό», στον πρώιμο «Καίσαρα» ο Σαίξπηρ εκφράζει την ιδεολογική και συναισθηματική του άπωση από τη λογική της λαϊκής αμοιβάδας που μεταλλάσσεται συνεχώς, ένα πολιτικό καρκινικό νεόπλασμα με απροσδόκητες μεταστάσεις.

Ο σαιξπηρικός «Ιούλιος Καίσαρας» παίζεται σπανιότερα σε σχέση με τα άλλα έργα του μεγάλου δραματουργού διότι απαιτεί απαιτητική διανομή (τουλάχιστον 8 πρωταγωνιστών) και την παρουσία ενεργού, σχεδόν χορογραφημένου όχλου.

Αρα απαιτεί πολυδάπανη παραγωγή.

Δεν μπορώ να γνωρίζω ποιος είχε την πρωτοβουλία να παιχτεί αυτό το θηριώδες κείμενο με έναν ηθοποιό για όλους τους ρόλους στο Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου. Η σκηνοθέτις ή ο ηθοποιός που το πρότεινε στη σκηνοθέτιδα. Πάντως ήταν ένα επικίνδυνο και καταδικασμένο πήδημα στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Ο καλός ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης είναι τελείως ακατάλληλος για ποιητικό θέατρο. Του λείπει η ανάλογη για το είδος τεχνική. Εκλήθη λοιπόν να υποδυθεί Καίσαρα, Βρούτο, Κάσσιο, Αντώνιο με μια τεχνική που συγκεντρώνει την αγωνία του στον λαιμό, σ’ αυτό που στο θέατρο λέγεται «σφίξιμο». Αυτή η «τεχνική» δημιουργεί υπεραιμία, γούρλωμα των ματιών, ένταση στον σβέρκο και ως αντίδοτο υπερκινητικότητα των χεριών, όπως ακριβώς αντιδρά ένας άνθρωπος την ώρα που τον πνίγουν.

Σκεφτόμουν όλη την ώρα της παράστασης τι αντιλαμβανόταν ένας θεατής που φιλοδόξησε να δει Σαίξπηρ και «Καίσαρα» για πρώτη φορά αγνοώντας πρόσωπα και σχέσεις. Ο Ρένος Χαραλαμπίδης πέρναγε από τον έναν μονόλογο στον άλλον χωρίς καμιά ειδοποίηση και βέβαια χωρίς χαρακτηρολογική διαφοροποίηση με την ίδια ένταση, το ίδιο «σφίξιμο», τις ίδιες χειρονομίες. Ομολογώ ότι φαινόταν με τον ιδρώτα που έρεε άφθονος πως πάσχιζε φιλότιμα να ανταποκριθεί στο τιτάνιο έργο που του ανατέθηκε ή ανέλαβε αυτοβούλως.

Υπήρχαν όμως και φιλότιμα παιδιά της σχολής του Θεάτρου Τέχνης που έπαιζαν τον όχλο, αλλά χωρίς ιδεολογία, μετέωρη. Κραυγές, επιθετικότητα, ένας ιδιότυπος χουλιγκανισμός με συνοδεία τυμπάνου.

Θυμίζω εδώ ότι ο χαρακτηρισμός τύραννος με τη νέα του φόρτιση (βάναυσος, αυταρχικός, αδίστακτος κ.τ.λ.) εμφανίστηκε στην ιστορία ως πρόσημο του αθηναϊκού όχλου στην εποχή του Περικλή, πριν γίνει πρόσημο ηγεμόνων.

Η πρώτη σημασία της λέξης τύραννος (π.χ. ο Οιδίπους) σήμαινε ο μη κληρονομικός ηγεμόνας απλώς, όχι ο κληρονόμος βασιλέων!!

Αυτός ο όχλος είναι κυρίαρχος συμπρωταγωνιστής στον «Ιούλιο Καίσαρα» αλλά δεν είναι μια κραυγάζουσα μάζα τεντιμπόηδων. Οι «πολίτες» της δημοκρατικής Ρώμης που σε λίγο θα ανεβάζουν στην εξουσία Αυγούστους, Ηλιογάβαλους, Νέρωνες, Βεσπασιανούς. Με δημοκρατικές διαδικασίες!!!

Η παλιά μου καλή φοιτήτρια Νατάσσα Τριανταφύλλη, που πρόσφατα μας έδωσε ένα καλό «Γκοντό», αυτή τη φορά υπερεκτίμησε τις δυνατότητές της. Αν αυτή επέλεξε τον πρωταγωνιστή για «όλες τις δουλειές» έσφαλε, αν εκείνος επέλεξε να υπηρετήσει κάποιος τη φιλοδοξία του να παίξει όλους τους ρόλους που κάποτε μόχθησαν ο Βεάκης και ο Κατράκης θα υποστεί τη θεατρική Νέμεση. Δεν «παίζουμε εν ου παικτοίς». Προς τιμήν της η Τριανταφύλλη επέλεξε την αξεπέραστη εδώ και 70 χρόνια μετάφραση του Καρθαίου, αλλά ο πρωταγωνιστής της τη στραμπούληξε, την κατέβασε στο επίπεδο του ισοπεδωμένου λόγου των σίριαλ.

Τελειώνω με μια δασκαλίστικη τρυφερή συμβουλή. Προς τους νέους ηθοποιούς, μαθητές της σχολής. Ας μην αφεθούν στην ψευδαίσθηση πως έπαιξαν Σαίξπηρ. Ο μέγας δάσκαλος της σχολής, ο Κουν στο Θέατρο Τέχνης, δεν ανέβασε ποτέ τραγωδία του Σαίξπηρ, μόνο κωμωδίες. Μάθημα!

INFO:

Κείμενο: Ουίλιαμ Σαίξπηρ

Μετάφραση: Κ. Καρθαίος

Σκηνοθεσία – σκηνικά: Νατάσα Τριανταφύ λλη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Ερμηνεία: Ρένος Χαραλαμπίδης

Πού: Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, Φρυνίχου 14, Πλάκα, τηλ. 210-3222.464