«Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ κομπάζει όταν είναι καθιστός. Καταβροχθίζοντας μια τεράστια μπριζόλα για μεσημεριανό στο ξενοδοχείο George V του Παρισιού, ανταλλάσσει με καταρρακτώδεις ρυθμούς απόψεις για οποιοδήποτε θέμα, τονίζοντας τη διαχυτικότητά του με μεγάλες, έντονες χειρονομίες. Οταν η σερβιτόρος έρχεται να σερβίρει κρασί St. Pourtain, ο Ντεπαρντιέ τής δίνει το μεγαλύτερο εκ των δύο ποτηριών που βρίσκονται μπροστά του.

«Μα κύριε, αυτό είναι για το νερό» είναι η παραίνεση της σερβιτόρας.

«Οχι, όχι» απαντά ο υπερήφανος ιδιοκτήτης αμπελώνων στη Βουργουνδία και στην Ανζού. «Mου αρέσει να πίνω το κρασί σε μεγάλο ποτήρι»».

Η αξιοζήλευτη παραπάνω εισαγωγή είναι του κειμένου της συνέντευξης με τίτλο «Cyrano takes Hollywood» «Ο Σιρανό κατακτά το Χόλιγουντ» που ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ παραχώρησε στο περιοδικό «Τime» το 1991. Αν και σε μία μόλις παράγραφο και σε τόσο λίγες γραμμές η εισαγωγή λέει τόσο πολλά για έναν από τους μεγαλύτερους σταρ που γεννήθηκαν ποτέ στη Γαλλία, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ αργότερα θα βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισε να δώσει αυτή τη συνέντευξη. Και μαζί θα μισούσε το περιοδικό που ουσιαστικά εμπόδισε αυτήν ακριβώς την κατάκτηση του Χόλιγουντ που προμήνυε.

Γιατί ήταν η εποχή που ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ όντως μπορούσε να κατακτήσει το Χόλιγουντ. Μόνο που αυτό δεν έγινε ποτέ και μία από τις αιτίες ήταν αυτή ακριβώς η συνέντευξη ή, καλύτερα, το κείμενο που την ακολούθησε. Μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ βρισκόταν στο πικ του. Ηταν η εποχή που η «Πράσινη κάρτα», μια αμερικανική, αγγλόφωνη παραγωγή σκηνοθετημένη από τον Αυστραλό Πίτερ Γουίαρ έσκιζε στα ταμεία και ήταν επίσης η εποχή που ο «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» του Ζαν – Πολ Ραπενό, όπου ο Ντεπαρντιέ δίνει μια χειμαρρώδη εκδοχή του ήρωα του τίτλου του έργου του Εντμόν Ροστάν, είχε οδηγήσει τον 42χροο τότε ηθοποιό, για πρώτη φορά, στις υποψηφιότητες των Οσκαρ και στην κατηγορία του Α’ ανδρικού ρόλου.

Τι σημαίνει «Σ’ αγαπώ;»

Το κείμενο του «Τime» δίνει έμφαση στην πληθωρική προσωπικότητα και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του ηθοποιού, μιλάει όμως και για τα άσχημα παιδικά χρόνια, τη δύσκολη εφηβεία του στο Σατoρού της Κεντρικής Γαλλίας, όπου ο Ντεπαρντιέ γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 1948 και μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και την ένδεια μέχρι που το εγκατέλειψε στα 16 του. «Δεν έμαθα ποτέ να λέω »σ’ αγαπώ»» θα έλεγε ξανά και ξανά αργότερα. «Η αγάπη δεν ήταν λέξη που υπήρχε στο λεξιλόγιό μας».

Η εφηβεία του Ντεπαρντιέ μπορεί να γίνει ταινία από μόνη της και θα συμφωνήσω απολύτως με αυτό που διάβασα κάπου ότι η εφηβεία αυτού του ανθρώπου είναι στην ουσία μια απεγνωσμένη εκδοχή μιας από τις πρώτες ταινίες του, του «Χορού των διεφθαρμένων» («Les valseuses») όπου ο Ντεπαρντιέ υποδύεται έναν μικροκλέφτη και βίαιο γυναικά, ο οποίος μαζί με τον φίλο του (Πατρίκ Ντεβέρ) αλωνίζει τη γαλλική επαρχία προκαλώντας χαριτωμένο τρόμο.

Στα εφηβικά χρόνια της ζωής του Ντεπαρντιέ, οι κλοπές αυτοκινήτων ήταν το λιγότερο. Οπως και η πώληση λαθραίων τσιγάρων και αλκοολούχων ποτών στους στρατιώτες της αμερικανικής βάσης που υπήρχε κοντά στην περιοχή. Αλλά το να κουβαλάς γεμάτο πιστόλι στο σχολείο ακούγεται αρκετά σοβαρό, ακόμα και αν ο ίδιος ο Ντεπαρντιέ, αργότερα, θα το αποκαλούσε «παιδικό παιχνίδι». Ομως στη συνέντευξη του «Τime», το χειρότερο ήρθε όταν ο Ντεπαρντιέ ρωτήθηκε για τις ακραίες σεξουαλικές εμπειρίες στην περίοδο της εφηβείας του. Για την ακρίβεια ρωτήθηκε περί βιασμού. Η απάντησή του ήταν καταφατική. «Αλλά ήταν απολύτως φυσικό κάτω από εκείνες τις συνθήκες» λέει επίσης στη συνέντευξη. «Ολα αυτά με κάνουν και γελώ. Ηταν μέρος της παιδικής μου ηλικίας».

Γυναικεία κατακραυγή

Μέρος της παιδικής ηλικίας του ή όχι, δεν πρέπει ίσως να μας προκαλεί έκπληξη ότι η καταγεγραμμένη σε κασέτα αποδοχή του ηθοποιού προκάλεσε την κατακραυγή των ακτιβιστών για τα δικαιώματα των γυναικών, πολλών αρθρογράφων εφημερίδων και άλλων επωνύμων ή μη. Πολλές Αμερικανίδες φάνηκαν συγκλονισμένες από τη στάση του ηθοποιού σε ό,τι αφορούσε τα δυσάρεστα γεγονότα του παρελθόντος του και η δημοσιογράφος της «Washington Post» Τζούντι Μαν είχε φτάσει στο σημείο να προτρέψει μποϊκοτάρισμα των ταινιών του ηθοποιού στις ΗΠΑ γράφοντας ένα άρθρο – λίβελο με τίτλο «Πώς χειριζόμαστε τον βιαστή που έγινε γυναικοκατακτητής;».

Αργότερα ο Ντεπαρντιέ αρνήθηκε ότι έκανε τις επίμαχες δηλώσεις και απείλησε με αγωγή για δυσφήμηση τόσο το «Τime» όσο και οποιονδήποτε εκδοτικό οργανισμό τις ανατύπωνε. «Είναι ίσως ακριβές να πούμε ότι είχα έντονες σεξουαλικές εμπειρίες από πολύ νεαρή ηλικία» είχε αναφέρει χαρακτηριστικά σε δήλωσή του. «Αλλά βιασμό ποτέ, σέβομαι τις γυναίκες πάρα πολύ». Η νομική πλευρά του Ντεπαρντιέ υποστήριξε ότι τα λόγια του είχαν μεταφραστεί λάθος και ότι παραδέχθηκε ότι είχε παραστεί μόνο σε βιασμούς. Το περιοδικό «Time» πάντως αρνήθηκε την απαίτηση του ηθοποιού να αποσυρθεί το «καυτό» τμήμα της συνέντευξης.

Πολλά χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία του «Ca s’est fait comme ça» («Και κάπως έτσι συνέβη») ο Ντεπαρντιέ παραδέχθηκε επίσης πως όταν ήταν μικρός «έλκυε τους άντρες», στους οποίους πρόσφερε σεξουαλικές υπηρεσίες επί χρήμασι.

Ενας Αντρας Νέο Κύμα

Η ειρωνεία είναι ότι το ίδιο περιοδικό, το «Τime», μία δεκαετία πριν από την επίμαχη συνέντευξη, είχε κοσμήσει σε εξώφυλλό του τον Ντεπαρντιέ με τον εξαιρετικά κολακευτικό τίτλο One-Man New Wave (Ενας Αντρας Νέο Κύμα) πλάθοντας έναν πολυσέλιδο εγκωμιαστικό ύμνο για τις τρομερές ικανότητές του ως ηθοποιού σε σημείο που εκείνη την εποχή μπορούσε να θεωρηθεί από μόνος του κάτι σαν ανανεωτής ολόκληρου του γαλλικού κινηματογράφου. «Είναι ο ηθοποιός της Νέας Γενιάς» είχε πει για τον Ντεπαρντιέ ο Ιβ Μοντάν, συμπρωταγωνιστής του σε αρκετές ταινίες. «Και δεν εννοώ ένας από τη Νέα Γενιά. Αυτός είναι η Νέα Γενιά».

Και ήταν. Η εργασιομανία του είχε φανεί από τις δεκαετίες του 1970 και 1980, τότε που οι ταινίες δεν γυρίζονταν με την ίδια ευκολία ή την ίδια ταχύτητα που γυρίζονται σήμερα. Στα 35 του, ο Ντεπαρντιέ είχε παίξει σε παραπάνω από 50 ταινίες και ήταν περιζήτητος. Είχε ήδη στο ενεργητικό του συνεργασίες με ηθοποιούς πρώτης γραμμής, άντρες και γυναίκες: Αλέν Ντελόν, Ζαν Γκαμπέν, Μοντάν, Ζαν – Λουί Τρεντινιάν, Κατρίν Ντενέβ, Ιζαμπέλ Ατζανί, Σιμόν Σινιορέ, Ναταλί Μπάιγ, Ιζαμπέλ Ιπέρ. Η ελίτ των σκηνοθετών της εποχής τον ήθελε μπροστά στον φακό της. Μπερνάρντο Μπερτολούτσι («1900»), Αλέν Ρενέ («Ο θείος μου από την Αμερική», Μάρκο Φερέρι («Η τελευταία γυναίκα»), Αντρέι Βάιντα («Δαντών»), Αλέν Κορνό («Οι δυο δραπέτες») και φυσικά ο αγαπημένος του Ντεπαρντιέ, ο Φρανσουά Τριφό, ο οποίος τον σκηνοθέτησε σε δύο από τις καλύτερες ταινίες (και των δύο), το «Τελευταίο μετρό» και τη «Γυναίκα της διπλανής πόρτας». Η γκάμα του Ντεπαρντιέ ήταν (και εξακολουθεί να είναι σήμερα) απίστευτη, πράγμα που χαροποιούσε τους παραγωγούς, οι οποίοι έβλεπαν πλέον στο πρόσωπό του τη βασική ατραξιόν της γαλλικής κινηματογραφικήs βιομηχανίαs.

Ηθοποιός – φαινόμενο

Ο σκηνοθέτης Ντανιέλ Τοσκάν ντε Πλαντιέ που στη δεκαετία του 1980 είχε τη θέση του επικεφαλής των θρυλικών στούντιο Gaumont, είχε πει ότι με οποιονδήποτε άλλον ηθοποιό στη θέση του Ντεπαρντιέ, ο «Δαντών» του Βάιντα, όπου ο ηθοποιός υποδύθηκε τον ήρωα του τίτλου, θα απασχολούσε περί τους 300.000 θεατές στη Γαλλία. Με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ έφτασε το 1.300.000. Μόνο στη Γαλλία.

Το παράδοξο είναι ότι εκείνη την εποχή, στα eighties, ακόμα και ο Ντεπαρντιέ, ένας άνθρωπος με θυελλώδες εγώ, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτή την κολοσσιαία επιτυχία του. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω με αυτή τη φτωχή φάτσα που έχω» έλεγε αυτοσαρκαζόμενος. «Το μόνο πράγμα στο πρόσωπό μου που πραγματικά μου αρέσει είναι μια παιδική ποιότητα που διακρίνω, ειδικά στα μάτια. Ο κόσμος με αντιμετωπίζει σαν αυτόν τον τεράστιο μπρούτο, σαν έναν θηριώδη γάλλο εραστή. Και όμως, είμαι πολύ πιο ενδιαφέρων, πολύ πιο πνευματώδης από αυτό που ο κόσμος νομίζει ότι ξέρει. Και αυτό με κάνει σέξι».

Και είναι πράγματι πνευματώδης, ένας υπερασπιστής της γαλλικής γλώσσας την οποία και λατρεύει. Ο Τριφό το είχε θέσει πολύ όμορφα λέγοντα ότι «ο Ντεπαρντιέ ενδιαφέρεται για τις λέξεις. Εχει τρομερό σεβασμό απέναντι στη γλώσσα, κάτι που βρίσκεις περισσότερο στο θέατρο και λιγότερο στο σινεμά». Ο σκηνοθέτης έλεγε επίσης ότι ο Ντεπαρντιέ το θεωρούσε τιμή του να ακολουθεί το κείμενο του κάθε ρόλου του ακριβώς όπως ήταν γραμμένο. «Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, οι περισσότεροι ηθοποιοί προσπαθούν να προσαρμόσουν το κείμενο στους εαυτούς τους, έτσι ώστε να τους βολεύει. Οχι ο Ζεράρ. Θεωρεί ότι αν ένα κείμενο είναι γραμμένο με τον χ – ψ τρόπο, αυτό έγινε για κάποιον λόγο, άρα έτσι θα πρέπει να το πει».

Κακός πατέρας

Αυτή η εμμονή του Ζεράρ Ντεπαρντιέ με την ομορφιά του κειμένου είναι λιγάκι ανεξήγητη, αφού ο ίδιος παράτησε το σχολείο στα 12 και έκτοτε δεν πήρε ποτέ αυτό που λέμε σωστή εκπαίδευση. Ο Ντεπαρντιέ ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά ενός αγράμματου, αλκοολικού μεταλλωρύχου, ο οποίος δεν ήξερε καν να γράφει το όνομά του. Υπέγραφε DD κάνοντας χρήση των δύο γραμμάτων D του επιθέτου (Depardieu). Αργότερα, όταν ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ ίδρυσε δική του εταιρεία παραγωγής για να γυρίζει τις ταινίες που εκείνος ήθελε και να ανεβάζει στο θέατρο ό,τι θεωρούσε καλύτερο, την ονόμασε DD. Δεν ήταν ακριβώς φόρος τιμής στον πατέρα του γιατί ποτέ δεν τα πήγαν καλά. «Ο πατέρας μου έπινε και η μάνα μου έκανε παιδιά» έλεγε παλαιότερα σε συνεντεύξεις του.

Και σαν να έπρεπε να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ υπήρξε ο ίδιος κάκιστος πατέρας και σύζυγος. Δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τον Γκιγιόμ και τη Ζιλί, τα παιδιά που απέκτησε με την πρώτη γυναίκα του, την Ελιζαμπέτ, με την οποία παντρεύτηκε το 1970 και χώρισε το 1996 (αμέσως μετά τον χωρισμό τους ο Ντεπαρντιέ είχε συνάψει σχέση με την ηθοποιό Καρόλ Μπουκέ, την οποία ποτέ δεν παντρεύτηκε). Αν και επίσης μεγάλο ταλέντο, ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, με τον οποίο μάλιστα ο Ζεράρ είχε παίξει σε ταινίες –μια εξαιρετική δε, το «Ολα τα πρωινά του κόσμου» -, πέθανε νεότατος στα 37 του χρόνια, το 2008, ύστερα από μια ζωή αφάνταστης ταλαιπωρίας. Καταπιεσμένος από την ισχυρότατη προσωπικότητα του πατέρα του («Να αλλάξεις όνομα, αν δεν σου αρέσει!» του είχε πει ο Ζεράρ στα οκτώ του), ο Γκιγιόμ είχε μπλέξει με ναρκωτικά (τον συνέλαβαν για κατοχή και μεταφορά), είχε φυλακιστεί και είχε χάσει το ένα πόδι του εξαιτίας μιας μόλυνσης που προκλήθηκε από ατύχημα με μοτοσικλέτα. Ο θάνατος του Γκιγιόμ προκάλεσε ένα ξέσπασμα οργής από την αδελφή του, Ζιλί, επίσης ηθοποιό, η οποία σε συνέντευξή της είχε κατηγορήσει τον πατέρα της για απύθμενη ανευθυνότητα αποκαλώντας τον επικίνδυνο.

Φυσικά το αφτί του Ζεράρ Ντεπαρντιέ δεν ίδρωσε στο ελάχιστο.

To γράψιμο και η Ρωσία

Να όμως που αν υπάρχει ένας καλλιτέχνης που να γνωρίζει τόσο καλά το έργο του γάλλου ποιητή του 19ου αιώνα Αλφρέντ ντε Μισέ, του ανθρώπου που μίλησε υπέροχα για την απόγνωση του έρωτα έτσι όπως τη βίωσε ως εραστής της Γεωργίας Σάνδη, αυτός είναι ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Εχει πει εξάλλου ότι έμαθε στ’ αλήθεια να μιλάει μόνο όταν γνώρισε τον χειρισμό των λέξεων από τον Ντε Μισέ. Ενας άλλος συγγραφέας που τον επηρέασε αφάνταστα είναι ο Φιόντορ Ντοστογέφσκι. Τον ερωτεύθηκε με την πρώτη πρόταση.

H ενασχόλησή του Ζεράρ Ντεπαρντιέ με τις λέξεις, που όπως η υποκριτική και το κρασί ανήκει στα μεγάλα πάθη της ζωής του, είχε ως αποτέλεσμα τη συγγραφή αρκετών βιβλίων, όπως το «Marguerite Duras: MD» που συνυπέγραψε με τον Μισέλ Φουκό τιμώντας τη φίλη και «δασκάλα» του Μαργκερίτ Ντιράς, την αυτοβιογραφία του που αναφέρθηκε παραπάνω αλλά και έναν οδηγό μαγειρικής με τον πομπώδη τίτλο «Η κουζίνα του» («Ma cuisine»). Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το «Innocent» (Αθώος) όχι ακριβώς αυτοβιογραφικό, περισσότερο κάτι σαν ένα προσωπικό μανιφέστο, που κυκλοφόρησε το 2017. Αυτό έγινε αρκετά χρόνια μετά την απόφασή του ηθοποιού να εγκαταλείψει ως πολίτης τη Γαλλία και να πάρει ρωσικό διαβατήριο. Ηταν μια πρόταση που έγινε στον Ντεπαρντιέ από τον ίδιο τον Βλαντίμιρ Πούτιν, την οποία αμέσως αποδέχθηκε.

Οι λόγοι ήταν φορολογικοί, ο Ντεπαρντιέ δεν ανεχόταν την υψηλή φορολογία στη Γαλλία. Δεν ήταν μόνο αυτοί οι λόγοι όμως. Ο Ντεπαρντιέ ένιωσε προδομένος ως πολίτης. «Ο γάλλος πρόεδρος με απέρριψε» θα έλεγε τότε. «Οχι μόνο λόγω των φόρων αλλά επειδή δεν συμφωνούσα με τον τρόπο με τον οποίο ανακοίνωνε πράγματα που ήταν απαράδεκτα σε μια δημοκρατία. Ο Φρανσουά Ολάντ είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε μίνι μπολσεβίκο». Ετσι, τον Ιανουάριο του 2013, στα 64 χρόνια του, ο Ντεπαρντιέ, που δηλώνει εξαιρετικός γνώστης της ρωσικής Ιστορίας και κουλτούρας, έλαβε προσωπικά από τον πρόεδρο της Ρωσίας τη ρωσική υπηκοότητα. Στη Ρωσία οι μπίζνες του εξαπλώθηκαν με το άνοιγμα εστιατορίων αλλά βέβαια επιστρέφει συχνά στη Γαλλία για επαγγελματικούς λόγους. Εξάλλου, η συμμετοχή του σε ταινίες εξακολουθεί να γίνεται με ραγδαίους ρυθμούς και μια και μιλάμε για τη Ρωσία, να πούμε ότι έχει παίξει τόσο τον Ιωσήφ Στάλιν όσο και τον Ρασπούτιν σε ταινίες που δεν παίχθηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Μόνο μέσα στο 2018 προβλέπεται να έχει τελειώσει περί τις… οκτώ ταινίες, ενώ το φιλμ «Bach», στο οποίο, αν δεν αλλάξει κάτι, θα υποδυθεί τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, αναμένεται να παιχτεί το… 2020.