Ο καρκίνος του μαστού είναι ιάσιμη νόσος εφόσον πραγματοποιηθεί έγκαιρη διάγνωση, η οποία επιτυγχάνεται με τον προσυμπτωματικό έλεγχο. Η διάγνωση σε πρώιμο στάδιο δίνει τη δυνατότητα άμεσης θεραπείας, μειώνει την πιθανότητα υποτροπής και αυξάνει την επιβίωση της ασθενούς. Η μαστογραφία είναι το κύριο μέσο προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες για τον ελληνικό πληθυσμό, ο προληπτικός έλεγχος ξεκινά στην ηλικία 40 ετών με μαστογραφία και κλινική εξέταση. Ο έλεγχος με μαστογραφία πρέπει να είναι ετήσιος, ενώ δεν συστήνεται επιπλέον η πραγματοποίηση μαγνητικής μαστογραφίας ή/και υπερηχογραφήματος στον γενικό πληθυσμό.

Με την κλινική εξέταση αναγνωρίζονται ογκίδια στους μαστούς ή τις μασχαλιαίες χώρες, ύπαρξη υγρού εκκρίματος από τις θηλές, αλλαγές δέρματος μαστού ή εισολκή θηλής, ερυθρότητα, έκζεμα, οίδημα κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ειδικοί τύποι καρκίνου του μαστού που ο απεικονιστικός έλεγχος μπορεί να είναι ψευδώς αρνητικός και η κλινική εξέταση να θέσει τελικά την υποψία ύπαρξης της νόσου.

Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι: αυξημένη ηλικία, ατομικό ιστορικό παθήσεων του μαστού, οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού ή ωοθηκών, ακτινοβόληση του θώρακα, πρώιμη εμμηναρχή, καθυστερημένη εμμηνόπαυση, μη τεκνοποίηση, προχωρημένη ηλικία πρώτης εγκυμοσύνης, απουσία θηλασμού, έλλειψη σωματικής άσκησης, αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, κατανάλωση πολλών λιπαρών τροφών, παχυσαρκία, καθώς και ορισμένα φάρμακα, μεταξύ άλλων. Η καταγραφή των παραγόντων κινδύνου είναι σημαντική γιατί καθορίζει τη συχνότητα του προσυμπτωματικού ελέγχου και το είδος των διαγνωστικών εξετάσεων που επιλέγονται.

Ο προσυμπτωματικός έλεγχος είναι εντατικοποιημένος σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, όπως οι φορείς μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1, BRCA2, οι γυναίκες με ακτινοβόληση θώρακα σε ηλικία <30 ετών, οι ασθενείς με ατομικό αναμνηστικό προκαρκινικών ή προδιηθητικών αλλοιώσεων (άτυπη επιθηλιακή υπερπλασία, λοβιακό καρκίνωμα in situ) κ.λπ. Στον πληθυσμό αυτόν προτείνεται η κλινική εξέταση ανά 6-12 μήνες, η μαστογραφία με ή χωρίς τομοσύνθεση ανά έτος και η μαγνητική μαστογραφία ανά έτος (με ειδικές συστάσεις ανά ηλικία).

Τέλος, στην πρώιμη διάγνωση μπορεί να συμβάλει και η αυτοεξέταση, για την ανίχνευση τυχόν αλλαγών, ώστε να οδηγηθούμε έγκαιρα στον ειδικό γιατρό. Εντούτοις, η αξία της αμφισβητείται και σαφώς δεν αντικαθιστά ούτε τον κλινικό έλεγχο από τον εξειδικευμένο ιατρό, ούτε τον προληπτικό έλεγχο με μαστογραφία.