Το βιβλίο του δημοσιογράφου Μπερνάρ Βιολέ «Αλέν Ντελόν: Η απαγορευμένη βιογραφία» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2000) αρχίζει με μια φράση του ίδιου του Ντελόν: «Η ιστορία της ζωής μου είναι τόσο απίθανη ώστε κανένας δημοσιογράφος δεν θα ήταν ικανός να τη γράψει». Για τον Βιολέ η φράση αυτή γίνεται η απόλυτη πρόκληση για κάθε βιογράφο και ίσως να έχει δίκιο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πριν καν αρχίσει να γράφει το βιβλίο και ενώ είχε απευθυνθεί στον Ντελόν ζητώντας τη συνεργασία του, ο δημοσιογράφος βρέθηκε αντιμέτωπος με τη γαλλική Δικαιοσύνη, η οποία μάλιστα διέκοψε τη συγγραφή της βιογραφίας. Αργότερα, όμως, αυτή η «προληπτική λογοκρισία» έπεισε τους παριζιάνους δικαστές να δώσουν το πράσινο φως για τη σύνταξή της.

Το γεγονός παραμένει: ο Αλέν Ντελόν ήταν, είναι και –καθώς φαίνεται –θα παραμείνει ένα τεράστιο, άλυτο μυστήριο. Αν και τα τελευταία χρόνια είναι αποσυρμένος, βυθισμένος στη μοναξιά και τις ακροδεξιές απόψεις του, μακριά από τον κόσμο του κινηματογράφου και του θεάματος, να που τον περασμένο Ιανουάριο στη συνέντευξη – απολογισμό ζωής που έδωσε στο «Paris Match» το Εγώ του και πάλι κυριάρχησε: η δήλωσή του ότι απεχθάνεται καθετί που σχετίζεται με αυτόν τον κόσμο και ότι θα φύγει από τη ζωή χωρίς καμία λύπη, προκάλεσε θόρυβο, έγινε πρώτο θέμα. Ενας ακόμα θόρυβος, ένα ακόμη πρώτο θέμα γύρω από τον Αλέν Φραμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν, τον μεγαλύτερο σταρ που έβγαλε ποτέ η Γαλλία, γεννημένο στις 8 Νοεμβρίου 1935 στο Σο του Νομού Ο-ντε-Σεν, γιο διαχειριστή επιχειρήσεων και βοηθού φαρμακοποιού…

Ο άτακτος γιος

Από μικρός ο Αλέν Ντελόν ήταν «κακό» παιδί. Ρόλο σ’ αυτό ίσως έπαιξε το ότι οι γονείς του χώρισαν πολύ νωρίς, όταν εκείνος ήταν μόλις τριών χρονών. Η μητέρα του, με την οποία ο Ντελόν μεγάλωσε, σύντομα ξαναπαντρεύτηκε. Πατριός του ήταν ο Πολ Μπουλόνιε, κληρονόμος μιας τεράστιας επιχείρησης αλλαντοποιίας. Στο σχολείο, διαρκείς αποβολές, οι γονείς των άλλων παιδιών υπέγραφαν διαμαρτυρίες εναντίον του, δεν άντεχαν τις ατασθαλίες του. Με λάστιχα εκσφενδόνιζε βέργες για πλέξιμο πάνω από τα κεφάλια δασκάλων και μαθητών, οι παπάδες παρακαλούσαν τη μητέρα του να μην τον στέλνει στις κυριακάτικες λειτουργίες γιατί τα έκανε όλα λίμπα αναποδογυρίζοντας καρέκλες, οι πρόσκοποι αρνούνταν να τον δεχτούν στους κόλπους τους γνωρίζοντας τη φήμη του. Η γυμναστική ήταν το μόνο μάθημα που τον ενδιέφερε και, σύμφωνα με τη μητέρα του, στις βαθμολογίες ήταν ο 43ος στους 44!

Παραδοξότητα ήταν ότι από νωρίς αγάπησε το πιάνο, οι μόνες στιγμές ανάπαυλας του άτακτου Αλέν, που κατάφερε να αποβληθεί και από όλα τα… εκκλησιαστικά σχολεία που τον έστειλε η μητέρα του –από το Ιησουιτών του Αγίου Νικολάου του Ινιί ώς των Βενεδικτίνων του Αγίου Γαβριήλ του Μπανιέ και των Φραγκισκανών του Αγίου Νικολάου του Μπουζενβάλ. «Είχα την αίσθηση ότι γινόμουν φόρτωμα, δεν ήξεραν τι να με κάνουν», θα έλεγε ο ίδιος αργότερα.

Παρουσία που αφοπλίζει

Αλλά το χάρισμα του Αλέν Ντελόν να αφοπλίζει τους άλλους μόνον και μόνον ως παρουσία, ήταν από τότε διακριτό. Υπεροπτικά ανασηκωμένο χείλος, κατάλευκα υγιή δόντια, λακκάκια στα μάγουλα, πυκνό, στιλπνό μαύρο μαλλί με μια χαρακτηριστική φράντζα να πέφτει πάνω από την ευθύβολη μπλε ματιά. Δεν ήταν μόνον γεννημένος σταρ αλλά και γυναικοκατακτητής. Και όμως το πρώτο του φιλί το εξέλαβε ως αμαρτία, θα εξομολογηθεί στον Μπερνάρ Πιβό το 1996. «Είχα την εντύπωση ότι διέπραξα θανάσιμο αμάρτημα. Χρειάστηκα 10 χρόνια για να συνέλθω». Το χαρακτηριστικό σημάδι που έχει στο πιγούνι του οφείλεται στο κορίτσι εκείνου του πρώτου φιλιού. Για να εντυπωσιάσει την κοπέλα, ο Αλέν έκανε ακροβασίες με το ποδήλατό του και έφαγε τα μούτρα του όταν έχασε τον έλεγχο με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί στις λάσπες. Ο Ντελόν ήταν λάτρης της ποδηλασίας όπως και της πυγμαχίας, στα 16 του μετέφερε τα ποδήλατα ευρωπαίων ή αμερικανών πρωταθλητών σε αγώνες που διεξάγονταν στη Γαλλία.

Μέχρι τη στράτευσή του, τότε που για πρώτη φορά ένιωσε ελεύθερος, η ζωή του Ντελόν κύλησε με παντός τύπου αναποδιές, σκανδαλιές, αργότερα ύποπτες συναναστροφές. Οταν την κοπάνησε από το οικοτροφείο τον έπιασαν. Οταν η μητέρα του προσπάθησε να τον βάλει στη δουλειά της, της αλλαντοποιού, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Ηταν ο πατέρας του που του υπέδειξε την ιδέα του στρατού και ο Αλέν ενθουσιάστηκε. Κατατάχθηκε εθελοντής στο Πολεμικό Ναυτικό, πήγε στην Ινδοκίνα, έλαβε μέρος στον εκεί πόλεμο από το 1953 ώς το 1954.

Μια παριζιάνικη ταµπέλα

Μετά την απόλυσή του από τον στρατό, ο Ντελόν βρέθηκε εντελώς ξεκρέμαστος στο Παρίσι. Ουδείς τον ήξερε και κανέναν δεν γνώριζε. «Επέστρεψα από τη μια ζούγκλα για να βρεθώ στην άλλη» είχε πει για τα πρώτα χρόνια του στο Παρίσι μετά την Ινδοκίνα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν ήθελε να ξαναβρεθεί στο αλλαντοπωλείο των γονιών του και να κόβει χοιρινά. Αναγκάστηκε να δουλέψει. Οπου έβρισκε. Κουβαλούσε κιβώτια λαχανικών και φρούτων στη Δημοτική Αγορά. Εκανε σερβιτόρος σε μπαρ. Δεν είχε τίποτε πέρα από ένα όμορφο πρόσωπο. «Αλλά η ομορφιά είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί τελικά σου ζητούν περισσότερα από τους άλλους».

Δίπλα από το μπαρ στο οποίο εργαζόταν υπήρχε ένα σινεμά. Δεν θα το ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του γιατί λίγα χρόνια αργότερα, περνώντας από εκεί, είδε μια φωτεινή διαφήμιση με δύο ονόματα γραμμένα με μεγάλα γράμματα. Ρόμι Σνάιντερ και Αλέν Ντελόν. Η καινούργια ζωή του είχε αρχίσει. Και είχε αρχίσει τυχαία. Ηταν ένας δημοσιογράφος εκείνος που τον βοήθησε. Μια ειρωνεία γιατί ο Ντελόν ως σταρ ποτέ δεν θα τα πήγαινε καλά με τους δημοσιογράφους. Αυτός ο δημοσιογράφος μεσολάβησε για το ραντεβού του Ντελόν με τον σκηνοθέτη Ιβ Αλεγκρέ. Ο Ντελόν είχε την πληροφορία ότι ο Αλεγκρέ ετοίμαζε ταινία και ότι του έλειπε ένα από τα βασικά πρόσωπα του έργου: ένας νέος 20-22 ετών. Το ραντεβού έγινε. Ο Αλεγκρέ ζήτησε από τον Ντελόν να του διηγηθεί την ζωή του. Δύο ώρες αργότερα ο Ντελόν είχε προσληφθεί. Ετος 1957. Τίτλος: «Γκοντό ο εκβιαστής» («Quand la femme s’en mêle»). Πρωταγωνιστής στον ρόλο του Γκοντό ο Ζαν Σερβέ. Ομως η αρχή είχε γίνει. «Δεν πίστευα ότι άρχιζα μια καριέρα» θα έλεγε αργότερα. «Νόμιζα ότι ήταν μια κι έξω…».

Αμέσως μετά τον «Γκοντό» ένας άλλος Αλεγκρέ ακολούθησε, ο αδελφός του Ιβ, ο Μαρκ, επίσης σκηνοθέτης. Ενας ακόμα μικρός ρόλος για τον Ντελόν στην ταινία «Εγκλημα στην Πλας Πιγκάλ» («Sois belle et tais-toi») όπου έπαιζε και ένας άλλος άγνωστος ηθοποιός. Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό. Ηταν η πρώτη από τις ελάχιστες επαγγελματικές συνεργασίες των δύο σταρ, παρότι είχαν παράλληλη πορεία και περίπου ίδια ηλικία (ο Μπελμοντό είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος). Ξαναβρέθηκαν στην ιστορική-πολεμική ταινία του Ρενέ Κλεμάν «Καίγεται το Παρίσι» και το 1970 ήταν το ντουέτο του θρυλικού «Μπορσαλίνο». Από τότε, τεράστια απόσταση ανάμεσά τους. Το 1992 ξανάπαιξαν μαζί τους «συνταξιούχους» κακοποιούς στην κομεντί του Πατρίς Λεκόντ «Ανάμεσα σε δύο μπαμπάδες» με τη Βανέσα Παραντί (σημειωτέον, ο Λεκόντ ίσως τον σκηνοθετήσει στην επόμενη ταινία του, με τη Ζιλιέτ Μπινός, αν φυσικά αυτή η ταινία γυριστεί). Εντεκα χρόνια αργότερα, όταν στα 72 του ο Ντελόν είχε αποδεχθεί την πρόταση του Φεστιβάλ των Καννών να παραστεί ως τιμώμενος οικοδεσπότης στην ειδική τελετή για τα 60 χρόνια του φεστιβάλ (όπου είχε να πάει από το 1992), εκείνος είχε δηλώσει: «Είμαι πανευτυχής που έπειτα από τόσα χρόνια θα ανέβω και πάλι τα θρυλικά σκαλοπάτια της αίθουσας Λιμιέρ. Λυπάμαι όμως που δεν θα είναι μαζί μου ο αγαπητός μου φίλος Μπεμπέλ».

Θυελλώδεις έρωτες

Οταν ο Αλέν Ντελόν έκανε τα πρώτα του βήματα, γνωρίστηκε με τη Ρόμι Σνάιντερ, την ήδη καταξιωμένη αυστριακή σταρ, τη θρυλική Πριγκίπισσα Σίσι, η οποία, σύμφωνα με τον ηθοποιό Ζαν Κλοντ Μπριαλί, τον επέλεξε η ίδια για συμπρωταγωνιστή της στο «Λιμπελάι» του Πιερ Γκασπάρ-Ιί. «Τον επέλεξε γιατί ήταν όμορφος και άγνωστος», είπε ο Μπριαλί. Η σχέση Ντελόν – Σνάιντερ, από το 1959 ώς το 1963, θα εξελισσόταν σε έναν έντονο και τραυματικό έρωτα, μια τρομερή ιστορία αγάπης που ακόμα και μετά τον χωρισμό τους δεν έπαψε να τους ακολουθεί.

Αμέσως μετά ακολούθησαν μια σχέση με την τραγουδίστρια Νίκο, με την οποία ο Ντελόν απέκτησε έναν γιο, τον Κριστιάν, και ένας γάμος, ο μοναδικός του, με την ηθοποιό Ναταλί Ντελόν (Φρανσίν Κανοβάς), με την οποία χώρισε το 1969 έχοντας αποκτήσει έναν ακόμα γιο, τον Αντονί Ντελόν. Οι σχέσεις του Ντελόν ήταν πάντα θυελλώδεις, ένας παράδεισος για τον κίτρινο Τύπο. Μιρέιγ Νταρκ, Νταλίλα ντι Λάζαρο. Με την ολλανδή ηθοποιό Ροζαλί βαν Μπρέεμεν, με την οποία είχε σχέση από το 1987 ώς το 2001, απέκτησε μια κόρη, την Ανιούσκα, και έναν γιο, τον Αλέν Φαμπιάν.

Ο Τομ Ρίπλεϊ και το Εγώ

Πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ο γάλλος σκηνοθέτης Ρενέ Κλεμάν πείθεται από τους θρυλικούς συμπατριώτες του παραγωγούς Ρομπέρ και Ρεμόν Ακίμ να γυρίσει το μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» στον κινηματογράφο. Αρχική ιδέα των Ακίμ: οι δυο κεντρικοί ρόλοι, του αδίστακτου Τομ Ρίπλεϊ και του Ντίκι Γκρίνλιφ, του πλούσιου φίλου του τον οποίο τελικά ο Ρίπλεϊ σκοτώνει για να πάρει τη θέση του, έπρεπε να δοθούν στον Μορίς Ρονέ και στον Ζακ Σαριέ αντιστοίχως. Ο Κλεμάν ενθουσιάζεται με την ιδέα του Ρονέ στον ρόλο του Ρίπλεϊ, αλλά έχει ενστάσεις για τον Σαριέ. Τότε ήταν που ο Ζορζ Μπομ, ατζέντης τού διαρκώς ανερχόμενου Αλέν Ντελόν, πλησίασε τον Κλεμάν και του έδειξε τις «Αδύνατες γυναίκες», μια ταινία με τον πρώτο, η οποία όμως δεν άρεσε στον Κλεμάν. Ο ατζέντης επέμεινε. Ο πελάτης και φίλος του χρειαζόταν έναν πρώτο ρόλο σε δραματική ταινία. Εν τέλει ο Κλεμάν πείστηκε για τον Αλέν Ντελόν, μόνο που ο… Ντελόν είχε αντίρρηση για τον ρόλο του Ντίκι Γκρίνλιφ, του θύματος. Ο ηθοποιός ήθελε τον Ρίπλεϊ. Τον Γκρίνλιφ; Ας τον έπαιζε ο Μορίς Ρονέ! Οι υπόλοιποι όμως δεν συμφώνησαν, οπότε φτάνουμε στη θρυλική σύσκεψη που διήρκεσε τέσσερις ώρες, με παρόντες τους αδελφούς Ακίμ, τον Κλεμάν, τη ρωσικής καταγωγής σύζυγο του Κλεμάν και τον Ντελόν που μίλησε «με την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητά μου», όπως έχει κατά καιρούς πει. Η στάση του είχε ρίσκο διότι προκάλεσε τους μεγαλοπαραγωγούς. Τον χαρακτήρισαν αυθάδη και λίγο έλειψε να τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Ο Ντελόν βρέθηκε ένα βήμα πριν από την ακύρωση της συμφωνίας, μέχρι που τον λόγο πήρε η γυναίκα του Κλεμάν: «Ρενέ, ο μικρός έχει δίκιο!». Οι Ακίμ συμφώνησαν, η ταινία γυρίστηκε και βεβαίως η επιμονή του Ντελόν για τον ρόλο του Ρίπλεϊ άξιζε τον κόπο, διότι τον έκανε σταρ.

Ενα αστέρι είχε γεννηθεί

Το τι ακολούθησε στη δεκαετία του 1960 δεν λέγεται. Ο Ντελόν έγινε ο πιο περιζήτητος ευρωπαίος ηθοποιός της γενιάς του. Ο Λουκίνο Βισκόντι τον επέλεξε για τον κεντρικό ρόλο της ταινίας «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του», αργότερα για τον Τανκρέντι στον «Γατόπαρδο». Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι συνεργάστηκε μαζί του στην «Εκλειψη» και η «Μαύρη τουλίπα» του Κριστιάν-Ζακ που γυρίστηκε στην Ισπανία έσπασε ταμεία στη Γαλλία. Ρανίδες μιας τεράστιας καριέρας. Ακολουθεί η Αμερική, όπου τον υποδέχονται σαν τον «Γάλλο Τζέιμς Ντιν». Στις 30 Σεπτεμβρίου 1964 γεννήθηκε στο Λος Αντζελες ο γιος του, Αντονί, που θα σημάνει τεράστια αλλαγή στον χαρακτήρα του, αρχικώς τουλάχιστον. Ο Ντελόν φρενάρει λίγο το Εγώ του, «βλέπω πιο μακριά απ’ ό,τι ώς τώρα» θα πει. Αλλά στο Χόλιγουντ δεν είναι ο εαυτός του, λόγος για τον οποίο επιστρέφει συχνά στην Ευρώπη. Στην Αμερική γύρισε λίγες ταινίες χωρίς επιτυχία: ο «Κλέφτης», μια γκανγκστερική ταινία του Ραλφ Νέλσον και το γουέστερν «Οι αετοί του Τέξας» δίπλα στον Ντιν Μάρτιν είχαν καταστροφικές συνέπειες στα ταμεία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο αριστουργηματικός «Δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» ανοίγει τη συνεργασία του με τον Ζαν Πιερ Μελβίλ σε τρία νουάρ που ανήκουν στις καλύτερες στιγμές της καριέρας του ηθοποιού. Την τριάδα συμπληρώνουν ο «Κόκκινος Κύκλος» και ο «Μπάτσος».

Η σκοτεινή σελίδα

Τον Νοέμβριο του 1963, ακριβώς την ημέρα των 28ων γενεθλίων του, ο Αλέν Ντελόν συνάντησε τον άνθρωπο που έμελλε να κηλιδώσει όσο κανείς άλλος το όνομά του: τον Στέφαν Μάρκοβιτς. Η γνωριμία με αυτόν τον μυστηριώδη γιουγκοσλάβο μετανάστη έγινε στο πάρτι γενεθλίων που είχε οργανώσει ο Ντελόν στην Κυανή Ακτή εν μέσω των γυρισμάτων της ταινίας «Ληστεία στο Μόντε Κάρλο» με συμπρωταγωνίστρια την Τζέιν Φόντα. Η ταινία επανέφερε τον Ντελόν δίπλα στον σκηνοθέτη στον οποίο χρωστούσε πολλά, τον Ρενέ Κλεμάν. Τον Μάρκοβιτς σύστησε στον Ντελόν ο Μίλος Μιλόσεβιτς, αντικαταστάτης των δύσκολων σκηνών του ηθοποιού στην ταινία.

Ο Ντελόν προσέλαβε τον Μάρκοβιτς ως σωματοφύλακα-σοφέρ και οι υπηρεσίες του τελευταίου προς τον Ντελόν παραμένουν το ίδιο μυστηριώδεις και σκοτεινές όσο και οι σχέσεις του ηθοποιού με τον υπόκοσμο. Ο Μάρκοβιτς είχε κάνει φυλακή και είχε διασυνδέσεις με γκάνγκστερ. Τον Οκτώβριο του 1968 ο Στέφαν Μάρκοβιτς θα βρεθεί νεκρός στη χωματερή του Ελανκούρ, ενός χωριού έξω από το Παρίσι, με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο εφιάλτης για τον Αλέν Ντελόν αρχίζει. Ατέλειωτες ώρες στην αίθουσα ανακρίσεων της αστυνομίας, η υπόθεση σηκώνει βιβλίο από μόνη της και πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της βιογραφίας του Βιλό αναφέρεται στην υπόθεση Μάρκοβιτς. Αν και δεν του απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες, το «Σκάνδαλο Μάρκοβιτς» δεν έπαψε να τον κυνηγά.

Εμπορικό φαινόμενο

Αλλά δεν επηρέασε καθόλου τη δημοτικότητά του. Τουναντίον, στη δεκαετία του 1970 εξελίχθηκε σε φαινόμενο του γαλλικού εμπορικού κινηματογράφου. «Ο τσιγγάνος», «Ωραίος, σκληρός και αδίστακτος», «Δυο ξένοι στην ίδια πόλη», «Για το τομάρι ενός μπάτσου». Εχοντας στραφεί και στην παραγωγή είχε την ελευθερία να διαλέγει ο ίδιος τους ρόλους του και να γίνει πολύ πλούσιος. Ωσπου κάποια στιγμή, η εικόνα χάρη στην οποία έγινε διάσημος, άρχισε να του προκαλεί αμηχανία. Θα ήθελε να είναι λιγότερο ωραίος, δηλώνει, δήλωση βεβαίως που ποτέ δεν θα έκανε κάποιος που δεν είναι ωραίος. «Οταν περπατώ και με κοιτάζουν στον δρόμο, με πιάνει αμηχανία γιατί δεν ξέρω αν με κοιτάζουν για αυτό που είμαι, ένας ηθοποιός, ή για τα όσα έχουν γράψει οι εφημερίδες για μένα». Αλλά είναι βέβαιο, γιατί είναι πανούργος και πανέξυπνος, πως ό,τι και να κάνει ο Αλέν Ντελόν, πάντα θα τραβάει πάνω του το βλέμμα. Πάντα θα γυρνάμε και θα τον κοιτάζουμε. Οπως ακριβώς το θέλει.