Αύξηση της οργανικής κερδοφορίας του κατά 5%, στα 809 εκατ. ευρώ, πέτυχε ο όμιλος της Εθνικής Τράπεζας το 2017, αντανακλώντας τη θετική επίδοση των καθαρών εσόδων από προμήθειες κατά 42% σε ετήσια βάση και της περιστολής των λειτουργικών δαπανών του κατά 7%. Παράλληλα, εφαρμόζοντας συντηρητική πολιτική προβλέψεων, θωράκισε τον ισολογισμό του και εναρμονίστηκε πλήρως με τις επιταγές του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) 9. Αυτό ανακοίνωσε η διοίκηση της Τράπεζας παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα του Ομίλου για το 2017 σημειώνοντας ότι τη χρονιά που πέρασε πέτυχε να είναι η πρώτη τράπεζα με πλήρη απεξάρτηση από τον μηχανισμό ΕLA. Ωστόσο, όπως ανακοινώθηκε, σε επίπεδο καθαρών αποτελεσμάτων παρουσίασε αρνητικό πρόσημο, εξαιτίας του υψηλού επιπέδου των προβλέψεων, αλλά και των έκτακτων ζημιών που καταγράφηκαν λόγω πώλησης θυγατρικών του ομίλου.

Σε γραπτή του δήλωση ο Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής, σημείωσε ότι «σε μία χρονιά ανάπτυξης, αν και χαμηλότερης της αρχικά αναμενόμενης, για την ελληνική οικονομία, η ΕΤΕ κατάφερε να ισχυροποιήσει τα αποτελέσματά της στους βασικούς τομείς των εγχώριων δραστηριοτήτων της, ενδυναμώνοντας περαιτέρω τον ισολογισμό της».

Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, ο Φραγκιαδάκης υποστήριξε ότι «η ΕΤΕ κατόρθωσε να διατηρήσει σταθερό ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά την τελευταία διετία, επιτυγχάνοντας συνολική μείωση €4,2 δισ. από το τέλος του 2015, καλύπτοντας 50% του στόχου για το 2019».

Να σημειωθεί ότι τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων του ομίλου στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε 175 εκατ. ευρώ το τέταρτο τρίμηνο του 2017 από 184 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση των λειτουργικών δαπανών (+4,4% σε τριμηνιαία βάση) λόγω εποχικότητας.

Στη ΝΑ Ευρώπη, ο Ομιλος σημείωσε ζημίες μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους 5 εκατ. ευρώ το τέταρτο τρίμηνο του 2017 έναντι κερδών 4 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, αντανακλώντας τις αυξημένες προβλέψεις για επισφαλή δάνεια (11 εκατ. ευρώ το τέταρτο τρίμηνο του 2017 από 4 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο).