Πολύς κόσμος πιστεύει ακόμα ότι το έμφραγμα δημιουργείται αποκλειστικά από τις στενώσεις των αρτηριών της καρδιάς (βουλώματα) για αυτό προληπτικά πολλές φορές πείθεται και καταφεύγει σε επεμβατικές πράξεις τύπου αγγειοπλαστικής (stent) ή ακόμα και εγχειρήσεις Bypass, μη έχοντας κανένα απολύτως σύμπτωμα. Αυτό είναι μεγάλο λάθος.

Κλασικά, πιστεύαμε ότι η ασταθής αθηρωματική πλάκα που βρίσκεται στο τοίχωμα μιας αρτηρίας της καρδιάς σπάζει και το εσωτερικό της μαζί με στοιχεία του αίματος δημιουργούν ένα θρόμβο που φράζει την αρτηρία. Η αιμάτωση της περιοχής που αρδεύει αυτή η αρτηρία σταματά και έτσι νεκρώνεται η συγκεκριμένη περιοχή της καρδιάς οπότε δημιουργείται το έμφραγμα.

Η πρώτη έκπληξη ήλθε από μια σειρά μεγάλων πολυκεντρικών μελετών που έδειξαν ότι μόνο το 30% των εμφραγμάτων οφείλεται σε σπάσιμο της μεγάλης αθηρωματικής πλάκας, δηλαδή μιας πλάκας που φράζει πάνω από το 70% της διαμέτρου της αρτηρίας.

Ο μεγαλύτερος αριθμός των εμφραγμάτων προκαλείται από διάφορες αιτίες όπως είναι το σπάσιμο μικρών αθηρωματικών πλακών, ο σπασμός των αρτηριών της καρδιάς, οι διαβρώσεις του εσωτερικού τοιχώματος της καρδιάς, οι παρατεταμένες αρρυθμίες που προκαλούν ελάττωση της αιματώσεως του μυοκαρδίου, καθώς και διάφορες άλλες παθήσεις που προκαλούν θρομβώσεις των αρτηριών της καρδιάς και έμφραγμα.

Ετσι, αναγκαστικά έγινε δεκτή από την παγκόσμια καρδιολογική κοινότητα η διάκριση των εμφραγμάτων με βάση την αιτιολογία που τα προκαλεί και όχι με βάση την έκταση της νεκρώσεως του μυοκαρδίου που το έμφραγμα προκαλεί.

Μάλιστα σε μια πρόσφατη δημοσιευμένη μελέτη στο επίσημο περιοδικό της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας, το «European Heart Journal», αναζητούνται τα κριτήρια αναγνώρισης των εμφραγμάτων αυτών που χαρακτηρίζονται ως «τύπου 2 έμφραγμα του μυοκαρδίου».

Στόχος αυτής της μελέτης είναι η διαφοροποίηση κριτηρίων που θα αναγνωρίζει τους ασθενείς με υψηλή επικινδυνότητα.

Η διάκριση αυτή των εμφραγμάτων σε δύο κατηγορίες, πέραν του ορατού στόχου που είναι η αναγνώριση γενικά των ασθενών υψηλού κινδύνου, επιβάλλει την αναγκαιότητα εφαρμογής μέτρων πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης. Δηλαδή, πέραν του τι πρέπει να αποφεύγει ή να πράττει στην καθημερινή του ζωή, κάθε άνθρωπος θα πρέπει να αρχίζει προληπτική θεραπεία εάν ανήκει στην κατηγορία των ασθενών υψηλού κινδύνου προτού εκδηλωθεί οποιοδήποτε σύμπτωμα.