Μια τεράστια ευκαιρία δυναμικής επιστροφής στην ανάπτυξη έχασε το 2017 η ελληνική οικονομία, πετυχαίνοντας μόνο το μισό του αρχικού στόχου επέκτασης.

Το κόστος των καθυστερήσεων και της αβεβαιότητας αναφορικά με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία παραλίγο να διαρκέσει έναν χρόνο, αποτυπώθηκε στα στοιχεία για την εξέλιξη του ΑΕΠ με την πτώση της κατανάλωσης να τροφοδοτείται κυρίως από τη γενική κυβέρνηση και τα νοικοκυριά να ακολουθούν. Διαψεύδοντας τη μία μετά την άλλη τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις, τα πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν χθες ρυθμό ανάπτυξης 1,4% πέρυσι, σχεδόν στο μισό της αρχικής εκτίμησης του οικονομικού επιτελείου, μέσω του προϋπολογισμού 2017 για ανάπτυξη 2,7% και δύο δέκατα χαμηλότερα από τον τελευταίο επίσημο στόχο για 1,6%. Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μέχρι πρόσφατα εμφανιζόταν βέβαιος ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα έχει «τον αριθμό 2 μπροστά», παρ’ ότι στο σύνολό τους οι αναλυτές αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος είχαν προ πολλού χαμηλώσει αισθητά τον πήχη των προβλέψεων.

Από τις ανακοινώσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, προκύπτει ότι το περασμένο έτος η τελική κατανάλωση παρέμεινε ο μεγάλος ασθενής. Την ίδια ώρα η αύξηση των εισαγωγών έτρεξε με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τις εξαγωγές, ακυρώνοντας ένα μεγάλο μέρος των θετικών επιπτώσεων από τη σημαντική ενίσχυση των επενδύσεων.

Οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 7,2% (παραπάνω από 4 δισ. ευρώ) σε σχέση με το 2016 και ανήλθαν σε 64,819 δισ. ευρώ. Οι εξαγωγές παράλληλα, αυξήθηκαν κατά 6,8% παραμένοντας κάτω από τα 60 δισ. ευρώ (59,758 δισ. ευρώ για την ακρίβεια). Στο μέτωπο των επενδύσεων η ανάκαμψη φαντάζει εντυπωσιακή (15,7%) αλλά ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου υπολείπεται των 25 δισ. ευρώ (24,860 δισ. ευρώ). Στο μέτωπο της κατανάλωσης, το βουνό των φόρων (νέα αύξηση 1,2% των φόρων στα προϊόντα δείχνουν τα στοιχεία αναφορικά με την προσέγγιση του ΑΕΠ με βάση την παραγωγή, στα 22,922 δισ. ευρώ) και η συγκράτηση των δημόσιων δαπανών οδήγησαν την τελική καταναλωτική δαπάνη κατά 0,2% χαμηλότερα σε σχέση με το 2016. Για το 2018 ο προϋπολογισμός προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,5%. Ο στόχος και πάλι χαρακτηρίζεται φιλόδοξος από αναλυτές.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, στον βαθμό που δεν θα εκδηλωθούν σημαντικές εκπλήξεις, η ανάκαμψη της οικονομίας θα συνεχιστεί με τον ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από 2%. Η κεντρική αυτή πρόβλεψη, όμως, προϋποθέτει συστηματική, έστω και μικρή, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, διότι χωρίς ανάκαμψη των επενδύσεων, η οικονομία θα βρεθεί και πάλι σε οδυνηρή στασιμότητα.

Καθοριστικές για την εξέλιξη της ανάπτυξης θα είναι οι πολιτικοοικονομικές εξελίξεις των επόμενων μηνών, κυρίως μέχρι να αποσαφηνιστεί το τοπίο της μεταπρογραμματικής περιόδου. Παρ’ ότι «καθαρή έξοδος» από το πρόγραμμα δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, το μέχρι τώρα σκηνικό των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές και η απουσία εξάρσεων εκτιμάται πως συμβάλλει στη διαμόρφωση ήρεμων συνθηκών στην οικονομία.

Το ξεκαθάρισμα της διάδοχης κατάστασης μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, το εύρος της εποπτείας, το νέο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων αλλά και οι παρεμβάσεις στο μέτωπο του χρέους, σε συνδυασμό με τις συνθήκες στις αγορές, την αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης για τους επενδυτές και το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον εκτιμάται πως θα αποδειχθούν καθοριστικοί παράγοντες για την πορεία της ανάπτυξης.