Η ιστορία που ακολουθεί ήταν πολύ συνηθισμένη τα προηγούμενα χρόνια.

Αξιοπρεπής και ενήμερος δανειολήπτης απευθύνεται στην τράπεζά του αναζητώντας μείωση της δόσης του στεγαστικού δανείου, ώστε με τις τωρινές περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες να μπορεί να την πληρώνει. Ο υπάλληλος τού ψιθυρίζει ν’ αφήσει το στεγαστικό του απλήρωτο 2-3 μήνες, να χαρακτηριστεί κόκκινο και μετά να διεκδικήσει ρύθμιση.

Τρεις μήνες αργότερα η τράπεζα προσφέρει στο δανειολήπτη μια ρύθμιση – ασπιρίνη διάρκειας 2 ετών –λες κι ο δανειολήπτης σε 2 χρόνια θα πάρει αύξηση τον μισό μισθό που έχασε! –και στο βάθος ο νόμος Κατσέλη.

Στην Ιρλανδία, αντιθέτως, οι τράπεζες δημιούργησαν προϊόντα για να λύσουν το πρόβλημα και όχι να το αναβάλουν. Τέτοιο ήταν το split & freeze που λειτούργησε με επιτυχία. Κουρεύει σταδιακά ένα μέρος του δανείου, εφόσον ο δανειολήπτης είναι συνεπής στην εξυπηρέτηση του υπόλοιπου δανείου. Το προϊόν αυτό δίνει στον δανειολήπτη το κίνητρο να εξυπηρετεί το δάνειό του. Το κίνητρο που έπαψε να έχει, όταν η αξία του σπιτιού μειώθηκε στο 60 ενώ το ύψος του δανείου παρέμεινε στο 100. Το split & freeze δουλεύει γιατί κερδίζουν και τα δυο μέρη: ο δανειολήπτης κρατά το σπίτι του και η τράπεζα έχει πολύ μικρότερη ζημιά απ’ όση θα έχει από τον πλειστηριασμό του ακινήτου ή την πώληση του δανείου σε fund.

Στην Ιρλανδία το split & freeze υιοθετήθηκε το 2012. Στην Ελλάδα, οι τράπεζες άρχισαν δειλά να το υιοθετούν το 2017, πέντε χρόνια μετά. Κι ίσως να μη συνέβαινε ποτέ, αν ο ευρωπαϊκός επόπτης, ο SSM, δεν έθετε στενά χρονικά περιθώρια στις τράπεζες για να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια των χαρτοφυλακίων τους κατά 40 δισ. στην τριετία 2017-2019. Η πίεση, λοιπόν, έφερε αποτέλεσμα και ξαφνικά, οι τραπεζίτες αντιλήφθηκαν ότι η καλύτερη επιλογή τους ήταν ο συμβιβασμός με τους δανειολήπτες των στεγαστικών προσφέροντάς τους ρεαλιστικές και γενναίες ρυθμίσεις.

Η καθυστέρηση των τραπεζών στη διαχείριση των κόκκινων στεγαστικών δανείων υπήρξε χαρακτηριστική και επιζήμια. Η αδράνεια λειτούργησε εις βάρος των συμφερόντων των μετόχων τους, των δανειοληπτών και της κοινωνίας, εις βάρος, τελικά, της εθνικής οικονομίας που δουλεύει χωρίς την ατμομηχανή της όσο τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών παραμένουν προβληματικά.

Για τις δυσχέρειες στα δάνεια λιανικής καταλογίζονται ευθύνες στο νόμο Κατσέλη. Ο οποίος έχει εξελιχθεί σε κακό σπυρί για τα κόκκινα δάνεια των ιδιωτών. Ωστόσο, η κριτική στο νόμο τις πιο πολλές φορές είναι άδικη. Διότι στους περισσότερους δανειολήπτες, ειδικά σε εκείνους που οι οφειλές τους είναι μικρότερες από την αξία του σπιτιού (και είναι πολλοί), ο νόμος Κατσέλη δεν προσφέρει τίποτα πέρα από χρόνο. Χρόνο που δεν είναι απαραίτητα κέρδος. Μπορεί να αποδειχθεί και μπούμερανγκ, καθώς οι δανειολήπτες θα εξοφλούν τα δάνειά τους σε ηλικία συνταξιοδότησης αντί για την παραγωγική ηλικία.

Η αδράνεια και η ανεπαρκής διαχείριση των τραπεζών ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας που έστειλε πλήθη δανειοληπτών στην αγκαλιά του νόμου Κατσέλη. Γιατί, όταν τα έντιμα νοικοκυριά χρειάστηκαν ρύθμιση, οι τράπεζες πρόσφεραν ασπιρίνες.

Και τώρα, που οι τράπεζες είναι πρόθυμες για γενναίες ρυθμίσεις, βρίσκονται αντιμέτωπες με την αδράνεια των νοικοκυριών και την παραπληροφόρηση σχετικά με τα «ευεργετήματα» του νόμου Κατσέλη. Και τώρα είναι δύσκολο οι δανειολήπτες να συμβιβαστούν με ρεαλιστικές, γενναιόδωρες ρυθμίσεις που θα τους προσφέρουν οι πιστωτές τους, παραιτούμενοι από την «ασφάλεια» του νόμου Κατσέλη και την απατηλή προσδοκία για ονειρεμένες ρυθμίσεις.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα οι τράπεζες εξαιτίας του νόμου Κατσέλη είναι σε μεγάλο βαθμό ο λογαριασμός για τα λάθη των προηγούμενων ετών.

Και βέβαια, αναγνωρίζοντας τα λάθη των τραπεζών στη διαχείριση των κόκκινων δανείων, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τα ελαφρυντικά τους, την εικόνα στο σύνολό της. Την τριετία 2010-2012 η Ελλάδα παραπατούσε, προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ. Ούτε η Ευρώπη είχε καθαρή εικόνα και στάση απέναντι στο πρόβλημα. Σημείο καμπής για να γυρίσουμε σελίδα ήταν η ρύθμιση του χρέους το 2012. Πρώτα τον Μάρτιο με το PSI και μετά, ακόμα περισσότερο, με το OSI στο τέλος του 2012. Η Ευρώπη πήρε πάνω της το ελληνικό χρέος, μείωσε δραστικά το βάρος των τόκων στους ελληνικούς προϋπολογισμούς –από το 2014 και μετά πληρώνουμε για τόκους τα μισά από πριν –και δήλωσε εμφατικά πως θα είναι αλληλέγγυα και μέρος της λύσης.

Το 2ο αποφασιστικό βήμα ήταν η μεγάλη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2013 με χρήματα που αντλήθηκαν από το 2ο μνημόνιο. Τον Μάρτιο του 2014 έγινε μια μικρότερη αύξηση κεφαλαίου που καλύφθηκε αποκλειστικά από ιδιώτες. Αυτή ήταν η απόδειξη πως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα προσπέρασε τα μεγάλα προβλήματα. Τότε, το 2014, για πρώτη φορά, οι τραπεζίτες πατούσαν στα πόδια τους. Τότε δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την επίλυση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους, η «ελάφρυνσή» του. Τότε δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να ξετυλίξουμε με ασφάλεια το κουβάρι, να λύσουμε τα προβλήματα και τις πληγές της κρίσης.

Δυστυχώς, μεσολάβησε μια «πανούκλα» το 2015 και ο «μεσαίωνας» 2015-2017. Οι καταθέσεις εξαϋλώθηκαν, οι τράπεζες κατέρρευσαν και δυο χρόνια αναλώθηκαν στη διαχείριση των προβλημάτων ρευστότητας και των κεφαλαιακών ελέγχων. Κι έτσι, όχι μόνο δεν ξεκινήσαμε να λύνουμε προβλήματα, αλλά τα επιδεινώσαμε, τα διογκώσαμε και κακοφόρμισαν. Και τώρα πληρώνουμε. Και θα πληρώνουμε ποικιλοτρόπως και για πολλά χρόνια το λογαριασμό του 2015.

Για την ένταση και την έκταση του προβλήματος των κόκκινων στεγαστικών δεν φταίει ο νόμος Κατσέλη. Εφταιξε η ανεπαρκής διαχείριση του προβλήματος από τη μεριά των τραπεζών, η ελλιπής ενημέρωση των δανειοληπτών, η δυσλειτουργική γραφειοκρατία, η αργή απονομή της δικαιοσύνης και το αχρείαστο πισωγύρισμα του 2015.

O Γιώργος Στρατόπουλος είναι οικονομικός αναλυτής