«Αν η δικογραφία της Novartis ήταν ένα παζλ, ο φάκελος που έφυγε για τη Βουλή μία εβδομάδα πριν βάζοντας φωτιά στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ήταν μόνο το πρώτο κομμάτι», έλεγαν πηγές από τον χώρο της Δικαιοσύνης θέλοντας να δείξουν πως το στοίχημα των Αρχών είναι να καταφέρουν να τοποθετήσουν όλα τα κομμάτια στη θέση τους ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα για την πολυδαίδαλη αυτή ιστορία.

Η ομάδα των εισαγγελέων Διαφθοράς υπό την επικεφαλής της Ελένη Τουλουπάκη μαζί με τους επίκουρους συναδέλφους της Χρήστο Ντζούρα και Στέλιο Μανώλη συνεχίζει το προανακριτικό της έργο έχοντας στρέψει πλέον τον προβολέα των ερευνών στη στοιχειοθέτηση του κακουργήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα μαύρου χρήματος).

Παρά την πολιτική θύελλα που ξέσπασε μετά την αποστολή του πρώτου τμήματος της δικογραφίας στη Βουλή, οι εισαγγελικοί λειτουργοί εργάζονται με εντατικούς ρυθμούς για να χαρτογραφήσουν τις διαδρομές του μαύρου χρήματος, που φέρεται ότι έφευγε από τα μαύρα ταμεία της φαρμακοβιομηχανίας και κατέληγε σε ένα δίκτυο εμπλεκομένων προσώπων, τον ακριβή αριθμό των οποίων ουδείς, όπως φαίνεται, είναι ακόμα σε θέση να προσδιορίσει.

Οι απαντήσεις που αναμένονται επί των αιτημάτων δικαστικής συνδρομής που έχουν ήδη σταλεί σε Ελβετία και Κύπρο, οι διασταυρώσεις τραπεζικών λογαριασμών φυσικών προσώπων που βρίσκονται στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης, οι εταιρείες-οχήματα που φέρεται ότι χρησίμευσαν ως ενδιάμεσοι σταθμοί για τη διακίνησης χρημάτων, η αξιοποίηση των στοιχείων που έχουν φτάσει από τις αμερικανικές Αρχές που διενεργούν αυτοτελή έρευνα για τις μεθόδους και τις πρακτικές της Novartis, αλλά και το περιεχόμενο αρχείων –εγγράφων και ηλεκτρονικών –που έχουν πλέον στα χέρια τους οι εισαγγελείς αποτελούν τα βασικά κλειδιά για την ουσιαστική και σε βάθος διερεύνηση της υπόθεσης .

Και μπορεί μέχρι τώρα ο κατάλογος των κατηγορουμένων, μη πολιτικών προσώπων να περιλαμβάνει μόνο τον πρώην αντιπρόεδρο της Novartis Κων. Φρουζή , αλλά ήδη στο στόχαστρο της ομάδας των εισαγγελέων, πέραν των πολλών γιατρών, βρίσκονται και άλλα 20 μη πολιτικά πρόσωπα, τα οποία είχαν κομβικές θέσεις σε υπουργεία και οργανισμούς την χρονική περίοδο που η φαρμακοβιομηχανία φέρεται ότι μοίραζε «δώρα» εκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται, λένε οι πληροφορίες, για πρώην γενικούς γραμματείς υπουργείων, παλαιότερους συμβούλους υπουργών ή άλλοτε προέδρους οργανισμών που δραστηριοποιούνταν στο χώρο του φαρμάκου.

Σε αυτό τον νέο κύκλο των ερευνών εντάσσονται και οι έφοδοι που έγιναν μέσα στο Σαββατοκύριακο σε σπίτια προσώπων τα οποία ελέγχονται από τους εισαγγελείς. Δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που η Εισαγγελία προχωρά σε τέτοιες αιφνιδιαστικές κινήσεις αναζητώντας στοιχεία που ενδεχομένως μπορεί να φωτίσουν άγνωστες πτυχές της δικογραφίας.

ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ. Το ερευνώμενο αδίκημα για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, όπως σημειώνουν νομικοί κύκλοι, δεν αφορά μόνο σε πρόσωπα τα οποία δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών αλλά και πολιτικούς . Κι αυτό γιατί η νομολογία στην πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι το αδίκημα θεωρείται διαρκές, ξεπερνά τον σκόπελο της παραγραφής για τους πολιτικούς και μπορεί να επιληφθεί άμεσα η τακτική Δικαιοσύνη χωρίς να σταλεί η υπόθεση στη Βουλή. Ολα αυτά βέβαια υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας θα έχει εντοπιστεί βήμα προς βήμα η ροή του μαύρου χρήματος και θα έχουν αποκαλυφθεί οι τελικοί αποδέκτες. Το μοντέλο αυτό, όπως είναι γνωστό, έχει ακολουθηθεί με βάση και τη σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου, τόσο στην περίπτωση του Ακη Τσοχατζόπουλου για την υπόθεση των Εξοπλιστικών όσο και του Τάσου Μαντέλη στην υπόθεση με τα μαύρα ταμεία της Siemens, όπου και δύο πρώην υπουργοί κάθησαν στο εδώλιο του Εφετείου Κακουργημάτων και λογοδότησαν για τις πράξεις τους ενώπιον των τακτικών δικαστών.

Βέβαια, όσοι ασχολούνται με τέτοιου είδους υποθέσεις, του «λευκού κολάρου» όπως αποκαλούνται, γνωρίζουν πως η διερεύνησή τους απαιτεί υπομονή, χρόνο και προσεκτικό έλεγχο των στοιχείων για να επιτευχθεί η πλήρης διερεύνησή τους, που είναι και ο στόχος της εισαγγελικής έρευνας.

OI ΔΙΚΑΣΤΕΣ. Μηνύματα ανεξαρτησίας της δικαστικής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας έστειλαν τόσο ο πρόεδρος του ΣτΕ Νίκος Σακελλαρίου όσο και η πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Αγγελική Λαϊνιώτη στην τακτική γενική συνέλευση της Ενωσης των Διοικητικών Δικαστών. «Η αξιοπιστία των θεσμών εξαρτάται από την αξιοπιστία των προσώπων τα οποία τους εκφράζουν, η δε ποιότης της δικαιοδοτικής λειτουργίας –η οποία χαρακτηρίζεται από την ανεξάρτητη και αμερόληπτη άσκηση του δικαιοδοτικού έργου –δεν εξασφαλίζεται μόνο από τη θέσπιση των κατάλληλων εγγυήσεων αλλά εξαρτάται κυρίως από τους συγκεκριμένους εκφραστές της, τους δικαστές, οι οποίοι οφείλουν να είναι αυστηρά προσηλωμένοι στην άρτια επιτέλεση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος» τόνισε ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπογραμμίζοντας ότι «η Δικαιοσύνη απαντά στις ακρότητες μόνο διά της αψόγου επιτελέσεως από τους λειτουργούς της των υπηρεσιακών τους καθηκόντων». Κλείνοντας, κάλεσε τους δικαστές να συνεχίσουν απερίσπαστοι «αγνοώντας τις επιθέσεις, τις προσβολές και τους πάσης φύσεως επηρεασμούς, να επιτελούν με νηφαλιότητα, σύνεση και αποφασιστικότητας το υπηρεσιακό τους καθήκον, εντείνοντας συνεχώς τις προσπάθειές τους για μια ταχύτερη και πιο ποιοτική απονομή της Δικαιοσύνης, που είναι το τελευταίο καταφύγιο για τον αδικούμενο πολίτη».

«BULLYING». Η πρόεδρος της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών στην ομιλία της τόνισε ότι «πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εκ μέρους πολιτειακών παραγόντων διάβρωση του κύρους της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια τη δημοκρατία και την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος», ενώ έκανε ειδική αναφορά στη μείωση των εκκρεμών υποθέσεων στη Διοικητική Δικαιοσύνη. «Παρατηρούμε τελευταία με θλίψη φαινόμενα που φτάνουν μέχρι το bullying» είπε και πρόσθεσε ότι πρέπει να αποφεύγονται εκ μέρους της κυβέρνησης στα πλαίσια της κριτικής μιας δικαστικής απόφασης εκφράσεις που φανερώνουν μια καχυποψία περί ιδιοτελούς ή μεροληπτικής αντίληψης του δικαίου εκ μέρους αυτών που δικαιοδότησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και είτε στρέφονται ευθέως κατά του κύρους της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της είτε έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττεται το κύρος αυτό. Ασφαλώς και η κριτική είναι επιθυμητή, κυρίως μάλιστα η αυτοκριτική, γιατί είναι αναγκαία για τη βελτίωση όλων μας. Αλλά αυτή δεν πρέπει να εκτρέπεται σε επίθεση».