«Ήσασταν ένας λαός αναλφάβητων και 80 χρόνια μετά σας ξαναβρίσκω έναν λαό αναλφάβητων», είναι τα λόγια που εκστομίζει ένα πρόσωπο που μοιάζει με τον Μπενίτο Μουσολίνι και που στη διάρκεια της ταινίας «Ξαναγύρισα» (Sono Tornato) του Λούκα Μινιέρο, ανακαλύπτουμε πως όντως πρόκειται για τον φασίστα δικτάτορα που έχει επιστρέψει στη Ρώμη 80 χρόνια μετά από τον θάνατό του. Μία κωμωδία, που μολονότι δεν θέλει να αποτελέσει μία απολογητική ταινία για τον φασισμό—περισσότερο φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα ηθικό σχόλιο για την ιδιοσυγκρασία των Ιταλών—έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και αιχμηρή αντιπαράθεση στην ιταλική κοινωνία.

Ο Μουσολίνι, στην ταινία, επανέρχεται. Σε μία χώρα που τα τελευταία 70 χρόνια έχει αλλάξει 63 κυβερνήσεις, η φιγούρα του μοιάζει εξωπραγματική κι έτσι την προσλαμβάνει, σύμφωνα με το σενάριο, και ο Αντρέα Καναλέτι, ένας νεαρός ντοκουμενταρίστας, που χωρίς να έχει πολλές επιτυχίες, τρέφει μεγάλες φιλοδοξίες. Θεωρώντας αρχικά πως ο Μουσολίνι είναι απλώς ένας κωμικός που τον μιμείται, αποφασίζει να τον κάνει πρωταγωνιστή σε ένα ντοκυμανταίρ, που επιτέλους θα του ανοίξει τις πύλες του κινηματογράφου και της επιτυχίες. Κι έτσι, οι δυό τους ξεκινούν μία υπερρεαλιστική συνύπαρξη, που θα τους φέρει απ’ ακρου εις άκρον στην Ιταλία, στα πλατώ τηλεοπτικών στούντιο και θα τους φέρει αντιμέτωπους με καταστάσεις στον δρόμο. Η πορεία τούτη προς την αναγνώριση, θα φέρει εν τέλει τον «Ντούτσε» ως πρωταγωνιστή μίας τηλεοπτικής εκπομπής, η οποία σιγά σιγά, μέσω της επιρροής της, θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την ανακατάληψη της εξουσίας.

Η κωμωδία, που δεν χαρίζεται σε κανέναν με το ανατρεπτικό και πολιτικά uncorrect πνεύμα της, θέτει ένα καίριο αν και υποθετικό ερώτημα: τι θα γινόταν εάν επέστρεφε πραγματικά ο Μουσολίνι εν ζωή;

Η ταινία, που βαδίζει ως ιδέα στην αντίστοιχη γερμανική παραγωγή «Er ist wieder da» (Να’τον πάλι) του David Wnendt, με βάση το βιβλίο του Timur Vermes για μία υποθετική επιστροφή του Αδόλφου Χίτλερ στη σημερινή Γερμανία, συνδυάζει την υπόθεση με τις αληθινές σκηνές ενός ντοκυμανταίρ-έρευνας, που έχουν γυρισθεί στον δρόμο. Καταγράφει τις πραγματικές αντιδράσεις των ανθρώπων που συναντούν τον ‘Ντούτσε’: υπάρχει κάποιος που τον βρίζει, άλλος που θέλει να αυτοφωτογραφηθεί μαζύ του, άλλος που τον χαιρετά φασιστικά. Το Sono Tornato από την πρώτη προβολή του την 1η Φεβρουαρίου σε 400 αίθουσες, με 16.500 εισιτήρια έως τώρα, έχει θέσει το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, εισπράττοντας χειροκροτήματα, αλλά και αυστηρές επικρίσεις. Για την Εθνική Ένωση Παρτιζάνων η ταινία είναι «αδικαιολόγητη», ενώ το περιοδικό Internazionale τη χαρακτήρισε «απολογία του φασισμού».

Ωστόσο, όπως αποδεικνύουν τα πρόσφατα γεγονότα στη Ματσεράτα, η άνοδος της ξενόφοβης Λέγκας του Βορρά και των ακροδεξιών της Casa Pound και της Forza Nuova, τα επεισόδια εναντίον των μεταναστών και η περιρρέουσα φασίζουσα ρητορική στην ιταλική κοινωνία, το μήνυμα της ταινίας ενόψει και των εκλογών της 4ης Μαρτίου είναι επίκαιρο.

Όπως τονίζει ο πρωταγωνιστής της Μάσιμο Ποπολίτσιο, «δεν βρισκόμαστε στον φασισμό, αλλά εάν συνεχίσουμε με αυτές τις προεκλογικές υποσχέσεις, με αυτόν τον λαϊκισμό, θα είναι πολύ δύσκολο να κυβερνηθεί ορθά η Ιταλία. Μοιάζει σαν κάθε πολιτικός, με την συνεπικουρία των μέσων επικοινωνίας, είναι ικανός να μεταμορφωθεί σε ένα είδος ‘ηγέτη’, μολονότι δεν ενδιαφέρεται να κάνει το παραμικρό για τη χώρα».

Κι όπως προσθέτει κι ο σκηνοθέτης της: «τα τέρατα δεν υπάρχουν μόνον έξω μας, αυτός πέθανε, τον έλεγαν Μουσολίνι, όμως μέσα μας εξακολουθεί να ζει το τέρας αυτό, ο φασισμός και την ίδια στιγμή επιβιώνει και η απόρριψη του οτιδήποτε είναι διαφορετικό. Αυτό είναι εκείνο που ήθελα να διηγηθώ, δεν θέλησα να σταθώ μόνον στην εικόνα του δικτάτορα. Κατ’ έναν τρόπο η ταινία μας θέτει ενώπιον του φασισμού που υπάρχει μέσα στον καθένα μας και που παραμένει χάρις στον λαϊκισμό».

Και πράγματι, όπως διαπιστώνει και η ισπανική εφημερίδα El Pais, «ο υποθετικός φασισμός που περιγράφει η ταινία φέρει μεγάλες ομοιότητες με τον σημερινό λαϊκισμό, που κινείται ανάμεσα στο εύκολο χειροκρότημα και την έλλειψη εμπιστοσύνης στα κόμματα και στην πολιτική εν γένει». Όπως επιμένει ο Μινιέρο «το πρόβλημα τώρα είναι η ελαφρότητα στα κριτήρια και στην επιρροή των μέσων ενημέρωσης», που κατά τον ίδιο έχουν απεμπολήσει τον κριτικό χαρακτήρα και την υπευθυνότητα ως άξονες της κοινωνικής τους λειτουργίας.

Η ταινία χαρακτηρίζεται από την ανηλεή περιγραφή των αντιφάσεων στις αντιδράσεις ενός λαού. Που την ίδια στιγμή που επαναστατεί, την ίδια στιγμή πέφτει σε λήθαργο, που φθάνει στο σημείο να θέλει «μία χαλαρή δικτατορία, όχι τόσο πολύ δικτατορία» και που υποδέχεται με γέλια, χειροκροτήματα και μεγάλη θεαματικότητα τις κριτικές που του εξακοντίζει από το τηλεοπτικό σόου του ο αναληφθείς εκ νεκρών δικτάτορας: «Ήσασταν ένας λαός αναλφάβητων και 80 χρόνια μετά σας ξαναβρίσκω έναν λαό αναλφάβητων», ή «οι Ιταλοί δεν πληρώνουν ποτέ φόρους», ή ακόμη «το να σας κυβερνήσει κανείς δεν είναι απλώς δύσκολο, είναι και ανώφελο».

Ωστόσο, αυτό που επίσης ξεπηδά από την ταινία είναι η ιστορική άγνοια στην Ιταλία: «η Ιταλία», τονίζει ο Μινιέρο, «είναι μία χώρα που δεν κρατάει καμμία ανάμνηση από τον φασισμό, αλλά ούτε και αυτού που συνέβη πριν έναν χρόνο, η μόνη ανάμνηση που διατηρεί είναι το τι συνέβη στα αθλητικά γεγονότα». Στην ταινία, εκείνος ο μόνος χαρακτήρας που θυμάται τα αλγεινά γεγονότα του τότε είναι η γιαγιά που πάσχει από Αλτσχάιμερ: θυμάται τους νόμους κατά των Εβραίων, τις εξορίες, την καταπάτηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ο χαρακτήρας της αποτελεί το contrapunto, εκείνο το στοιχείο που μετατρέπει σε κωμωδία τη σκληρή πραγματικότητα των ιστορικών γεγονότων, όσο και εάν τούτο το κωμικό στοιχείο αποτελεί ένα αιχμηρό δήγμα.

«Εδώ στην Ιταλία ο φασισμός δεν αποτελεί συλλογικό ταμπού, η χώρα έχει συμφιλιωθεί με τον φασισμό, κι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Δεν έγινε κάτι όπως στη Γερμανία, ο Μουσολίνι όντως υπήρξε ένας τόσο σκληρός δικτάτορας όπως ο Χίτλερ, όμως οι Ιταλοί ήσαν πιο συγκαταβατικοί μαζύ του», τονίζει ο Μινιέρο, ο οποίος και στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με την ιταλική ηθογραφία και την ιδιοσυγκρασία του ιταλικού λαού, με ταινίες όπως το «Καλωσήλθατε στον Νότο» (στα πρότυπα της αντίστοιχης γαλλικής ταινίας ‘Καλωσήλθατε στον Βορρά», η το «Πιο όμορφο σχολείο του Κόσμου» (La scuola piu’ bella del mondo).