Ο Γιέρζι Κοζίνσκι γεννήθηκε Πολωνός το 1933 και πέθανε Αμερικανός το 1991. Μεσολάβησαν πολλά και κυρίως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον οποίο η εβραϊκής καταγωγής οικογένεια του μικρού πέρασε κρυπτόμενη από τους Ναζί. Ανήκε στην κατηγορία των πολύ τυχερών Εβραίων καθώς μια ρωμαιοκαθολική οικογένεια πήρε τους γονείς του και τον ίδιο υπό την προστασία της, ενώ ένα από τα παράνομα δίκτυα διάσωσης και φυγάδευσης των ομοεθνών του τον κάλυψε σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του μετά τον πόλεμο (ήταν συμφοιτητής του Ρόμαν Πολάνσκι) και διέφυγε περιπετειωδώς στην Αμερική, όπου μπήκε σύντομα στους κύκλους των διανοουμένων της διασποράς. Στα σαλόνια των φιλοτέχνων του Μανχάταν ο Κοζίνσκι διέβλεψε μια ευκαιρία: η δίψα για αφηγήσεις αναφορικά με το Ολοκαύτωμα ήταν ακόρεστη και η καλπάζουσα φαντασία του ήταν σε θέση να την ικανοποιήσει. Εγινε δημοφιλέστατος. Ετσι σύντομα στρώθηκε και έγραψε «Το βαμμένο πουλί» που τυπώθηκε το 1965, θεωρούμενο αρχικά ως αυτοβιογραφικό χρονικό, κάτι που ο ίδιος ουδέποτε διέψευσε εντελώς. Το βιβλίο έγινε τεράστια επιτυχία. Τροφοδότησε διαμάχες για την αυθεντικότητά του (καθώς τα αγγλικά του Κοζίνσκι ήταν τότε απολύτως ανεπαρκή για να παραχθεί ένα τέτοιο έργο), κατηγορήθηκε ως προϊόν λογοκλοπής τόσο από επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος όσο και από ανθρώπους της τέχνης, θεωρήθηκε ότι αντλούσε από άγνωστα στη Δύση προπολεμικά πολωνικά βιβλία μυθοπλασίας, κατηγορήθηκε επίσης από καθιερωμένους κριτικούς (συχνά Εβραίους) ότι εκμεταλλευόταν τη «βιομηχανία του Ολοκαυτώματος» και από τους πολωνούς διασώστες του για αγνωμοσύνη, καθώς η οικογένεια Κοζίνσκι, καθ’ ομολογίαν μελών της, την έβγαλε καθαρή στη διάρκεια της Κατοχής (σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά;).

«Σικ εραστής»

Ο Κοζίνσκι απόλαυσε όλο αυτόν τον θόρυβο, τροφοδοτώντας τον μάλιστα με διφορούμενα σχόλια, αν και το ζήτημα της πολλαπλής ταυτότητάς του παρήγαγε ένα είδος σχιζοφρένειας που τον ακολούθησε ώς την αυτοκτονία του το 1991. Εκανε δύο προωθητικούς γάμους, θεωρήθηκε «σικ εραστής» των φιλολογικών κύκλων, δίδαξε σε καλά πανεπιστήμια, έγινε μάλιστα θεσμικός συγγραφέας προεδρεύοντας στο αμερικανικό Πεν Κλαμπ και σε επιτροπές βραβεύσεων, περιλαμβανομένου του Οσκαρ, ενώ έπαιξε ως ηθοποιός στην ταινία «Οι Κόκκινοι» του Γουόρεν Μπίτι. Η συζήτηση περί αυθεντικότητας του έργου του επισκίασε τη λοιπή λογοτεχνική του δραστηριότητα, με εξαίρεση ίσως το βιβλίο «Βήματα» που εκδόθηκε στην Ελλάδα εν μέσω χούντας και μας είχε εντυπωσιάσει τότε, αν και δεν το πολυκαταλαβαίναμε.

Διδακτέα ύλη

Το ίδιο «Το βαμμένο πουλί» έγινε αμέσως καλτ ανάγνωσμα και ταυτόχρονα, ως αυθεντική μαρτυρία για το Ολοκαύτωμα, υποχρεωτική διδακτέα ύλη σε πάμπολλα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Σήμερα θεωρείται κλασικό έργο και σωστά οι εκδόσεις Μεταίχμιο το ενέταξαν στην αντίστοιχη σειρά τους. Οι πάντες έλκονται νομοτελειακά από την ιστορία ενός εξάχρονου παιδιού που φυγαδεύεται από τους διωκόμενους γονείς του στις απόμακρες επαρχίες της Ανατολικής Ευρώπης. Ετσι αρχίζει και η αφήγηση, για να τελειώσει με την είσοδο των σοβιετικών στρατευμάτων στην Πολωνία. Μέσα σε αυτή την εξαετία παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή να φιλοξενείται σε σπίτια άξεστων, αμόρφωτων και προκατειλημμένων κατά των εβραίων και των τσιγγάνων χωρικών, συνήθως σε κατάσταση δουλείας ή επιφορτισμένο με τις σκληρότερες αγροτικές εργασίες. Οι πάντες τον κακομεταχειρίζονται με μια κανονικότητα που εντυπωσιάζει, αν και ποικίλλει ως προς την ευρηματικότητά της. Η αγροτική Πολωνία περιγράφεται ως ένας χώρος απερίγραπτα οπισθοδρομικός και ταυτόχρονα μονολιθικά φιλοναζιστικός. Οι άνθρωποι φοβούνται τους κατακτητές και ταυτόχρονα τους θαυμάζουν, θεωρώντας τους ως το μακρύ χέρι του Θεού που τιμωρεί επιτέλους τους προδότες για όσα έκαναν στον γιο του. Μάλιστα, αναπτύσσεται μια ολόκληρη βιοτεχνία συλλογής των πτωμάτων και της περιουσίας των Εβραίων που εκτοπίζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής μεταφοράς τους. Ο ίδιος ο ήρωας της αφήγησης υφίσταται παντού βασανιστήρια αδιανόητα ακόμη και σήμερα που η βιομηχανία της βίας μάς έχει τροφοδοτήσει με όλο το απαραίτητο υλικό: άγριο σκληρό ομαδικό ξύλο, εγκλεισμό σε ένα βαρέλι που το τσουλάνε κατά βούληση, σπάσιμο δοντιών, πετροβολήματα, ρίξιμο σε μια παγωμένη λίμνη, κρέμασμα σε αχυρώνα για μέρες με ένα άγριο σκυλί να πηδάει από κάτω για να ξεσκίσει το μικρό Εβραιόπουλο (ενίοτε Τσιγγανάκι, δεν έχει σημασία). Μέχρι και σε ανοιχτό βόθρο τον βυθίζουν σε κάποια φάση και εκεί πια ο επτάψυχος μικρός θα χάσει τη μιλιά του.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι χωριανοί επιδίδονται μεταξύ τους ενθουσιωδώς σε ομαδικούς βιασμούς (ο δικός μας τη γλιτώνει παρά τρίχα), κτηνοβασίες (όλα τα οικιακά ζωντανά της Κιβωτού συμμετέχουν), οικογενειακά αλληλοπηδήματα κ.λπ. Μεταξύ τους είναι σκληροί και άτεγκτοι –οι έννοιες της τρυφερότητας, της φιλίας ή της αγάπης δεν υφίστανται σ’ αυτό το βιβλίο. Οι θαυμάσιες σελίδες επιβίωσης στο δάσος, η περιγραφή της φύσης σε ποικίλες φάσεις της και η μετά λόγου γνώσεως καταγραφή των αγροτικών εργασιών έρχονται προς στιγμήν να ξεκουράσουν τον έντρομο αναγνώστη που έχει πια πειστεί για την καθολικότητα του Κακού και την ύπαρξη του Καλού μόνο στη φαντασία μας. Και εδώ όμως, η αγριότητα της φύσης περιγράφεται με έναν εξπρεσιονιστικό νατουραλισμό. Στο επεισόδιο που δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο ο παγιδευτής πτηνών σύντροφος του ήρωα (από τις ελάχιστες φιλικά προσκείμενες φιγούρες) βάφει πουλιά και τα απελευθερώνει σε σμήνη ομοειδών τους. Χαρούμενα αυτά, εντάσσονται ξανά στην παλιά τους ομάδα, για να εκδιωχθούν και σφαγιαστούν από τους ομοίους τους που δεν τα αναγνωρίζουν πλέον. Το διεστραμμένο αυτό παιχνίδι, με όλους τους προφανείς συμβολισμούς του, θα αναπαραχθεί σε όλη τη διάρκεια του έργου με τις διαδοχικές εκδιώξεις και αποδράσεις του ήρωα. Περιέργως, ως πρόσκαιροι «καλοί» εμφανίζονται δύο ναζί στρατιωτικοί που απελευθερώνουν τον μικρό, ενώ είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή του και κυρίως τα σοβιετικά στρατεύματα κατοχής. Δύο μάλιστα εκ των ρώσων φαντάρων θα τον πάρουν υπό την προστασία τους, θα του κάνουν λατρευτικό κήρυγμα για τον Στάλιν και την πάλη των τάξεων, θα τον μυήσουν στη διάρκεια πολύ διαφωτιστικών σελίδων (κεφάλαιο 16) στον ιστορικό υλισμό, θα του ράψουν μάλιστα και μια στρατιωτική στολή που το 11χρονο πλέον παιδί δεν θα αποχωρίζεται με τίποτα, ούτε καν στο ορφανοτροφείο όπου τον υποδέχονται με την απελευθέρωση.

Διαστροφική φαντασία

Η ικανότητα να μισείς

Ο μικρός ήρωας αδυνατεί να ενταχθεί στην κοινωνία. Συγχρωτίζεται μετά την οικογενειακή επανένωση μόνο με κακοποιά στοιχεία. Εχει γίνει και ο ίδιος δολοφόνος, εν είδει μάλιστα παιδιάς. Η αυτοκρατορία του Κακού έχει θριαμβεύσει και το μήνυμα που απομένει είναι ότι ο διάβολος βρίσκεται σε διαρκή, δομική αλληλεπίδραση με τα ανθρώπινα. Το θέμα κατά Κοζίνσκι δεν είναι ο κάθε Ναζισμός αλλά η γονιδιακή ενθυλάκωση του Κακού στον έμβιο κόσμο. Θαύμα παραμένει από τη σκοπιά του ρεαλισμού ή της απλής αληθοφάνειας το πώς επιβίωσε από όλα αυτά ο ήρωάς μας –εκτός βεβαίως κι αν το βιβλίο διαβαστεί ως κόμικ. Γιατί το θέμα εδώ δεν είναι πια η αυθεντικότητα ή μη του κειμένου αλλά η μυθοπλαστική διαστροφική φαντασία του συγγραφέα όπου η ικανότητα του να μισείς ανάγεται στον κυρίαρχο όρο επιβίωσης.

Jerzy Kosinski

Το βαμμένο πουλί

Mτφ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου

Εκδ. Μεταίχμιο, 2017, σελ. 328

Τιμή: 15,50 ευρώ