Από την πρώτη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε το στήσιμο της Ταράτσας, ακούστηκε ως προσωπικό στοίχημα του Φοίβου Δεληβοριά: θα πετύχαινε ένα –πώς να το χαρακτηρίσεις άραγε; –εναλλακτικό αναψυκτήριο ντάλα καλοκαίρι στην καρδιά της Αθήνας; Η αθέατη οργανωτικότητα του ίδιου, ο μόνιμος θίασος από μάγους και μπουρλέσκ χορεύτριες και η μποέμ διάθεση των καλεσμένων του επέβαλαν σχετικά γρήγορα ένα νέο τοπόσημο στη νυχτερινή ψυχαγωγία (ακόμη κι αν είναι παροδικό). Μόλις χθες εμφανίστηκαν εκεί οι Imam Baildi, η συνέχεια δίνεται με τους Πάνο Μουζουράκη, Ζήση Ρούμπο και Θωμά Ζάμπρα (20-21/9), ενώ το γκραν φινάλε στις 27 και 28/9 επιφυλάσσει τη σύμπραξη του Δεληβοριά με τον πνευματικό του «πρόγονο» Διονύση Σαββόπουλο, τον stand up κωμικό Γιώργο Χατζηπαύλου και τον Χρήστο Λούλη, ο οποίος κατοχύρωσε το δικό του credit στο φεστιβαλικό καλοκαίρι συμμετέχοντας στη «Μήδεια» του Δημήτρη Καραντζά, δίπλα στους Γιώργο Γάλλο και Μιχάλη Σαράντη. Ειδικά για την ολοκλήρωση των εμφανίσεων στην Ταράτσα διοργανώνεται και ένας διαγωνισμός τραγουδιού – χάπενινγκ, με την εγγύηση της απενοχοποίησης που έχει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Υστερα από συνολικά 304 συμμετοχές και πάνω από 500 τραγούδια, οι 12 νικητές στη σύνθεση τραγουδιού θα κλείσουν τη σεζόν της Ταράτσας (σε ημερομηνία που ακόμη αναμένεται). Αλλά ακόμη κι αυτό ήταν μόνο η αφορμή για μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη με τον Φοίβο Δεληβοριά, ο οποίος κλήθηκε να συμπληρώσει την αρχή ορισμένων ερωτήσεων που του υποβάλαμε.
Εάν με καλούσαν ως κριτή σε διαγωνισμό τραγουδιού στην τηλεόραση… θα αρνιόμουν ευγενικά. Το έχω κάνει άλλωστε. Οχι γιατί το σνομπάρω ως ψυχαγωγικό είδος, αλλά γιατί δεν θα μπορούσα εγώ να προσφέρω δημιουργικά σε κάτι τέτοιο. Εχω ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα για την ψυχαγωγία αλλά και για τη μύηση ενός νέου καλλιτέχνη στη δουλειά μας, που απαιτεί χρόνο και αφοσίωση.
Στην Ταράτσα έχουμε τον λεγόμενο διαγωνισμό τραγουδιών όπου… καλώ νέους δημιουργούς γιατί πιστεύω πως, ενώ έχουμε πληθώρα καλών φωνών, δεν φροντίζουμε να υπάρχουν άνθρωποι να τους δώσουν τραγούδια, δηλαδή νόημα ύπαρξης.
Η Ταράτσα μού άφησε…. ειλικρινή, ατόφια χαρά. Αισθάνομαι ότι αφέθηκε ένα μικρό ίχνος στην καλοκαιρινή πόλη πέρα από την ιδρυματοποιημένη τέχνη κι από τα βίρτσουαλ μπουζουξίδικα της παραλιακής. Επίσης όλοι έρχονται με την ίδια χαρά και διάθεση για δόσιμο, από «τέρατα» της σκηνής όπως ο Σαββόπουλος, η Τσανακλίδου, ο Φασουλής, η Γαλάνη, μέχρι ανθρώπους της σύγχρονης «άμεσης δράσης», όπως η Μποφίλιου, ο Αλευράς, η Ζουγανέλη, ο Μαραβέγιας, η Σάττι, οι Imam. Και από δίπλα πρόσωπα μιας ζουμερής, βιωμένης πρωτοπορίας όπως η Κιτσοπούλου, ο Μυστακίδης, ο Λούλης, ο Μπακιρτζής, ο Αγγελος Παπαδημητρίου, η Φριντζήλα. Και τόσοι άλλοι με την ίδια σημασία, δεν χωράνε όλοι εδώ. Ανυπομονώ για τη συνέχεια. Γιατί ήδη ονειρεύομαι την επόμενη χρονιά.
Ακούω με ενδιαφέρον όταν με κατηγορούν για… απουσία πολιτικής στόχευσης στα πράγματα που φτιάχνω. Ο κόσμος χάνεται κι εγώ ασχολούμαι με το ποιητικό νόημα της «Καλλιθέας» ή του αναψυκτηρίου. Θα συμφωνήσω μαζί τους. Ο κόσμος πράγματι χάνεται. Κι εγώ προσπαθώ να φυλάξω ζωντανή τη φλόγα που τον ανύψωσε από το 1950 και μετά, πριν παραμορφωθεί από τη φούσκα και αιφνιδιαστεί από την κρίση.
Θα ήθελα να βρεθώ μπροστά στον Ντίλαν μετά το Νομπέλ Λογοτεχνίας για να του πω ότι… η Αμερική που μου χάρισε είναι γεμάτη αέρα, δρόμο και φευγαλέες αθάνατες στιγμές. Οπως αυτή του Κέρουακ, του Μέλβιλ, του Γουίτμαν και του Τσακ Μπέρι. Οι άσχετοι ας λένε ό,τι θέλουν.

Θα ήθελα να βρισκόμουν στην πρώτη εμφάνιση του Σαββόπουλου στην Αθήνα για να… ακούσω αυτές τις κραυγές της «Μαϊμούς» και της «Ζωζώς» από κοντά. Να ξέρω πως υπάρχει ακόμα χρόνος να καταβροχθίσουμε το «Βρώμικο ψωμί» πριν το αλλοιώσουν τα συντηρητικά και το αποκλείσουν οι διατροφολόγοι.
Θαυμάζω τους κορυφαίους της ελληνικής μουσικής σημαίνει… αναγνωρίζω στην Ελλάδα μια δική της ομορφιά, ένα νόημα. Πολλοί της το αποκλείουν, σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα εδώ, σαν η ασχήμια να είναι το αποκλειστικό μας προνόμιο. Φοβάμαι ότι είναι οι περισσότεροι.

Πενήντα χρόνια μετά τη μουσική Ανοιξη του 1960 σκέφτομαι ότι… πολύ φυσικά θα ξαναοδηγηθούμε και σε Ανοιξη και σε Καλοκαίρι. Και θα γίνει όπως τότε μαζί με την πολιτική, τη φιλοσοφία, τα εικαστικά, το σινεμά. Με τελείως άλλα δεδομένα όμως. Πιστεύω στους κύκλους της ζωής.

Ενα τραγούδι που πάντα ήθελα να διασκευάσω είναι… το «Ανοίγω το στόμα μου» από το «Αξιον εστί». Δεν θα το κάνω όμως γιατί ο χρόνος σταματάει όταν ξανακούω το πρωτότυπο.

Η τελευταία μουσική που με συγκίνησε… σε ολοκληρωτικό επίπεδο ήταν αυτή του Ρούφους Γουεϊνράιτ. Είναι ο τελευταίος «μείζων» σε μια εποχή που δεν τους ζητά.

Αν έβγαλα ένα συμπέρασμα ύστερα από εφτά χρόνια κρίσης είναι… ότι οι παλιές ιδεολογίες και τα ιστορικά εργαλεία δεν αρκούν για να τελειώσεις με ένα χαλασμένο σύστημα. Πρέπει να βρούμε νέα γλώσσα που να μην την καταλαβαίνει, πρέπει να γίνουμε επικίνδυνοι, αν δεν θέλουμε να μας πάρει μαζί του πεθαίνοντας.
Δεν ξέρω τι σημαίνει «πρώτη φορά Αριστερά» για τους πολλούς, αλλά για μένα… είναι ένα σύνθημα κενό περιεχόμενου και από την αρχή ήταν, όπως τα περισσότερα συνθήματα. Γελάω πολύ με τους δεξιούς του facebook που εξομοιώνουν τον Τσίπρα με τον Στάλιν και τον Κιμ Γιονγκ Ουν και τη σημερινή Ελλάδα με τη Σοβιετία, γελάω όμως και με τα χάλια της κυβέρνησής του, την ασάφεια, τις γενικεύσεις, τον μικροκομματισμό, τις συνεχείς επικλήσεις της ιδεολογίας προκειμένου να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα. Ενα ακόμα κουτοπόνηρο ελληνικό κόμμα παλιάς κοπής είναι, δυστυχώς, που απομονώνει τα έντιμά του πρόσωπα και προκρίνει τους καταφερτζήδες και τους κόλακες.

Οταν ακούω από πολιτικούς την ανάγκη προτεραιότητας σε παιδεία και πολιτισμό… σκέφτομαι ότι λένε ακόμα κάτι για να το πουν. Η νεολαία της «αριστείας», η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, είναι η νεολαία της «κοινής πτυχιακής» και του «πρώτο τραπέζι πίστα». Ασ’ τους όλους να λένε ό,τι θέλουν, λοιπόν. Εμείς οφείλουμε να ζητήσουμε πιεστικά παιδεία. Οσο τους ζητάμε διορισμούς και χυδαία θεάματα, αυτά θα μας δίνουν –και θα καθαρίζουν.

Δεν θέλω να βλέπω τον εαυτό μου ως εξαίρεση στη μουσική σκηνή… επειδή δεν πιστεύω πως υπάρχει μουσική σκηνή με ισχυρή επίδραση στον κόσμο σήμερα. Με ανυπομονησία περιμένω το νέο μουσικό ρεύμα για να εξαιρεθώ απ’ αυτό όσο πιο γρήγορα μπορώ.