Η υπουργός Πολιτισμού, την προηγούμενη εβδομάδα, δέχθηκε τα πυρά σύσσωμης της αντιπολίτευσης, αλλά και τα φίλεια και ξυδάκεια δηλητηριώδη βέλη, στην προσπάθειά της να «συμπληρώσει» τον αρχαιολογικό νόμο –το πληρέστερο ίσως νομοθέτημα διεθνώς για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς –με διάταξη που παρείχε τη δυνατότητα υλοποίησης έργων επί μνημείων, στο πλαίσιο προγραμματικών συμβάσεων, χωρίς τη γνώμη των επιστημονικών συλλογικών οργάνων του υπουργείου. Ατόπημα μέγα.

Από την εποχή της Μελίνας και του Γεννηματά, οπότε και θεσμοθετήθηκαν οι προγραμματικές συμβάσεις υπουργείου Πολιτισμού και Αυτοδιοίκησης, η γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων είναι επιβεβλημένη. Η υπουργός, για να δικαιολογηθεί, δήλωσε ότι «ανταποκρίθηκε σε σχετικό αίτημα των υπηρεσιών». Ομως, υπηρεσιακά αιτήματα, και μάλιστα νομοθετικής πρωτοβουλίας, δεν φθάνουν στην υπουργό χωρίς τη γνώμη της γενικής γραμματέως και μάλιστα όταν διαθέτει τεσσαρακονταετή διοικητική τριβή και θεωρείται επαΐουσα.

Τον περασμένο Απρίλιο, η υπουργός ζήτησε από το Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων να επανεξετάσει την απόφαση της μη κήρυξης ως διατηρητέων μνημείων ορισμένων κτιρίων στο Ελληνικό. Η αρμόδια γενική διευθύντρια εγγράφως ενημέρωσε ότι δεν συντρέχουν οι κατά νόμον προϋποθέσεις για επανεξέταση του θέματος. Η πρωθυπουργική βούληση να προχωρήσει η επένδυση, δεδηλωμένη. Ομως, η γενική γραμματέας είχε άλλη άποψη και προώθησε την αναπομπή. Μετά τον σάλο που ξέσπασε, η υπουργός δήλωσε: «Υστερα από ενδελεχή έλεγχο του σχετικού φακέλου… διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχουν νέα στοιχεία ώστε να αιτιολογείται η αναπομπή του θέματος».

Αρχές Μαΐου, την παραμονή της αναχώρησης του Πρωθυπουργού για το Πεκίνο, η υπουργός καλείται να απολογηθεί για προβλήματα που δημιουργούν στην επένδυση της COSCO στον Πειραιά ενέργειες του υπουργείου της. Η γενική γραμματέας, με επιστολή της προς τον υπουργό Ναυτιλίας, ζήτησε τροποποίηση της σύμβασης παραχώρησης του λιμανιού στον κινεζικό όμιλο, προκειμένου το κτίριο των παλαιών σιταποθηκών να αποδοθεί στο υπουργείο Πολιτισμού ώστε να στεγάσει το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων. Σωστή ενέργεια σε απολύτως λάθος χρόνο. Το υπουργείο Πολιτισμού όφειλε να έχει επιλύσει το θέμα πριν από την υπογραφή της σύμβασης, το 2015, όπως συνέβη με την παράκτια περιοχή της Δραπετσώνας.

Μεσούντος του Μαΐου, η υπουργός επισκεπτόμενη την Αμφίπολη δήλωσε για το ταφικό μνημείο στον Καστά: «Υπάρχει 1,5 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ, ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες. Χρονοδιάγραμμα δεν υπάρχει». Μετά την υπουργική επίσκεψη, το υπουργείο υπέβαλε στην περιφέρεια τεχνικό δελτίο χρηματοδότησης των εργασιών. Το έργο απορρίφθηκε ως ανώριμο και στερούμενο ρεαλιστικού χρονοδιαγράμματος. Η γενική γραμματέας δήλωσε ότι το υπουργείο «εργάζεται πυρετωδώς για τα μνημεία της Αμφίπολης και της υπόλοιπης Κεντρικής Μακεδονίας ώστε να ενταχθούν στο νέο ΕΣΠΑ». Ομως, απορρίφθηκαν και τα τέσσερα έργα που υπέβαλε προς ένταξη. Η ευθύνη του συντονισμού των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων στον πολιτισμό ανήκει στον εκάστοτε γενικό γραμματέα.

Προφανώς η πολιτική ευθύνη για τα ατοπήματα των υπουργείων αφορά τους υπουργούς. Ομως, όταν όλα έχουν κοινό παρονομαστή, σίγουρα κάτι περισσότερο συμβαίνει… γενικώς.

Η Λίνα Μενδώνη είναι αρχαιολόγος και τέως γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού