Η διεθνής διάσκεψη για το Κυπριακό απέτυχε να οδηγήσει σε συμφωνία. Το παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, που άρχισε εδώ και καιρό, αναμένεται να κυριαρχήσει. Η μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης κάθε πλευράς θα υιοθετήσει το αφήγημα της ηγεσίας της («εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε»). Ως γνωστόν, η κόλαση είναι πάντα οι άλλοι. Για την πιο κοντινή εκδοχή στην αλήθεια μάλλον θα πρέπει να αναμένουμε τις επικείμενες εκθέσεις των ανθρώπων του ΟΗΕ. Η ουσία είναι ότι μια συνολική συμφωνία για την οικοδόμηση ενός κοινού κράτους ομοσπονδίας ήταν όσο ποτέ προηγουμένως εφικτή. Μετά το ναυάγιο της 7ης Ιουλίου, ωστόσο, η προοπτική αυτή οδηγείται, αργά ή γρήγορα, σε ενταφιασμό. Οι σχέσεις των κοινοτήτων στην Κύπρο μοιραία εισέρχονται σε περίοδο ψυχρότητας, έντασης και αβεβαιότητας. Οι ενεργειακοί σχεδιασμοί δημιουργούν συνθήκες περαιτέρω όξυνσης. Στη συνείδηση των Κυπρίων, «στον Βορρά και στον Νότο» κατά την έκφραση του γ.γ. του ΟΗΕ, η διαλεκτική τής διχοτόμησης εμπεδώνεται.

Η τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά, όπως ήδη ανάφεραν δημόσια, θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην εξασφάλιση άμεσης ή έμμεσης διεθνούς αναγνώρισης της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου (ΤΔΒΚ). Η Τουρκία αναμένεται να αυξήσει την επιρροή της –οικονομική, πολιτισμική και πολιτική –στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οποιες περιοχές έχουν απομείνει χωρίς ανάπτυξη, όπως η Μόρφου και η Αμμόχωστος, αργά ή γρήγορα θα τύχουν αξιοποίησης με την αρωγή ξένων κεφαλαίων. Τουρκικά, ρωσικά, κινέζικα και άλλα κεφάλαια επενδύονται ήδη χωρίς καμία αναστολή ένθεν και ένθεν της διαχωριστικής γραμμής.

Οι δρόμοι των δύο κυπριακών κοινοτήτων, ύστερα από μια περίοδο πολιτικής αποξένωσης και έντασης με απρόβλεπτες συνέπειες, λογικά θα ξανασυναντηθούν. Μόνο που αντικείμενο συζήτησης δεν θα είναι η συγκρότηση ενός κοινού κράτους. Η όποια συζήτηση περί εδαφικού και περιουσιακού θα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Οι μακρόσυρτες συζητήσεις για τον καταμερισμό εξουσιών και την περίφημη εκ περιτροπής προεδρία θα μοιάζουν ξεπερασμένο ανέκδοτο. Οι δύο κοινότητες και οι δύο οντότητες, ακόμη κι αν η ΤΔΒΚ δεν εξασφαλίσει επαρκή διεθνή αναγνώριση, θα κληθούν να συζητήσουν όρους συνεργασίας και καλής γειτονίας. Το χειρότερο σενάριο είναι, μέχρι τότε, οι κατεχόμενες περιοχές να γίνουν κυριολεκτικά Τουρκία.

Μπορεί αυτή η πορεία να ανατραπεί; Είναι τόσο δύσκολο τα μέρη να επανέλθουν σε μια διεθνή διάσκεψη σε μερικές βδομάδες, ίσως παρουσία των πρωθυπουργών, ώστε να γεφυρώσουν τις όποιες διαφορές; Θεωρητικά όχι. Ακόμη όμως κι αν η ελληνική πλευρά μπορούσε να απεγκλωβιστεί από το νεοφανές «δόγμα Κοτζιά» («μηδέν εγγυήσεις, μηδέν στρατεύματα»), είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να ανακτήσει την αξιοπιστία της στα μάτια της άλλη πλευράς –και αντίστροφα. Κι η διεθνής κοινότητα δεν πρόκειται να αναλάβει τις ευθύνες των δύσκολων αποφάσεων που δεν θέλουν να λάβουν οι άμεσα επηρεαζόμενοι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι στο νησί, αντί για μηδέν εγγυήσεις και στρατεύματα, παραμένουν ξένες εγγυήσεις και επεμβατικά δικαιώματα, χιλιάδες ξένα στρατεύματα και μια τεράστια αβεβαιότητα για το μέλλον.

Ο Βασίλης Πρωτοπαπάς είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντικό διοικητικό στέλεχος στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου