Η εύρεση του απόλυτου ενόχου είναι δελεαστικό πράγμα. Κάποιος προβεβλημένος πολιτικός, το κόμμα, ένας δημόσιος υπάλληλος, μια ομάδα συμφερόντων, μια συντεχνία, ένας διεφθαρμένος αυτοδιοικητικός, ένας ενδιάμεσος. Επτά χρόνια στριφογυρίζει ο δημόσιος λόγος, η πολιτική σκηνή, στην εικονογράφηση του «κακού». Ο καθένας είναι υποψήφιος για τον ρόλο. Μάλιστα η υποψηφιότητα του αμαρτωλού είναι κινούμενη. Ολισθαίνει. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Η δομή του ερωτήματος είναι αστυνομικού τύπου. Η αντίδραση λιντσαριστικού. Στο τέλος δημιουργείται ένα νεφέλωμα ενόχων, τιμωρών, ενοχών, ενοχοποιήσεων. Αδυνατεί η χώρα να μιλήσει κανονικά και ευθύβολα για το πρόβλημά της. Να εντοπίσει την αιτία. Ως κέντρο του προβλήματος θεωρείται η κακότητα του πολιτικού αντιπάλου. Ξεκούραστο να δείχνεις κάποιον κακό που μάλιστα είναι αιτία για τα βάσανα του πολίτη. Ψευδοπολιτικές παραστάσεις.

Από το 2009 -10 παίζεται αυτή η βραστερή και θνησιγενής παρτίδα κατάδειξης του κακού, απόσεισης ευθυνών και αυτοσυντήρησης. Γίνονται (με τις σπρωξιές) κάποιες απόπειρες μεταρρυθμίσεων, πνίγονται άλλες, καταπίπτουν, ακυρώνονται, οπισθοβατούν. Η διοίκηση ούτως ή άλλως δεν «ακούει». Είναι διαμορφωμένη όχι μόνο για να μην «ακούει», αλλά και για να σε απελπίζει και με τη σκέψη ότι θα της απευθυνθείς. Αυτό που συστήνει τον τόπο μας είναι προγενέστερο των σημερινών αναγκών του. Είναι κάτι αργό, αμμώδες, εξαιρετικά και σαδιστικά επιβραδυντικό.

Ο Μόραλης μού είχε αφηγηθεί ότι το απόγευμα έβγαιναν στο παραλιακό μέτωπο ο ίδιος, ο Καπράλος, ο Νικολάου, ο Ελύτης. Περνούσε καμιά ξύλινη βάρκα με τους αργούς εσωλέμβιους ντίζελ των 5 ίππων. Σχολίαζαν, αστειεύονταν, κάπνιζαν χωρίς ενοχή. Τα καλοκαίρια στη Αίγινα είναι ζεστά, ιδρωμένα πάνω από την πατικωμένη θάλασσα. Επέτρεπαν όμως στους αστούς διανοούμενους της γενιάς του ’30 να χαρούν τη μικρή στιγμή, να σκεφτούν πάνω στο ταπεινό σύνηθες. Η πολιτική πραγματικότητα είχε τη δεκαετία του ’60 την τερατωδία της. Σκέφτομαι όμως ότι ο Μόραλης μπορούσε να δουλεύει τα εξαιρετικά προσχέδια (το πιο ώριμο και μάλλον λιγότερο γνωστό τμήμα του έργου του) στο καμαράκι δίπλα στο χαώδες εργαστήρι του Κωνσταντινίδη, ήρεμος πριν βρεθεί με τους διαπρεπείς φίλους και πιουν τον άμπακο –συνήθως στου Νικολάου. Σκέφτομαι ότι υπήρχαν μηχανισμοί και φίλτρα ώστε να μπορεί κανείς να χαρεί και να πλακωθεί πάνω σε ζητήματα αισθητικής ή αντιπαθειών, αν και η πολιτική πραγματικότητα έβραζε. Τις δεκαετίες του ’50, του ’60 κ.λπ. είχαμε μια ολική κοινοβουλευτική αποσταθεροποίηση, τρομοκρατία στην περιφέρεια, τους κυματισμούς του Εμφυλίου να εξακολουθούν. Φαίνεται ότι υπήρχαν η κράση και οι πνευματικές ποιότητες ώστε να στέκεται διανοητικά ψύχραιμος και παρατηρητικός ο καλλιτέχνης, ο ποιητής και συγχρόνως να είναι εμπαθώς μετέχων.

Ζηλεύω και αναπολώ αυτό που δεν έζησα, το εφευρίσκω, το χρειάζομαι πάνω απ’ όλα. Η νέα πολιτική διαλύει την παρατηρητικότητα, αποκρούει τον συλλογισμό. Ετσι προσπαθώ να γλιτώσω στις άγνωστες και επινοημένες αναμνήσεις.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής