Την ίδια ώρα που ο Μίκης Θεοδωράκης –ο «επι-Μίκης» κατά Μποστ –διηύθυνε στο Καλλιμάρμαρο και μπροστά σε ένα κοινό που τον αποθέωνε, στον δημόσιο λόγο επανεμφανιζόταν μια νέα αναθεώρηση της Ιστορίας σύμφωνα με την οποία χωρίς τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχαμε και Ιούλιο του ’74. Και άρα η χούντα –σύμφωνα με αυτή τη νέα ανάγνωση –επιτάχυνε τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Η χώρα μετέωρη από τα Μνημόνια επιστρέφει στους συλλογικούς παρηγορητές της, στα τραγούδια του Μίκη, στον χρυσό πολιτισμό των 60s. Λογικό. Οχι γιατί ο νεότερος καλλιτεχνικός στρατός δεν γράφει ή δεν παράγει αξιόλογα πράγματα. Αλλά γιατί η περίπτωση Μίκη υπενθυμίζει πώς ένα συλλογικό πολιτιστικό ρεύμα συμβάλλει στη χαμένη συνοχή.

Παράλληλα, στο πεδίο της Ιστορίας, οι αναθεωρήσεις –αναγκαίες και πολύτιμες κατά τα άλλα –αποκτούν μια παράξενη διάσταση και μια μερίδα τους εφάπτεται με τις απόψεις μιας αυταρχικής Δεξιάς. Αναθεωρήσεις όμως που απλώς επαναβαπτίζονται με έναν μοντέρνο λόγο αλλά στον πυρήνα τους είναι παλιές και τις γνωρίζουμε από τον ακροδεξιό λόγο περιθωριακών εντύπων των 90s μόνον αναθεωρήσεις δεν είναι. Η χούντα υπήρξε εφιαλτική, στον γύψο δεν μπήκαν μόνον τα δικαιώματα και οι ελευθερίες αλλά και ανακόπηκε η πολιτιστική άνοιξη των 60s. Eπίσης και το κυριότερο η Κύπρος χωρίστηκε από την τουρκική εισβολή και μάτωσε. Τα 50 χρόνια από την 21η Απριλίου του ’67 δεν είναι τόσο μακριά για να υποθέτουν κάποιοι πως παραγράφονται.

Κι όμως, ορισμένοι θεωρούν πως η συγκυρία είναι η πιο προνομιακή για να ξανασερβίρουν χουντικούς μύθους. Ισως και ως επίδειξη δύναμης μιας ιδεολογικής ηγεμονίας στο φόντο μιας αριστερής διακυβέρνησης. Ετσι κι αλλιώς, η Αριστερά, αμήχανη και ενοχική για τη σημερινή της διαχείριση, παραχωρεί το έδαφος για να αναπτυχθεί ένας νέος αντιδραστικός λόγος που ενδύεται τη λεοντή της απενοχοποίησης. Και της παραγραφής. Το είδαμε επίσης πρόσφατα, όταν διάφοροι ντρέπονταν να γράψουν τη λέξη Αποστασία για την τριπλή κυβερνητική αστική κρίση το καλοκαίρι του ’65.

Το θέμα είναι πως ενώ ο κόσμος κοιτάζει πίσω αναζητώντας τις βασικές του τις φωτεινές αρχές, μια μερίδα δημοσιολόγων κοιτάζει πίσω για να αμβλύνει τις σκοτεινές όψεις της Ιστορίας. Το πρόσωπο του Μίκη, ως σύμβολο της αντιδικτατορικής πάλης αλλά και της Ανοιξης του ’60, ενοποιεί τις διαφορετικές τροχιές.