Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες και ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως πώς βρέθηκε το πτώμα του σε μια παραλία της Ρόδου στις 22 Μαΐου 1967. Η ελληνική Δικαιοσύνη όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσε να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα και να εντοπίσει τους δράστες και τους ηθικούς αυτουργούς, παρά το γεγονός ότι μετά τη Μεταπολίτευση καταβλήθηκαν κατά καιρούς πολλές προσπάθειες. Και όπως έλεγε ο αείμνηστος Βαγγέλης Γιαννόπουλος όταν ήταν υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, «ενώ οι έρευνες προχωρούσαν κανονικά, σε κάποιο σημείο χάνονται κρίσιμα στοιχεία από τον φάκελο με συνέπεια να μη βγαίνει το σωστό αποτέλεσμα».

Φυσικά όλα τα υπάρχοντα στοιχεία οδηγούν στην εκδοχή της δολοφονίας, αλλά η δικτατορία έκανε τόσο καλά τη δουλειά της που εμφάνισε ότι ο θάνατος του Μανδηλαρά προήλθε από πνιγμό! Την εκδοχή αυτή ελάχιστοι έχουν ασπαστεί μέχρι τώρα και είναι γενική η εκτίμηση –ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια –ότι ο Μανδηλαράς είναι θύμα άγριας δολοφονίας από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967.

Στον δρόμο προς Κύπρο

Είναι πλέον φανερό οι χουντικοί προσπάθησαν τότε να εξαφανίσουν τον Μανδηλαρά χωρίς καν να εμφανίσουν το πτώμα του ώστε η οικογένειά του να μη μάθει ποτέ τι απέγινε ο άνθρωπός της. Δεν τα κατάφεραν και έτσι βαρύνονται με ένα ακόμη έγκλημα, το οποίο όμως παραμένει ατιμώρητο.

Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς ήταν ένας σπουδαίος δικηγόρος και από τους πρωταγωνιστές στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Μετά την επιβολή της δικτατορίας σχεδίασε τη δραπέτευσή του στο εξωτερικό. Επέλεξε μάλιστα να διαφύγει στην Κύπρο και από εκεί σε άλλη χώρα του εξωτερικού, για να δραστηριοποιηθεί σε αντιστασιακές οργανώσεις. Υστερα από συμφωνία που είχε με τον Πέτρο Πόταγα, πλοίαρχο του μικρού φορτηγού «ΡΙΤΑ V», επιβιβάστηκε στο πλοίο από το λιμάνι του Πειραιά στις 17 Μαΐου 1967 με προορισμό την Κύπρο. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, όταν το πλοίο έπλεε κοντά στο Γεννάδι της Ρόδου (και αφού στο μεταξύ η χούντα είχε μάθει ότι επέβαινε στο «ΡΙΤΑ») ο Μανδηλαράς έπεσε στη θάλασσα για να βγει στη στεριά, όπως ισχυρίστηκε ο πλοίαρχός του.

Εκτοτε τα πράματα παίρνουν δραματική τροπή. Στις 22 Μαΐου στη θέση Αγιος Γεώργιος του Γενναδιού και σε αρκετή απόσταση από το κύμα, ψαράδες βρήκαν το πτώμα του Μανδηλαρά. Το παραλαμβάνουν οι χουντικοί και προσπαθούν να κρύψουν την ταυτότητά του. Κάποιοι ντόπιοι αναγνωρίζουν ότι το πτώμα ανήκει στον γνωστό δικηγόρο, δεδομένου ότι ο Νικηφόρος ήταν τακτικός επισκέπτης της Ρόδου λόγω του επαγγέλματός του και των δικαστικών υποθέσεων που αναλάμβανε στο νησί.

Πώς µαθεύτηκε

Νωρίς το απόγευμα της 22ης Μαΐου 1967 με συνάντησε ο αείμνηστος φίλος μου Ανδρέας Παπαδόπουλος, ο οποίος εργαζόταν λογιστής σε εργοστάσιο κεραμικής που λειτουργούσε τότε στο χωριό Γεννάδι. «Ξέρεις, στην παραλία του Γενναδιού βρέθηκε ένα πτώμα που ανήκει στον δικηγόρο Νικηφόρο Μανδηλαρά» μου λέει. Ο Ανδρέας Παπαδόπουλος ήταν σοβαρός άνθρωπος και δεν χωρούσε αμφιβολία ότι αυτά που μου έλεγε ήταν αληθινά. Προσπάθησα να το επιβεβαιώσω, αλλά αντιμετώπισα παντού πέπλο μυστηρίου και πόρτες κλειστές. Μπόρεσα μόνο να μάθω ότι ένα πλοίο το οποίο φρουρούσαν λιμενικοί με όπλα είχε σχέση με την ανεύρεση του πτώματος στο Γεννάδι. Τότε ακόμη και ο λιμενάρχης αρνήθηκε να μου δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, παρότι υποψιαζόμουν ότι δεν ήταν φιλικός προς το στρατιωτικό καθεστώς.

Επικοινώνησα τότε τηλεφωνικά με την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στην οποία εργαζόμουν ως ανταποκριτής και ζήτησα να μιλήσω με τον αείμνηστο φίλο μου, αστυνομικό συντάκτη Δημήτρη Μαθιόπουλο, για τον οποίο γνώριζα ότι σχετιζόταν με δημοκρατικούς δικηγόρους. Με επιφύλαξη και αφού αρχικά μιλήσαμε για διάφορα άσχετα θέματα του είπα ότι «έμαθα πως σε μια παραλία της Ρόδου βρέθηκε ένα πτώμα που λένε ότι ανήκει στον δικηγόρο Νικηφόρο Μανδηλαρά». Ο Μαθιόπουλος –όπως έμαθα αργότερα –ενημέρωσε τους συναδέλφους κορυφαίους αστυνομικούς συντάκτες που ήταν στο ίδιο γραφείο, τους Νίκο Μαράκη, Μανώλη Μαθιουδάκη και Δημήτρη Σαπρανίδη, και αποφασίστηκε να δράσουν αμέσως. Ο αξέχαστος Μαθιόπουλος (μετά τη μεταπολίτευση εξελέγη πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ όπως και ο Μανώλης Μαθιουδάκης) έσπευσε να ειδοποιήσει τον δικηγόρο Βαγγέλη Γιαννόπουλο και τον επίσης δικηγόρο Γρηγόρη Κασιμάτη. Οι δύο τελευταίοι πήγαν στο σπίτι της Ασπας Μανδηλαρά, συζύγου του Νικηφόρου, και την ενημέρωσαν για όσα είχα μεταφέρει στον δημοσιογράφο Μαθιόπουλο από τη Ρόδο. Επιπλέον ο Μαθιόπουλος πήγε στα γραφεία του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων στην Αθήνα και έδωσε πλήρες ρεπορτάζ στην τότε διευθύντριά του Σούζι Λαπάζ, ενώ και οι άλλοι συνάδελφοι από «ΤΑ ΝΕΑ» ενημέρωσαν ξένους ανταποκριτές. Ηταν ακόμη μία σημαντική συμβολή των δημοσιογράφων του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη στον αγώνα κατά της δικτατορίας, ενώ ακολούθησαν και άλλες ενέργειες για τις οποίες θα πρέπει να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές.

Ετσι το ίδιο βράδυ οι ξένοι ραδιοσταθμοί μετέδιδαν την είδηση για τον Μανδηλαρά και αυτό χάλασε όλα τα σχέδια των συνταγματαρχών. Γιατί η χούντα στην πρώτη ανακοίνωσή της ανέφερε για «πτώμα αγνώστου ανδρός που εξεβράσθη εις την παραλίαν Αγιος Γεώργιος του Γενναδίου», ενώ αργότερα αναγκάστηκε να εκδώσει δεύτερη ανακοίνωση που έγραφε: «Εικάζεται ότι πρόκειται περί του δικηγόρου Αθηνών Νικηφόρου Μανδηλαρά». Ουσιαστικά η δημοσιοποίηση της ανεύρεσης του πτώματος χάλασε το σχέδιο της δικτατορίας, που ήταν να το εξαφανίσουν ώστε να μη μάθει κανένας ποτέ τι έγινε ο αγωνιστής δικηγόρος.

Ο δικηγόρος και πρώην βουλευτής Γιώργος Χιωτάκης εξιστορεί σε βιβλίο του ότι εκείνες τις ημέρες τον επισκέφτηκαν δύο άγνωστά του άτομα από χωριό της Ρόδου και του είπαν ότι τον αναζητεί ο Μανδηλαράς, αλλά όταν ξεκίνησε (μαζί με τη σύζυγό του) κατευθυνόμενος με το αυτοκίνητο προς τη Νότια Ρόδο, στον δρόμο τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί και δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι ο Μανδηλαράς βγήκε ζωντανός στη στεριά και εκεί δολοφονήθηκε…

Προσπάθεια συσκότισης

Οσα ακολούθησαν υπήρξαν δραματικά. Η οικογένεια Μανδηλαρά με τα χίλια ζόρια και αφού υπήρξαν πολλές παρεμβάσεις κατόρθωσε να ενημερωθεί από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας για τον Νικηφόρο αλλά την επομένη, όταν η Ασπα ήρθε στη Ρόδο μαζί με τον αδελφό της δικηγόρο Γ. Καλοδίκη, ήταν πλέον πολύ αργά. Η χούντα είχε φροντίσει να γίνει η ταφή του Μανδηλαρά χωρίς οι δικοί του να προλάβουν να ορίσουν ιατροδικαστή. Παρόντες στην κηδεία ήταν ο δικηγόρος Γιώργος Χιωτάκης και ο Μάριος Βιντζιλαίος, εξάδελφος του Νικηφόρου. Ολα έγιναν με απίστευτη ταχύτητα ώστε κανένας να μη μάθει τι ακριβώς συνέβη. Πολλές μαρτυρίες ανθρώπων όπως ο Τσαμπίκος Σπύρου που είδαν το πτώμα στην παραλία του Γενναδιού, ακόμη και σήμερα υποστηρίζουν ότι έφερε τραύματα από σφαίρες πάνω από τον αριστερό μαστό.

Οι ιατροδικαστικές εκθέσεις –τις οποίες συνέταξε ο ιατροδικαστής Καψάσκης –εξακολουθούν να αμφισβητούνται από την οικογένεια Μανδηλαρά, αλλά και κατά τη δίκη του πλοιάρχου του «ΡΙΤΑ V» έγινε μεγάλη συζήτηση για το θέμα αυτό. Δυστυχώς οι γιατροί συντάκτες των εκθέσεων δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή και έτσι δεν είναι δυνατόν να γίνει καμιά συζήτηση για αυτό το σοβαρό θέμα. Οι ισχυρισμοί των χουντικών είναι ότι όταν ο Μανδηλαράς έπεσε από το πλοίο στη θάλασσα για να βγει κολυμπώντας στη στεριά, χτύπησε στο κεφάλι με αποτέλεσμα να πνιγεί και τα ρεύματα τον παρέσυραν στην παραλία του Γενναδιού.

Ο πλοίαρχος Πέτρος Πόταγας ξυλοκοπήθηκε άγρια μέχρι να ομολογήσει ότι μετέφερε τον Μανδηλαρά. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 μηνών για τον θάνατο εξ αμελείας του Μανδηλαρά και μετά την αποφυλάκισή του μετέβη στη Νότια Αφρική. Εκεί –όπως πρόσφατα αποκάλυψε ο αδελφός του –ο Πέτρος Πόταγας αυτοκτόνησε!