Η Εμα Ντόναχιου, που έχει γράψει εννέα συνολικά μυθιστορήματα, έγινε παγκόσμια γνωστή από το μυθιστόρημά της «Το δωμάτιο», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με την Μπρι Λάρσον να κερδίζει Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου. Το μυθιστόρημα βασιζόταν στην πραγματική ιστορία της Αυστριακής Ελίζαμπεθ Φριτσλ που υπέστη εγκλεισμό και κακοποιήσεις από τον πατέρα της, υπόθεση που ήρθε στο φως το 2008.

Το ένατο μυθιστόρημά της, που έχει τίτλο «Το θαύμα», είναι το πρώτο της τρόπον τινά ιστορικό μυθιστόρημα. Η 47χρονη Δουβλινέζα, η οποία ζει τα τελευταία χρόνια στο Οντάριο του Καναδά, τοποθετεί το μυθιστόρημα στην επαρχιακή Ιρλανδία των μέσων του 19ου αι. και έχει ως αφετηρία κάποιες πραγματικές πάλι ιστορίες που αναπλάθει με τη φαντασία της. Πρόκειται για πενήντα ιστορίες γυναικών κυρίως, για τις οποίες λεγόταν ότι μπορούσαν να περάσουν πολύ καιρό χωρίς τροφή. Αληθινές ή όχι, αυτές οι ιστορίες διαδόθηκαν τους τέσσερις τελευταίους αιώνες και σε μερικές περιπτώσεις απέκτησαν την αχλή του θρύλου. Στο μυθιστόρημα αυτό η Ντόναχιου βάζει μια λονδρέζα νοσοκόμα, που είχε υπηρετήσει στην Κριμαία, να πιάνει δουλειά σε ένα ιρλανδικό χωριό, όπου, όπως μαθαίνει όταν φτάνει, αποστολή της είναι να παρατηρεί επί δεκαπέντε μέρες μια κοπέλα που (λέει πως) δεν τρώει ποτέ και όμως επιζεί.

Οι περιγραφές τόσο των χαρακτήρων όσο και της ιρλανδικής επαρχίας, αλλά και των στερεοτύπων που διακινούν Αγγλοι για Ιρλανδούς και τ’ ανάπαλιν, είναι καθηλωτικές και αποτυπώνουν το γνήσιο ταλέντο της συγγραφέως.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στη Βρετανία και κυκλοφορεί και στην Ελλάδα μεθαύριο 22 Μαΐου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, σε μετάφραση Ρηγούλας Γεωργιάδου. Το «Βιβλιοδρόμιο» προδημοσιεύει αποσπάσματα του βιβλίου:

Το ταξίδι δεν ήταν χειρότερο απ’ ό,τι περίμενε. Πρώτα τρένο από το Λονδίνο στο Λίβερπουλ, μετά το νυχτερινό ατμόπλοιο για Δουβλίνο κι από κει ένα αργοκίνητο τρένο με κατεύθυνση προς τα δυτικά και μια κωμόπολη ονόματι Αθλον.

Την περίμενε οδηγός. «Η κυρία Ράιτ;»

Η Λιμπ είχε γνωρίσει πολλούς Ιρλανδούς. Στρατιώτες. Ομως από τότε είχαν περάσει χρόνια και ζορίστηκε λιγάκι να πιάσει την προφορά του.

Ο άνθρωπος μετέφερε το μπαούλο της στο όχημα που αποκαλούσε ταξιδιωτική άμαξα. Ιρλανδέζικος ευφημισμός: τίποτε το εκδρομικό δεν είχε, στην πραγματικότητα ένα απλό κάρο. Η Λιμπ βολεύτηκε στον ένα και μοναδικό πάγκο στη μέση της άμαξας, με τις μπότες της να κρέμονται πολύ πιο κοντά στον δεξιό τροχό απ’ όσο θα ήθελε. Ανοιξε την ομπρέλα της με τον ατσάλινο σκελετό γιατί είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Τουλάχιστον εκεί ήταν πιο ευχάριστα από το αποπνιχτικά ζεστό τρένο.

Από την άλλη πλευρά του πάγκου, με την πλάτη του να ακουμπάει σχεδόν στη δική της, ο αμαξάς χτύπησε το καμτσίκι του. «Αϊντε, ξεκίνα!»

Το δασύτριχο πόνι ανασάλεψε.

Οι λιγοστοί άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στον δρόμο με το πατικωμένο από οδοστρωτήρα χώμα τής φάνηκαν λιπόσαρκοι, πράγμα που η Λιμπ απέδωσε στην άθλια διατροφή τους –πατάτες ως επί το πλείστον, και κατά τ’ άλλα σχεδόν τίποτα. Ισως σ’ αυτήν οφειλόταν και το ότι ο οδηγός της είχε κάμποσα λειψά δόντια.

Ο άνθρωπος είπε κάτι ακατάληπτο.

«Πώς είπατε;».

«Μπαμ στο κέντρο, μαντάμ».

Η Λιμπ περίμενε διευκρινίσεις, υπομένοντας τα σκαμπανεβάσματα του κάρου.

Ο αμαξάς τής έδειξε προς τα κάτω. «Είμαστε ακριβώς στη μέση της χώρας εδώ πέρα».

Επίπεδα λιβάδια ριγωμένα από σκουρόχρωμη βλάστηση. Μπαλώματα από καστανοκόκκινη τύρφη. Δεν ήταν άλλωστε γνωστό ότι στα βαλτοτόπια θέριζαν οι αρρώστιες; Αραιά και πού, γκριζωπά ερείπια κάποιας αγροικίας, πνιγμένα σχεδόν από τις περικοκλάδες. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν της φαίνονταν γραφικό. Ηταν ολοφάνερο ότι η ιρλανδική ενδοχώρα δεν ήταν παρά μια λακκούβα όπου λίμναζε η υγρασία: ο βαθουλωμένος κύκλος στο κέντρο ενός μικρού πιάτου.

(…)

Το μόνο που της είχε πει η προϊσταμένη στο νοσοκομείο ήταν ότι κάποιοι χρειάζονταν μια πεπειραμένη νοσοκόμα για δυο βδομάδες και για αποκλειστική απασχόληση. Παρέχονταν έξοδα διαμονής και ταξιδιού από και προς την Ιρλανδία, καθώς και μια ημερήσια αποζημίωση. Η Λιμπ δεν γνώριζε τίποτε για τους Ο’Ντόνελ αλλά υπολόγιζε ότι θα πρέπει να ήταν σχετικά εύποροι αφού είχαν τη δυνατότητα να απευθυνθούν στην Αγγλία και να ζητήσουν νοσοκόμα με καλύτερα προσόντα. Μόλις τώρα της πέρασε από το μυαλό να αναρωτηθεί πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ότι ο ασθενής δεν θα χρειαζόταν τις υπηρεσίες της περισσότερο ή λιγότερο από δεκαπέντε μέρες. Ισως την ήθελαν για αντικαταστάτρια κάποιας άλλης νοσοκόμας.

Οπως και να ‘χε το πράγμα, θα πληρωνόταν καλά για τον κόπο της και η καινούργια εμπειρία είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον. Στο νοσοκομείο, η εκπαίδευσή της ήταν αντικείμενο θαυμασμού και αντιπάθειας ταυτόχρονα, αλλά από τα προσόντα της χρειάζονταν μόνο τα απολύτως βασικά: τάισμα, αλλαγή επιδέσμων, στρώσιμο κρεβατιών.

(…)

Αλλη μια κατεστραμμένη αγροικία, με γυρισμένα τα νώτα στον δρόμο, αυτή. Οι τριγωνικές απολήξεις των τοίχων της τρυπούσαν σαν μομφές τον ουρανό. Τα αγριόχορτα δεν είχαν προλάβει ακόμα να τη σκεπάσουν. Η Λιμπ είδε φευγαλέα ένα μαύρο συνονθύλευμα πίσω από την τρύπα που κάποτε βρισκόταν η πόρτα. Αρα τούτη εδώ είχε καεί πρόσφατα. Μα πώς γινόταν να πιάσει φωτιά το οτιδήποτε σ’ εκείνη τη χώρα που μούλιαζε στο νερό; Κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να απομακρύνει τα καρβουνιασμένα δοκάρια, άσε πια να φτιάξει καινούργιο σκελετό και να τον σκεπάσει με αχυροσκεπή. Αλήθευε λοιπόν ότι οι Ιρλανδοί ήταν ακαμάτηδες;

Εκεί που τελείωνε ο δρόμος και άρχιζε το οικόπεδο, στεκόταν μια γυναίκα με λερό σκουφί. Πίσω της ήταν μαζεμένα ένα τσούρμο παιδιά. Ο θόρυβος του κάρου τούς έκανε να πλησιάσουν με τα χέρια απλωμένα και τη χούφτα γουβωμένη σαν να ήθελαν να μαζέψουν βροχή. Η Λιμπ κοίταξε αλλού, αμήχανη.

«Η εποχή της πείνας», μουρμούρισε ο αμαξάς.

Μα ήταν μεσοκαλόκαιρο. Πώς ήταν δυνατό να πεινάνε τέτοια εποχή;

(…)

Μπροστά τους οι ασβεστωμένοι τοίχοι ενός κτιρίου με μυτερή σκεπή ξεχώριζαν μέσα στον ζόφο. Ο σταυρός στην κορυφή φανέρωνε πως ήταν ρωμαιοκαθολικό παρεκκλήσι. Μόνο όταν ο οδηγός τράβηξε τα γκέμια και το κάρο σταμάτησε, κατάλαβε η Λιμπ ότι είχαν φτάσει στον προορισμό της. Αυτό θα ήταν το χωριό, αν και για τα αγγλικά μέτρα δεν ήταν παρά ένα θλιβερό σύμπλεγμα κτισμάτων.

(…)

«Θα μείνεις στο πνευματοπωλείο».

«Πώς είπατε;»

«Στου Ράιαν». Της έδειξε με το κεφάλι αριστερά, προς ένα κτίριο χωρίς ταμπέλα.

(…)

«Καλησπέρα», είπε η Λιμπ. «Θαρρώ πως με φέρανε σε λάθος μέρος».

«Η Αγγλίδα θα είσαι», είπε η κοπέλα, κάπως πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν, λες και η Λιμπ ήταν κουφή. «Θες να πας πίσω, να βάλεις μια μπουκιά φαΐ στο στόμα σου;».

(…)

Μια μάλλον περίεργη ποικιλία πιάτων: ψωμί από βρόμη, λάχανο, κάποιο απροσδιόριστο ψάρι. «Να πω την αλήθεια, περίμενα πατάτες», είπε στο κορίτσι.

«Α, για δαύτες θα περιμένουμε κάνα μήνα ακόμα».

Α, μάλιστα. Τώρα καταλάβαινε γιατί ήταν εποχή πείνας στην Ιρλανδία. Αφού έπρεπε να περιμένουν άλλον ένα μήνα μέχρι τη σοδειά.

Emma Donoghue

Το θαύμα

Μτφ. Ρηγούλα Γεωργιάδου

Εκδ. Παπαδόπουλος 2017

Κυκλοφορεί 22 Μαΐου