Διασωληνωμένη για αρκετά ακόμη χρόνια θα παραμείνει η ελληνική οικονομία, αφού η συμφωνία για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 υποβιβάζει για άλλη μια φορά τις προοπτικές ανάπτυξης και φέρνει νέες αβεβαιότητες.

Τη διατύπωση αυτή χρησιμοποιεί στο μηνιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ, που ναι μεν χαρακτηρίζει θετική την επικείμενη ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, επισημαίνει ωστόσο το επικίνδυνο μονοπάτι στο οποίο έχει μπει η οικονομία. Χτυπάει και πάλι το καμπανάκι για την υπερφορολόγηση λέγοντας ότι η αγορά στενάζει και προσθέτει πως «αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η ανάπτυξη, θα έπρεπε από το 2018 να γίνουν η μείωση του αφορολόγητου και των φορολογικών συντελεστών, και όχι το 2020».

Μιλά για διάψευση των προσδοκιών που φέρνει η επικείμενη συμφωνία, λέγοντας ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσον διασφαλίζεται η επίτευξη των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και προσθέτει ότι ο επιχειρηματικός κόσμος ήλπιζε σε κάποια αλλαγή του μείγματος πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η διαδικασία ανάκαμψης. Υπ’ αυτή την έννοια θεωρεί δεδομένο ότι η καθυστέρηση της αξιολόγησης θα αποτυπωθεί στις εκτιμήσεις για ανάπτυξη της οικονομίας το 2017.

Κάνει επίσης ειδική αναφορά στο Ασφαλιστικό, όπου χαρακτηρίζει ημίμετρα τα όσα έχουν αποφασιστεί, τα οποία δεν οδηγούν σε λύση του προβλήματος, καθώς έχουμε υλοποιήσει άλλη μια ημιτελή μεταρρύθμιση που περικόπτει τις συντάξεις με οριζόντιο (και αυθαίρετο) τρόπο και διατηρεί απαγορευτικά υψηλές ασφαλιστικές εισφορές χωρίς ανταποδοτικές παροχές.

Αναφορικά με τα «θετικά» μέτρα που αντισταθμίζουν δημοσιονομικά τα «αρνητικά», δηλαδή τη μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου, ο ΣΕΒ εκτιμά ότι θα ήταν οικονομικά πιο αποτελεσματικό αν κατευθύνονταν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και σε εν γένει μέτρα στήριξης της σκληρά εργαζόμενης ελληνικής οικογένειας.

Τέλος, πάντα για τα «θετικά» αυτά μέτρα, θεωρεί ότι θα μπορούσαν άνετα να νομοθετηθούν το 2019 και το 2020, εφόσον δεν θα υπάρχει, κατά την κυβέρνηση, πρόβλημα υστέρησης έναντι του απαιτούμενου στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Συνεπώς, όπως λέει, η πρόωρη νομοθέτησή τους γίνεται για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους.