Υπάρχουν πολλά που μπορούν να συνδέσουν δυο φαινομενικά ασύνδετους χώρους μεταξύ τους. Τίποτε, όμως, δεν τους συνδέει όσο ένα κοινό μίσος. Κι από αυτήν την άποψη, ο Αλέξης Τσίπρας και οι νεοκαραμανλικοί μπορούν να μακαρίζουν ένα πρόσωπο για την αρμονία που προσέφερε στη σχέση τους: τον Κώστα Σημίτη. Την περασμένη Παρασκευή, ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε από το βήμα της Βουλής ότι εάν ελέγχονταν οι δικοί του υπουργοί, «δεν θα πήγαινε στους Δελφούς για να «το παίζει» σοφός». Δύο ημέρες μετά, ο Θόδωρος Ρουσόπουλος σχολίασε την ομιλία Σημίτη στο ίδιο φόρουμ λέγοντας ότι «πείθει μόνο μια ελίτ». Τουλάχιστον ήταν πιο κομψός.

Εντάξει, δεν περιμένει κανείς από τους πολιτικούς να γράφουν άδολα την Ιστορία –ακόμη κι ο Τσόρτσιλ την έγραψε για να είναι καλή μαζί του. Η Ιστορία λέει, πάντως, ότι επί πρωθυπουργίας Σημίτη η Ελλάδα έγινε μέλος του σκληρού πυρήνα της Ευρώπης. Λέει ακόμη ότι οι διάδοχοί του στην εξουσία διπλασίασαν τις δημόσιες δαπάνες και εκτόξευσαν το έλλειμμα, πληγή που αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη στο σώμα της χώρας από τις φωτιές που υποτίθεται ότι άναβαν κατά εκατοντάδες οι τούρκοι πράκτορες το 2007. Φυσικά λέει ακόμη ότι μαζί με τον Σημίτη κυβερνούσε το βαθύ ΠΑΣΟΚ, δηλαδή ένας κομματικός μηχανισμός διαφθοράς που κράτησε σε ομηρεία το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού. Αλλά αυτή η δεύτερη πραγματικότητα δεν αναιρεί το πρώτο επίτευγμα.

Αν από τον ίδιο τον Σημίτη λείπει η αυτοκριτική, από τους επικριτές του είναι άφαντη μια αποτίμηση λιγότερο φτηνή από τη φράση «ο Σημίτης το παίζει σοφός και πείθει μόνο μια ελίτ». Είναι ένας συμπυκνωμένος συμβολισμός που μπορεί να βρει θέση στην Ιστορία μόνο ως δείγμα μιας πολιτικά αντιαισθητικής συμμαχίας.