Τι ακριβώς επιδιώκει επιτέλους η κυβέρνηση που κλωθογυρίζει για περισσότερο από έναν χρόνο τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και βαδίζει από ήττα σε ήττα μέχρις εξοντώσεως της ήδη ταλαιπωρημένης οικονομίας, αναρωτιούνται οι νοήμονες. Στο ερώτημα η απάντηση δεν είναι προφανής, διότι το πιθανότερο δεν είναι πως η κυβέρνηση δεν ξέρει τι θέλει αλλά τι προσπαθεί να αποφύγει και κάπως έτσι αυτοκαταστροφικά βαδίζει αδιαφορώντας για τις συνέπειες των επιλογών της.

Αν όλα είχαν γίνει στην ώρα τους, το κόστος των μέτρων, επιμένουν οι ειδικοί, θα ήταν περίπου στο ήμισυ των σημερινών απαιτήσεων των δανειστών, που ξεπερνούν τα 3,6 δισ. ευρώ. Εδώ, αν συνυπολογιστούν οι επιβαρύνσεις στην αγορά, το κόστος αυτής της αναβλητικότητας εκτοξεύεται σε πολλά δισ. Ακόμα χειρότερα, η διαφαινόμενη περαιτέρω μετάθεση της ημερομηνίας επίτευξης μιας κάποιας συμφωνίας απειλεί να διαλύσει ακόμη και τις λίγες επιχειρήσεις οι οποίες άντεξαν στη λαίλαπα της κρίσης. Με την αβεβαιότητα να ξαναχτυπά κόκκινο, η κατάσταση στον πραγματικό κόσμο της αγοράς εξελίσσεται και πάλι εφιαλτικά, με τις τράπεζες να ασφυκτιούν. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πού πάει επιτέλους η χώρα, όσο και αν καθίσταται φανερό πως ο Πρωθυπουργός θέλει με κάθε τρόπο να ολοκληρώσει αυτή την αξιολόγηση που κοντεύει να διαλύσει τα πάντα. Η επικίνδυνη σχέση του Μαξίμου με τον υπουργό Οικονομικών, όμως, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, καθώς η δήθεν σκληρή διαπραγμάτευση έχει υπονομεύσει τα σχέδια των εμπνευστών της. Δεν νοείται πολιτικό σχέδιο που δεν αξιολογεί τις συνέπειες της καθυστέρησης στην οικονομία. Είναι να απορεί κανείς πώς δεν λογαριάζουν ότι τους τελευταίους μήνες καταρρέουν όλοι οι δείκτες που αποτυπώνουν την κατάσταση στην αγορά και στα δημόσια οικονομικά.

Η ανεμοδούρα που επικρατεί στο εσωτερικό της κυβέρνησης, με το βλέμμα στη μικροπολιτική διαχείριση των εσωκομματικών ανησυχιών, προκαλεί περισσότερη ανησυχία από τους αριθμούς, οι οποίοι προμηνύουν την απειλή μιας ακόμη κατάρρευσης. Αν δεν αποφασίσουν επιτέλους να αναλάβουν το βάρος των ευθυνών τους, η κατάσταση όλο και περισσότερο θα πλησιάζει στον εφιάλτη που ζήσαμε το καλοκαίρι του 2015. Αλλά αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει δίχτυ ασφαλείας, έστω και χρυσοπληρωμένο.