Το παιχνίδι της διαπραγμάτευσης φαίνεται να πηγαίνει για μια ακόμα φορά στην παράταση, με υψηλό κόστος για την ελληνική οικονομία. «Θα πάρει καιρό, δεν θα τελειώσει έτσι εύκολα» εκτιμά στέλεχος με γνώση των διαπραγματεύσεων, αναδεικνύοντας και τη διάσταση της αναγκαίας πολιτικής διαχείρισης των σκληρών μέτρων που προδιαγράφονται στον ορίζοντα.
Οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου αναμένεται να αναχωρήσουν αύριο από την Αθήνα, χωρίς συμφωνία για μια ακόμα φορά, παρεκτός εάν προκύψει ένα θαύμα, το οποίο μέχρι στιγμής δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Το θαύμα της άμεσης ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης συνεπάγεται υψηλό πολιτικό κόστος για την ελληνική κυβέρνηση, δεδομένου ότι τα μέτρα τα οποία απαιτούν οι δανειστές είναι σκληρά σε όλα τα μέτωπα και οι ελληνικές προτάσεις για αντίμετρα τύπου μείωσης του ΕΝΦΙΑ ή του ΦΠΑ στην ενέργεια έπεσαν σε τείχος. «Το ΔΝΤ τα έχει στυλώσει» έλεγε χθες κυβερνητικό στέλεχος, περιγράφοντας τις απαιτήσεις του Ταμείου για αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων από το 5% στο 10% και μη επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως επεδίωκε η κυβέρνηση.
Παράλληλα, όλοι οι θεσμοί έχουν στοιχηθεί πίσω από την απαίτηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ανάγκη μείωσης των φόρων στις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο των αντίμετρων, απορρίπτοντας μειώσεις φόρων με –κατά την άποψή τους –πολιτικά κριτήρια.

Το αφήγημα που καλλιεργήθηκε με τις διαρροές μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου έχει μπει στο συρτάρι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φαίνεται να έχει πάρει το κλειδί.

Πριν από δύο εβδομάδες οι κυβερνητικές διαρροές έφερναν στο προσκήνιο της διαπραγμάτευσης μέτρα χαμηλότερα από 2% του ΑΕΠ και αντίμετρα με μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια από το 13% στο 6% και της εστίασης από το 24% στο 13%, τα οποία θα εξουδετέρωναν το νέο κύμα λιτότητας από τη μείωση του αφορολογήτου και των συντάξεων.

Οι διαπραγματεύσεις έδειξαν ότι κυβέρνηση και δανειστές είχαν εντελώς διαφορετικά πράγματα στο μυαλό τους και οι αποστάσεις έλαβαν διαστάσεις ρήξης την περασμένη Τρίτη, όταν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος –σύμφωνα με πληροφορίες –απείλησε με διακοπή των συζητήσεων. Η υπουργική ομάδα αποχώρησε εμφανώς εκνευρισμένη από το Χίλτον, οι διαπραγματεύσεις τελικά συνεχίστηκαν, αλλά η συμφωνία, όπως εκτιμούν καλά πληροφορημένες πηγές, πηγαίνει το πιθανότερο για τον Απρίλιο (και βλέπουμε). Το τρένο της 20ής Μαρτίου –όταν είναι η επόμενη προγραμματισμένη συνεδρίαση του Eurogroup –είναι πλέον πολύ δύσκολο να μη χαθεί.

ΔΕΝ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ. εν κόβονται οι γέφυρες. Η συνέχεια, όπως εκτιμάται από πηγές με γνώση των διεργασιών, θα γραφτεί στο EuroWorking Group της ερχόμενης Πέμπτης. Εκεί, με έκθεσή τους οι θεσμοί θα ενημερώσουν για την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στις συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση και θα αποφασιστεί αν οι επικεφαλής θα επιστρέψουν άμεσα στην Αθήνα ή οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν εξ αποστάσεως.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με δημόσιες δηλώσεις του επιμένει ότι η συμφωνία θα κλείσει όταν κλειδώσουν τα αντίμετρα της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων και των νέων παρεμβάσεων στο χρέος, τα οποία θα οδηγούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, χθεσινό δημοσίευμα της ηλεκτρονικής έκδοσης του γερμανικού περιοδικού «Spiegel» προκαλεί αίσθηση. Αναφέρεται ότι «η Γερμανία απομακρύνεται, όπως φαίνεται, από τη σκληρή γραμμή της προκειμένου να κλείσει το συντομότερο τις διαπραγματεύσεις» και «σύμφωνα με πληροφορίες από την Αθήνα, η γερμανική κυβέρνηση είναι ανοικτή σε νέες παραχωρήσεις».

Στο δημοσίευμά του το περιοδικό επικαλείται έλληνα ανώτερο κυβερνητικό αξιωματούχο, σύμφωνα με τον οποίο «είμαστε σε απόσταση αναπνοής από μια συμφωνία», ενώ σημειώνει μεταξύ άλλων ότι το Βερολίνο φέρεται να μην επιμένει πλέον σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για δέκα χρόνια, κάνοντας παράλληλες υπαναχωρήσεις και στο θέμα της διευθέτησης του χρέους. «Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα θα εφαρμόσει αμέσως τις αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις» γράφει το «Spiegel».

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΑΓΚΑΘΙΑ. Το Σαββατοκύριακο κύλησε με «μιάμιση» συνάντηση. Χθες το δίδυμο Τσακαλώτου – Αχτσιόγλου συζήτησε για τα εργασιακά και η κουβέντα κράτησε μόλις μία ώρα. Δεν υπήρξε το παραμικρό σημείο επαφής. «Σαν να βρισκόμασταν στις συζητήσεις του Δεκεμβρίου» σχολίαζε στη συνέχεια ελληνική πηγή με πλήρη εικόνα.

Προχθές, Σάββατο, επιχειρήθηκε μια ακόμα προσπάθεια εξεύρεσης κοινού τόπου στα δημοσιονομικά. Το αποτέλεσμα και πάλι αποκαρδιωτικό. Οι θεσμοί επιμένουν σε μέτρα 2% του ΑΕΠ, με μαχαίρι στο αφορολόγητο από το 2019 και στις συντάξεις από το 2020, διαφωνούν για τον μηχανισμό πυροδότησης των αντίμετρων αλλά και για τα ίδια τα αντίμετρα.

Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, η κυβέρνηση πλέον συζητά μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 29% στο 26%, αλλά δεν δέχεται να μην πάρει τίποτα περισσότερο για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες πέραν της διεύρυνσης των κονδυλίων του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, όπως απαιτούν οι δανειστές.

Ολα τα δημοσιονομικά θέματα έχουν παραπεμφθεί στα τεχνικά κλιμάκια και μόνο αν υπάρξει πρόοδος θα γίνει νέα συνάντηση σήμερα σε επίπεδο υπουργών. Οι δύο πλευρές συνεχίζουν να διαφωνούν ακόμα και για ποιο ποσοστό των φορολογουμένων καλύπτεται από το αφορολόγητο όριο και ποια είναι τα πραγματικά στοιχεία για τις συνταξιοδοτικές δαπάνες.

Παρά τις φαινομενικά αγεφύρωτες διαφορές, κυβερνητική πηγή επιμένει πάντως πως «με καλή θέληση από όλες τις πλευρές η διαπραγμάτευση θα μπορούσε να κλείσει σε μία ώρα».