Ποτέ, στην πρόσφατη Ιστορία, μια αλλαγή ηγεσίας δεν έχει προκαλέσει τόσο ενδιαφέρον και φημολογία όσο η αναρρίχηση του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Το τι σημαίνει αυτή η αλλαγή και τι προμηνύει, μπορούμε να το μάθουμε εάν ξεδιαλύνουμε τρία μυστήρια –διότι υπάρχουν τρεις εκδοχές του Τραμπ.

Ο πρώτος Τραμπ είναι ο φίλος του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο ενθουσιασμός του Τραμπ για τον Πούτιν είναι το πιο συνεπές στοιχείο της ρητορικής του. Παρά την άποψή του ότι οι ΗΠΑ αποτελούν θύμα των ξένων δυνάμεων –Κίνα, Μεξικό, Ιράν, Ευρωπαϊκή Ενωση –ο ζήλος του Τραμπ για τον Πούτιν παραμένει άσβεστος. Για κάποιους ο Τραμπ είναι ένας αφελής θαυμαστής σκληρών ηγετών όπως ο Πούτιν και για άλλους είναι πιόνι των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Σίγουρα πρέπει να υπάρχει παρασκήνιο εδώ, που θα μπορούσε να καταστρέψει την κυβέρνηση Τραμπ εάν κάποιες από τις φήμες επιβεβαιωθούν. Γνωρίζουμε ότι κάποιες ημερομηνίες και λεπτομέρειες από τον περίφημο «φάκελο» των σχέσεων Τραμπ – Πούτιν, που συνέλεξαν βρετανοί πράκτορες, έχουν επιβεβαιωθεί.

Ολο και περισσότερα στοιχεία δείχνουν ότι επί δεκαετίες ο Τραμπ στηριζόταν από ρωσικά κεφάλαια. Ρώσοι ολιγάρχες ίσως έχουν διασώσει τον Τραμπ από προσωπική χρεοκοπία και τουλάχιστον ένας βρέθηκε σε αρκετά μέρη στα οποία πραγματοποιούσε προεκλογικές εκδηλώσεις ο νεοϋορκέζος επιχειρηματίας –ίσως ως μεσάζοντας με το Κρεμλίνο. Πολλοί συνεργάτες του Τραμπ έχουν εμπορικές δοσοληψίες με τη Ρωσία ή ρώσους ολιγάρχες.

Η δεύτερη εκδοχή του Τραμπ είναι εκείνη του άπληστου επιχειρηματία. Ο Τραμπ δείχνει να θέλει να μετατρέψει την προεδρία σε άλλη μια πηγή προσωπικού πλούτου. Για τους περισσότερους, η προεδρία από μόνη της θα ήταν ανταμοιβή. Οχι για τον Ντόναλντ. Παραβιάζοντας κάθε κώδικα δεοντολογίας, ο Τραμπ διατηρεί την επιχειρηματική του αυτοκρατορία, ενώ μέλη της οικογένειάς του κινούνται για να εξαργυρώσουν το όνομα Τραμπ με νέες επενδύσεις σε όλο τον κόσμο.

Ο τρίτος Τραμπ είναι λαϊκιστής και δημαγωγός. Δεν σταματά να ψεύδεται, να αγνοεί και να ειρωνεύεται τα στοιχεία που τον διαψεύδουν και δημοσιεύονται στα ΜΜΕ, κατηγορώντας τους δημοσιογράφους για «ψεύτικες ειδήσεις». Για πρώτη φορά στη σύγχρονη αμερικανική Ιστορία, ο πρόεδρος επιθετικά δαιμονοποιεί τον Τύπο. Την περασμένη εβδομάδα ο Λευκός Οίκος απαγόρευσε σε δημοσιογράφους από τους «New York Times», το CNN, το «Politico» και τους «Los Angeles Times» να παραστούν σε ενημέρωση.

Κάποιοι θεωρούν ότι η δημαγωγία του Τραμπ βρίσκεται στην υπηρεσία του υπεύθυνου στρατηγικής, Στίβεν Μπάνον, που υπερασπίζεται ένα ζοφερό όραμα κάποιου επερχόμενου πολέμου πολιτισμών. Αυξάνοντας τον φόβο στο ανώτατο δυνατό σημείο, ο Τραμπ στοχεύει στη δημιουργία ενός βίαιου εθνικισμού με σύνθημα «πρώτα η Αμερική». Ο Χέρμαν Γκέρινγκ εξήγησε τρομακτικά αυτή τη συνταγή από το κελί του στη Νυρεμβέργη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Είναι εύκολο για έναν ηγέτη να κάνει τον κόσμο να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Είναι εύκολο. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις στους πολίτες ότι δέχονται επίθεση, να αποκηρύξεις τους ειρηνιστές για έλλειψη πατριωτισμού και για το ότι εκθέτουν τη χώρα σε κίνδυνο. Εχει το ίδιο αποτέλεσμα σε όλες τις χώρες».

Μια άλλη θεωρία είναι πως και οι τρεις Τραμπ –φίλος του Πούτιν, κυνηγός του πλούτου και δημαγωγός –είναι ένας: ο επιχειρηματίας που στηριζόταν επί μακρόν από τους Ρώσους, οι οποίοι τον χρησιμοποιούσαν για να ξεπλύνουν χρήματα.

Με τις έως τώρα αποφάσεις του ο Τραμπ δεν έχει γίνει αγαπητός. Η δημοφιλία του βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό για νέο πρόεδρο –περίπου 40%. Οι δικαστές αμφισβητούν τα προεδρικά του διατάγματα, υπάρχουν αντιπαραθέσεις με τα ΜΜΕ, ένταση προκαλείται από την αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού και νέες αποκαλύψεις για τις σχέσεις με τη Ρωσία έχουν συμβάλει σημαντικά. Τα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν θα αργήσουν να στραφούν εναντίον του, αν όλα αυτά συνεχισθούν. Κανείς όμως δεν θα πρέπει να υποτιμήσει την προθυμία ενός δημαγωγού να χρησιμοποιήσει τον φόβο και τη βία –ακόμα και τον πόλεμο –για να κρατηθεί στην εξουσία. Και εάν ο Πούτιν είναι πράγματι υποστηρικτής του, οι πειρασμοί για τον Τραμπ θα είναι έντονοι.

Ο Τζέφρι Σακς είναι καθηγητής Βιώσιμης Ανάπτυξης και Πολιτικής της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Επίσης είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, με τελευταίο το «Χτίζοντας

τη νέα αμερικανική οικονομία»