«Ούτε με σφαίρες» με κατατροπώνει από την αρχή. «Ούτε με σφαίρες δεν αλλάζω». Ο Θάνος Μικρούτσικος, λοιπόν, δεν αλλάζει. Αλλάζει όμως το τραγούδι; «Από μια άποψη έχει αλλάξει, γιατί έχουν αλλάξει οι εποχές. Και το τραγούδι είναι μια έκφραση της εποχής για την οποία γράφεται».

Αλλωστε για τον συνθέτη, «το τραγούδι στη σπουδαία εκδοχή του εκφράζει τη δραματική συγκυρία. Και η δική μας εποχή, της μεγάλης κρίσης, έχει μια δραματική συγκυρία». Τα τελευταία 40-50 χρόνια, μου λέει, «υπήρχαν δύο βασικές κατευθύνσεις: εκείνη που, χονδρικά, ακουμπούσε στη νεοελληνική κουλτούρα –ενδεικτικές εδώ είναι οι περιπτώσεις του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη –και η άλλη, που προσπαθεί να λειτουργήσει με το λάιφσταϊλ ως εμπέδωση του συγκεκριμένου συστήματος στην τέχνη. Ενα μεγάλο κομμάτι του κόσμου αυτή τη δύσκολη εποχή ζητάει να ακουμπήσει στο πρώτο, στο τραγούδι που εμψυχώνει. Ετσι φαίνεται να παίρνει κεφάλι το δικό μας τραγούδι. Αλλωστε είναι η αιχμή του δόρατος της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα το τραγούδι. Συνδέοντας δε μεγάλα κείμενα με τη μουσική ακουμπάει ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού με αμεσότητα. Και αυτό που με εκπλήσσει είναι ότι 70 χρόνια τώρα πάει και δεν σταματάει».

Αίφνης, με πηγαίνει στο 1942, τεκμηριώνοντας τα λεγόμενά του: «Γύρω υπήρχε μαυρίλα. Στην Αθήνα τις νύχτες ακούγονταν μόνον οι μπότες των Γερμανών και ένα βραχνό τραγούδι που έλεγαν, η «Λιλί Μαρλέν». Ενας νεαρός 17 χρονών ήθελε να αντιδράσει σε όλο αυτό και έγραψε ένα τραγούδι που έλεγε «Ηρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς». Ενα τραγούδι που μοιάζει, αν το ακούσεις απομονωμένο από το περιβάλλον του, σαν ερωτικό. Περιείχε όμως όλη τη δραματική συγκυρία. Αυτός ο νεαρός ήταν ο Χατζιδάκις και με αυτό το τραγούδι ξεκίνησε η περιπέτεια του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού».

Με αυτό το παράδειγμα απαντά και στο ερώτημά μου τι θέλει να προτείνει εκείνος, με τα νέα του τραγούδια στον κύκλο «Στην ομίχλη των καιρών», σε κείμενα της Λίνας Νικολακοπούλου, του Μάνου Ελευθερίου, του Αλκη Αλκαίου και του λογοτέχνη Γιάννη Δούκα, γιου της Μάρως Δούκα (από τη νέα και τολμηρή σε τέτοιους καιρούς δισκογραφική ετικέτα Spider και την Ευανθία Μάγνη) –αυτός ο κύκλος ήταν κατά κάποιον τρόπο αφορμή για την κουβέντα μας. «Είχαν ρωτήσει τον Γιάννη Ρίτσο γιατί γράφει. Τους είπε «θα με ρωτούσατε γιατί αναπνέω; Για να ζήσω». Το ίδιο κι εγώ. Για να ζήσω χρειάζομαι το τραγούδι. Είναι αυτονόητο δε ότι από τη στιγμή που γράφω έχω κατανοήσει ότι γράφω και για να εκφράσω την κοινωνική συγκυρία. Να μην παρεξηγηθώ. Την κοινωνική συγκυρία δεν την εκφράζεις μόνο γράφοντας για αυτήν. Και ένα «σ’ αγαπώ» μπορεί να εκφράζει κάτι από αυτήν. Το τραγούδι επικοινωνεί άλλοτε ατομικά και άλλοτε με το όλον».

Η ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗ. Σε αυτή τη νέα δουλειά του, λέει, υπάρχουν τραγούδια και από τα δύο είδη επικοινωνίας. Οπως το «Ρώτα να σου πουν τα χιόνια» της Λίνας Νικολακοπούλου και το «Χορεύαμε τα λόγια». Ή το «Αυτός ο τόπος» του Μάνου Ελευθερίου, που το επαναφέρει. Υπάρχουν όμως και χειρονομίες, όπως τις αποκαλεί, που λειτουργούν σε ατομικό επίπεδο όπως το «Ψιθυρίζω στο αφτί του άλλου». Πέρα από τις σπουδαίες υπογραφές χαίρεται και για το νέο πρόσωπο που συστήνει. Τη Μαριάννα Πολυχρονίδη που αφού τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου μπήκε στο θέατρο υπό την μπαγκέτα των Μιχάλη Κακογιάννη, Νίκου Κούνδουρου, Σταμάτη Φασουλή δουλεύοντας ταυτόχρονα και στο τραγούδι. Κάποια στιγμή τα συνδύασε και τα δύο κι εκεί τη συνάντησε. Στον Καββαδία που έκανε στο Θέατρο Badminton πέρυσι. «Κατάλαβα αμέσως ότι είχε προνομιακό χώρο. Τα τραγούδια που ανήκουν σε αυτόν δεν χρειάζεται να τα ακούσεις από την πρώτη διδάξασα». Αλλωστε εκείνος έχει δουλέψει, όπως μου λέει, με μεγάλες φωνές όπως οι Μίλβα, Χάρις Αλεξίου, Δημήτρης Μητροπάνος, Γιώργος Νταλάρας, Μανώλης Μητσιάς, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιάννης Κότσιρας, στους οποίους «συνέβαλα, αλλά δεν δημιούργησα το τραγουδιστικό τους πρόσωπο και είμαι ευγνώμων που συνέβαλαν στην εμβέλεια των τραγουδιών μου. Από την άλλη, μαζί φτιάξαμε τον δρόμο με την 22χρονη τότε Μαρία Δημητριάδη ή με τον 22χρονο επίσης Γιάννη Κούτρα, τον διαχρονικό Κώστα Θωμαΐδη και τη Ρίτα Αντωνοπούλου που εξέφρασε τη γενιά του 2000».

Η Μαριάννα Πολυχρονίδη, προσθέτει, χρειάστηκε να δουλέψει πολύ, «όταν της είπα να διευρύνει τον προνομιακό χώρο και έκανε μια εκπληκτική υπέρβαση κατακτώντας μέσα σε οκτώ μήνες εκείνο που θα χρειαζόταν τέσσερα χρόνια δουλειάς και κατάφερε να βάλει στον κύκλο τραγουδιών τέσσερα διαφορετικά είδη, που κανονικά θα απαιτούσαν τέσσερις τραγουδίστριες. Αν δεν είχε καταρρεύσει η δισκογραφία, θα μιλούσαμε για μια νέα φωνή στον χώρο μας. Κι αν χάθηκε όμως η δισκογραφία, δεν χάνεται η μουσική».

Τι μπορεί, άραγε, να κάνει το τραγούδι γι’ αυτό που ζούμε; «Οχι να το αλλάξει» με κόβει. «Μπορεί όμως να δημιουργήσει κριτική συνείδηση στον κόσμο, που είναι ο μόνος που μπορεί να το αλλάξει. Και να τον εμψυχώσει μέσα σε τέτοια κρίση. Γιατί υπάρχει και η κατάθλιψη που υπερίπταται όλων μας. Το διαπίστωσα και στις εκατοντάδες συναυλίες που έδωσα από το 2010 και στα πρόσωπα των νέων».

ΟΙ ΝΕΟΙ ΤΟΥ 2017

«Μαζί μπορούμε να πάμε μακριά»

Τι θα έλεγε στους νέους που συναντά στις συναυλίες; «Το να μην σταματήσουν να ονειρεύονται είναι μια κουβέντα σωστή, αλλά θα σου πει ο άλλος “Τι μου λες; Είμαι άνεργος”. Το να μην εγκαταλείψουν τον αγώνα και να στέκονται στα πόδια τους, επίσης. Θα πω αυτό που έγραψαν δυο 16άρηδες στην Αρχιμήδους, κοντά στο σπίτι μου, σε έναν τοίχο και λίγο έλειψε να τους κάνω παρατήρηση: “Μόνος σου μπορείς να πας γρήγορα. Μαζί μπορούμε να πάμε μακριά”. Αυτό το μαζί έχει σημασία. Στο έχω ξαναπεί: πρέπει να ανταλλάξουμε ξανά τις διευθύνσεις μας, όλοι, για να ξαναβρεθούμε».