Αν μη τι άλλο το 2016 ήταν έτος των τηλεοπτικών αδειών, καθώς στη μεγαλύτερη διάρκειά του τα μέσα ενημέρωσης, ο πολιτικός κόσμος, οι δυνάμει ενδιαφερόμενοι επενδυτές και εντέλει τα δικαστήρια και ο νομικός κόσμος ασχολήθηκαν με τις άδειες. Ως συνήθως το 2017 ξεκινάμε από την αρχή σε αυτό τον τομέα (και όχι μόνο), αφού σε αυτή τη χώρα το προσωρινό είναι πιο ισχυρό από το σταθερό, ή το προσωρινό ενέχει ισχυρά στοιχεία μονιμότητας. Δεν ξέρουμε (ούτε μας ενδιαφέρει) αν το 2017 θα είναι εκλογικό λόγω των αναμενόμενων πολιτικών εξελίξεων, αλλά είναι βέβαιο ότι το κατά κυριολεξία δίσεκτο 2016 έχει θέσει δυστυχώς τις βάσεις για το νέο έτος. Δυστυχώς το 2017 προμηνύεται να είναι εκρηκτικό και περιπετειώδες για το μέλλον του επικοινωνιακού πεδίου της χώρας. Η συνεχιζόμενη χωρίς διέξοδο οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την οικονομική στενότητα και τους συναφείς περιορισμούς έχουν κατακρημνίσει την χειμαζόμενη διαφημιστική δαπάνη, πηγή οξυγόνου των μέσων ενημέρωσης και όχι μόνο.

Η πολιτική αστάθεια και ο βερμπαλισμός, οι συνεχείς παλινωδίες και η γενικότερη οικονομική ανασφάλεια έχουν συμβάλει στη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των ελλήνων καταναλωτών, με αποτέλεσμα πλέον η αγορά να έχει στεγνώσει. Η δραματική κατάσταση απεικονίζεται στο ότι ουδείς γνωρίζει τα μεγέθη της διαφημιστικής δαπάνης, τουλάχιστον της τεκμαρτής, όπως γνωρίζαμε στο παρελθόν. Προφανώς, αν δεν πάρει μπροστά η οικονομία, σε λίγο καιρό δεν θα έχουμε ούτε μέσα ενημέρωσης που στηρίζονταισε διαφήμιση ούτε αγορά που θέλει να διαφημιστεί καθώς δεν θα υπάρχει, αλλά ούτε καταναλωτές να έχουν διαθέσιμο εισόδημα για να γίνουν συνδρομητές!

ΔΥΣΟΙΩΝΟ ΜΕΛΛΟΝ. Καθώς συνεχίζεται η βύθιση της ελληνικής αγοράς, είναι αμφίβολο πλέον, αν η κατάσταση συνεχιστεί ως έχει, αν θα μπορέσει να διατηρηθεί ανέπαφος ο αριθμός των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών (άρα η όλη αντιπαλότητα για τον αριθμό των αδειών θα είναι ανεδαφική), εφημερίδων και περιοδικών, γιατί όχι και των διαφόρων συναφών ψηφιακών μέσων στο Διαδίκτυο. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πλέον «εύρωστα μαγαζιά» στον χώρο της επικοινωνίας και αυτά που κάποτε λογίζονταν έτσι, αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.

Μπορεί όμως αυτό να συνεχιστεί; Πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση; Δυστυχώς, το ερώτημα το θέτω κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Και κάθε χρόνο σημειώνω ότι οι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί. Ουδείς γνωρίζει τι θα γίνει τελικά με το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, έστω και όταν καθαρογραφεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εχουμε κουραστεί να λέμε ότι χρειάζεται επικαιροποίηση του Χάρτη των Συχνοτήτων, αλλά ποιος ακούει; Η τεχνολογία έχει αλλάξει καθώς και οι διεθνείς συνθήκες. Για παράδειγμα, οι συχνότητες στα 700 ΜHz το 2020 παραχωρούνται με βάση την Ευρωπαϊκή Ενωση στην κινητή τηλεφωνία. Αρα, έπρεπε ήδη να είχε ζητηθεί η επικαιροποίηση του Χάρτη.

Είναι πλέον βέβαιο ότι στη χώρα μας πάσχουμε από την αποκαλούμενη «οικολογική πλάνη», δηλαδή βλέπουμε το δένδρο και χάνουμε το δάσος. Οσοι με ενδόμυχη χαιρεκακία πανηγυρίζουν την πτώση ενός μεγάλου μέσου ή φορέα, λησμονούν ότι είναι πολύ εύκολο η πτώση του να προκαλέσει το φαινόμενο της χιονοστιβάδας σε όλο τα φάσμα του πεδίου, συμπαρασύροντας και άλλα ΜΜΕ, μεγάλα ή μικρά, ακόμη και διαφημιστικές εταιρείες (όσες απέμειναν) και τηλεπικοινωνιακούς φορείς.

Για όσους σνόμπαραν, επειδή είναι αδαείς, τη λογική και έννοια της βιβλιοθήκης προγράμματος ενός τηλεοπτικού σταθμού και αναρωτιόνταν πώς οι τράπεζες έδωσαν δάνεια, η περίπτωση του Mega κατέδειξε το μέγεθος της ασχετοσύνης τους. Το ίδιο λένε και για τις εφημερίδες και λοιδορούν όσους λένε ότι δεν πρέπει να υποστηριχτούν την εποχή του Διαδικτύου. Αν διαβάσουν καμιά μελέτη για το τι γίνεται στην Ευρώπη, μάλλον δεν θα ισχυρίζονται το ίδιο.

ΤΟ ΑΒΓΟ ΤΟΥ ΚΟΛΟΜΒΟΥ. Το 2016 συνέβη και κάτι άλλο σημαντικό. Αποδείχτηκε ότι η ανάπτυξη δεν θα έρθει από ξένους επενδυτές. Ουδείς ασχολήθηκε με τις τηλεοπτικές άδειες, όχι γιατί πίστευαν ότι θα ακυρωθούν, αλλά γιατί απλώς δεν ενδιαφέρονταν. Ακόμη μία φορά, το πρόβλημα έγκειται στο ότι, όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας, το περιβάλλον είναι αρνητικό για επενδύσεις και κυρίως ευνοϊκό για αποεπένδυση. Ακόμη χειρότερα, οι ξένοι επενδύουν μόνο σε χώρες όπου καταγράφεται κινητικότητα. Και η τελευταία συνήθως οφείλεται, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, στους εγχώριους φορείς και επενδυτές. Ετσι, οδηγούμαστε και πάλι στη λογική του «αβγού του Κολόμβου». Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, την περίπτωση της τηλεοπτικής παραγωγής. Με συνεχιζόμενη την οικονομική κρίση και τους προϋπολογισμούς σφιχτούς, είναι βέβαιο ότι θα ενισχυθούν τα αρνητικά αποτελέσματα όσον αφορά την ποιότητα του προσφερόμενου προγράμματος.

ΛΕΦΤΑ… ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, αλλά οι ενδείξεις συνηγορούν για το αντίθετο. Και αυτό που προβληματίζει περισσότερο είναι ότι τα ελληνικά ΜΜΕ καλούνται να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά και τις αλλαγές που συντελούνται στο ευρύτερο πεδίο με την έλευση και την ευρύτερη χρήση των νέων τεχνολογιών, τη σύγκλιση και την ψηφιοποίηση των μέσων επικοινωνίας. Η κατάσταση μπορεί μάλιστα να γίνει ασφυκτική για το εγχώριο πεδίο αν αναλογιστεί κανείς ότι πλέον δεν «υπάρχουν λεφτά» ούτε άλλοθι.

Δυστυχώς, μέσα σε τρεις δεκαετίες τα ελληνικά μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης περιήλθαν από μια φάση άκριτου ενθουσιασμού, ίσως και αθωότητας, σε μια φάση έντονου κορεσμού και απαισιοδοξίας. Ας ελπίσουμε ότι το 2017 θα διαψεύσει όλες τις Κασσάνδρες.