Στις κανονικές δημοκρατίες οι κυβερνήσεις κάνουν τη δουλειά για την οποία εκλέγονται. Στις περίπου δημοκρατίες καταγγέλλουν συνεχώς τον Τύπο ως όργανο σκοτεινών συμφερόντων. Και στις μη δημοκρατίες προσπαθούν να τον ελέγξουν. Σε ποια από τις τρεις κατηγορίες κατατάσσεται η ελληνική δημοκρατία; Από την υπεραντίδραση του Μαξίμου στο δημοσίευμα των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» σχετικά με το μαρκάρισμα στις ανεξάρτητες Αρχές και στη συνέχεια της «Γκάρντιαν» για την κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία, θα έλεγε κανείς στη δεύτερη. Ενώ από το ενδιαφέρον της για το εσωτερικό τοπίο της ενημέρωσης, θα μπορούσε να παρατηρήσει και μια κάποια διολίσθηση προς την τρίτη.

Η στάση της κυβέρνησης δεν είναι ανεξήγητη. Είναι προϊόν της πεποίθησης ότι με έναν φιλικό Τύπο, ή μάλλον με όλον τον Τύπο φίλα προσκείμενο, τα πάντα θα γίνουν πιο εύκολα. Την εποχή της αντιμνημονιακής τους αντιπολίτευσης, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διόρθωναν ακόμη και τα «σούπερ» των δελτίων ειδήσεων, ενώ μποϊκοτάρισαν εκπομπές και κανάλια στο όνομα του ίδιου αντισυστημισμού που επικαλέστηκε και ο Ντόναλντ Τραμπ για να αποκλείσει μια σημαντική εφημερίδα από την προεκλογική του εκστρατεία όπως είναι η «Ουάσιγκτον Ποστ». Και ως κυβέρνηση εξακολουθεί να πιστεύει ότι αρκεί ένα φιλικό μιντιακό περιβάλλον, εσωτερικού και εξωτερικού, για να ανατραπεί η κακή δημοσκοπική της εικόνα.

Το non paper του Μαξίμου καταγγέλλει το δημοσίευμα της «Γκάρντιαν» ως «καταστροφολογικό» και «κατευθυνόμενο». Ας πούμε ότι ισχύει το πρώτο. Αλλά από πού κι ώς πού να ισχύει το δεύτερο για μια ξένη εφημερίδα; Το ένα λάθος που κάνει η κυβέρνηση είναι ότι στην εποχή των σόσιαλ μίντια υπερεκτιμά τη δύναμη του Τύπου. Το δεύτερο ότι εκεί που θα έπρεπε να βλέπει έναν δημοσιογράφο, βλέπει εχθρούς και φαντάσματα. Κι αυτό είναι απείρως πιο επικίνδυνο.